Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Τελετές ενηλικίωσης

του Παναγιώτη Σιαβελή

Σε κάποιες φυλές τους ξεριζώνουν τους κυνόδοντες, σε άλλες τους ξυλοφορτώνουν μέχρι λιποθυμίας ή θανάτου ενώ αλλού τους ανατίθεται μια σπουδαία και συνάμα επικίνδυνη αποστολή δολοφονίας κάποιου άγριου ζώου. Παντού στον κόσμο υπήρχαν και υπάρχουν διάφορες τελετές ενηλικίωσης, δοκιμασίες ένταξης στην ώριμη, ενήλικη κοινότητα για τα νεαρά μέλη για τα οποία έφτασε η ώρα να αποδείξουν ότι μπορούν να ανταπεξέλθουν σε μια ζωή σύμφωνη με τους κανόνες, τις αξίες και τις απαιτήσεις της κοινωνίας τους.

Στη σημερινή ελληνική κοινωνία η τελετή διαρκεί περίπου τρία έως έξι έτη και κορυφώνεται το καλοκαίρι μετά την τρίτη τάξη του λυκείου, κατά τη διάρκεια του οποίου οι υποψήφιοι προς ένταξη βιώνουν μία τελική, εξαντλητική εμπειρία μέσω της οποίας μπορούν να αποδείξουν ότι είναι ικανοί να επιβιώσουν σύμφωνα με τις αρχές του ελληνικού κοινωνικού συμβολαίου. Διαψεύδοντας κάθε φορά τις συντηρητικές και φοβισμένες φωνές περί κατάρρευσης των αξιών και του κοινωνικού ιστού, τα παιδιά αυτά μας καθησυχάζουν, αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν ακόμα ιδανικά τα οποία μπορούν να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους, αν όχι ενώνοντάς τους όπως παλιά, τουλάχιστον βάζοντάς τους σε παράλληλες τροχιές, όπως τα άλογα του ιπποδρόμου (σχηματίζοντας κάτι με ξεκάθαρο σχήμα, όρια και εσωτερικές διασυνδέσεις το οποίο μοιάζει πολύ με μια συμπαγή κοινωνία), σε ένα παιχνίδι που, για να κρατηθεί σε λειτουργία, διέπεται από αρκετά σοβαρούς κανόνες και που, τελικά, είναι ικανό να γεμίσει με νόημα και να προσανατολίσει τους συμμετέχοντες, αποτελώντας τη θεμέλιο λίθο στην οποία βασίζεται η ίδια η ζωή τους και γενικότερα η λειτουργία της κοινωνία μας.

Πλησιάζοντας, λοιπόν, την ενηλικίωση, οι νεαροί της κοινωνίας μας παραδίδονται από τους γονείς τους στο παιχνίδι του σχολείου, τον τόπο και συνάμα τελετή στην οποία αυτή (η ενηλικίωση) θα πραγματωθεί, για να εφοδιαστούν με και να ασπαστούν τις απαιτούμενες για να εισέλθουν στον ενήλικο βίο αρετές. Κατά τη διαδικασία της σχολικής ηλικίας (ή, το ίδιο είναι, σχολικής ζωής), τα καθήκοντα και οι ρόλοι που αναλαμβάνουν οι υποψήφιοι για ενηλικίωση σφυρηλατούν την -ακόμα διαθέτουσα ψήγματα φαντασίας, αυθορμητισμού, ερωτηματικής και παιχνιδιάρικης διάθεσης- εύπλαστη ψυχή τους με αξίες και κανόνες οι οποίοι, όπως ακριβώς γίνεται με τον χάλυβα, την «σκληραίνουν», οριοθετώντας την αυστηρά, δίνοντάς της μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα το δικό τους σχήμα, συνθλίβοντας καθετί που δεν εφαρμόζει στην δική τους επιφάνεια και ωθώντας βαθιά στον απρόσιτο πυρήνα της όσα δε μπορούν να τσαλακωθούν.

Ποιες είναι αυτές οι αξίες με τις οποίες μορφώνουμε και καθιστούμε ενήλικες τις μέχρι πρότινος παιδικές ψυχές; Θα προσπαθήσω να τις ξεχωρίσω, αν και στο σύνολό τους νομίζω πως εύκολα θα μπορούσε να τις χωρέσει ένας και μόνο σύνθετος όρος, αυτός του κυνικού και υποβαθμισμένου ορθολογισμού. Χωρίς να έχει σημασία η σειρά θα αναφέρω αυτές που θεωρώ σημαντικότερες.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Το Θεσμικό Έλλειμμα

του Αριστείδη Χατζή 

Η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσο της χειρότερης πολιτικής, οικονομικής και θεσμικής κρίσης μετά την μεταπολίτευση. Η κρίση είναι κυρίως οικονομική αλλά είναι και πολιτική, καθώς προφανώς θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα στο ριζικό μετασχηματισμό του κομματικού συστήματος που διαχειρίστηκε την Ελληνική δημοκρατία τα τελευταία 35 χρόνια. Η οικονομική και η πολιτική κρίση όμως αποτελούν τα συμπτώματα της πολύ σοβαρότερης θεσμικής κρίσης.

Μια επιδερμική προσέγγιση της θεσμικής κρίσης θα την απέδιδε στην απίσχναση της πολιτικής νομιμοποίησης, στην απαξίωση θεσμών όπως το κοινοβούλιο, η κυβέρνηση, η παιδεία, ακόμα και η δικαιοσύνη. Πρόκειται όμως και πάλι για τα εμφανή συμπτώματα μιας βαθύτερης θεσμικής κρίσης που συνοδεύει την ελληνική πολιτεία από την ίδρυσή της. Η κρίση αυτή οφείλεται στην θεσμική ανωριμότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Η θεσμική ανωριμότητα, για τους σκοπούς αυτού του σύντομου κειμένου, ορίζεται απλά ως υπανάπτυξη των θεσμών. Πριν συνεχίσουμε θα πρέπει να δώσουμε κάποιες απαραίτητες διευκρινίσεις και να κάνουμε κάποιες θεμελιώδεις διακρίσεις.

Οι θεσμοί (με την στενή έννοια του όρου που θα χρησιμοποιήσουμε εδώ) είναι σύνολα κανόνων που σκοπό έχουν να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά των ατόμων μέσα σε μία μικρή κοινότητα αλλά και σε μια μεγάλη κοινωνία. Μπορεί να συνδέονται ή όχι με την κοινωνική ηθική, τη θρησκεία, ή κάποια ιδεολογία αλλά ο βασικός σκοπός τους είναι ένας: η επίτευξη της ομαλής συμβίωσης και της κοινωνικής ευημερίας. Ένα θεσμικό πλαίσιο που δεν εξασφαλίζει ένα από τα δύο είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει.

Οι θεσμοί μπορεί να είναι τυπικοί θεσμοί (formal institutions) που έχουν τη μορφή των τεθειμένων κανόνων δικαίου. Το Σύνταγμα, οι νόμοι και τα κανονιστικά διατάγματα αποτελούν τέτοιου είδους τυπικούς θεσμούς που ουσιαστικά μετουσιώνουν σε κανόνες δικαίου τις επιλογές μιας συγκεκριμένης χρονικά και τοπικά κοινωνίας (ή τουλάχιστον των εκλεγμένων εκπροσώπων της).

Υπάρχουν όμως και οι άτυποι θεσμοί (informal institutions), κυρίως κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς (social norms), που αποτελούν το απαραίτητο υπόβαθρο για να λειτουργήσουν οι τυπικοί θεσμοί. Οι κανόνες αυτοί δεν πηγάζουν από τη νομοθετική διαδικασία. Διαμορφώνονται μέσα στην κοινωνία, ιδίως όταν υπάρχει απουσία τυπικών θεσμών ή όταν οι τυπικοί θεσμοί δεν φαίνεται να επιλύουν αποτελεσματικά τα κοινωνικά προβλήματα. Η κοινωνία αντιδρά στην αταξία που προκαλούν οι ελλιπείς ή προβληματικοί τυπικοί θεσμοί δημιουργώντας μία «αυθόρμητη τάξη» (spontaneous order) κατά τον F.A. Hayek που διασφαλίζει την ομαλή συμβίωση και ενισχύει την κοινωνική ευημερία.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι: Θεσμοί και νοοτροπίες στην ελληνική οικονομία

του Αρίστου Δοξιάδη

ΛΟΓΟΠΛΑΙΣΙΟ
[Καθαρεύουσα και δημοτική] Ο τρόπος που συζητάμε για την οικονομία άλλαξε άρδην, μέσα σε λίγους μήνες. Πριν ξεσπάσει η δική μας κρίση του χρέους ο δημόσιος διάλογος δεν διέφερε πολύ από τον αντίστοιχο στις δυτικές χώρες. Είχαμε τις κλασικές συζητήσεις υπέρ του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, υπέρ της τόνωσης της ζήτησης ή της περικοπής δαπανών, για το φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, κ.ο.κ.

Λίγοι σχολιαστές επέμεναν στις ελληνικές ιδιαιτερότητες.[2] Για παράδειγμα ότι το Δημόσιο δεν είναι Δημόσιο όταν το έχουν αλώσει ιδιωτικά και συντεχνιακά συμφέροντα, και το ιδιωτικό δεν είναι ιδιωτικό όταν ζει από το δημόσιο χρήμα. Αλλά αυτές οι φωνές δεν ήταν παρούσες ούτε στο λόγο των κομμάτων, ούτε των καναλιών, ούτε φυσικά στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής.

Οι τεχνοκράτες ασχολούνταν περισσότερο με το επίσημο, παρά με το πραγματικό. Με το ύψος, π.χ., των φορολογικών συντελεστών, αλλά όχι με τους φόρους που πραγματικά πλήρωναν οι επιχειρήσεις – πολύ ψηλότερους από την επίσημη κλίμακα όταν το ΣΔΟΕ επέδραμε επί δικαίων και αδίκων, πολύ χαμηλότερους όταν ο επιχειρηματίας είχε τον τρόπο του.

Υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον επίσημο λόγο της πολιτείας, της πολιτικής, της τεχνοκρατίας, και σε αυτό που διαισθανόμασταν, που κουβεντιάζαμε στις παρέες, αλλά δεν αρθρώναμε δημόσια. Στον επίσημο λόγο, την καθαρεύουσα, μιλούσαμε για επενδύσεις, προγραμματισμό, ανταγωνισμό, παραγωγικότητα, κίνητρα, ελέγχους, νόμους. Στη δημοτική, για φραπέ, χαβαλέ, και το δαιμόνιο του Έλληνα. Ξέραμε ότι οι δημόσιες διακηρύξεις δεν θα πραγματοποιηθούν, αλλά λέγαμε: ας προσπαθήσουμε, και αν γίνει το ένα δέκατο, πάλι καλά – να μη μείνουμε πολύ πίσω από «την Ευρώπη».

Τώρα η δημόσια συζήτηση άλλαξε, και ξαφνικά μοιάζει με τις κουβέντες της παρέας. Το δίλημμα «δημόσιο ή ιδιωτικό;» μεταλλάχτηκε: «με τον αργόμισθο ή με το φοροφυγά;». Το «συνδικάτα ή εργοδοσία;» μεταλλάχτηκε: «να κόψουμε τη σύνταξη από τα 52 ή τα ιατρικά υλικά που τα πληρώνουμε για χρυσάφι;». Αρχίσαμε να συζητάμε για την πραγματική Ελλάδα, όχι για μια θεωρητική μικτή οικονομία. Οι καθημερινές εμπειρίες του καθενός ταυτίστηκαν με τα μεγάλα ζητήματα. Αυτό είναι υγιές. Είναι η αρχή της αυτογνωσίας.

Αλλά η οικονομία είναι πολύπλοκη, και οι εμπειρίες μας είναι χαοτικές, ποικίλες και αντιφατικές. Είναι εύκολο να καταλήξουμε σε υπερβολές, να μείνουμε σε καταγγελίες και μονόλογους, να χάσουμε τις αιτίες και την προοπτική. Από τη δημώδη εμπειρία πρέπει να ξαναστήσουμε μια λόγια θεωρία για την ελληνική οικονομία, που να εστιάζει στα ουσιώδη, να τα εξηγεί, και να ορίζει επιλογές.

[Θεωρίες της ιδιομορφίας] Μια καλή προσέγγιση είναι να εντοπίσουμε σε τι διαφέρουμε από τις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες, που συνειδητά ή ασυνείδητα τις έχουμε για πρότυπο. Ακόμα και όταν τις επικρίνουμε, αυτές έχουμε ως μέτρο σύγκρισης, τόσο για την ιδιωτική κατανάλωση όσο και για τις κοινωνικές υπηρεσίες. Για το σκοπό αυτό είναι χρήσιμη μια νεοθεσμική οπτική, που αναλύει τις παραλλαγές του καπιταλισμού και τις σχετίζει με τις ιστορικές καταβολές και τους θεσμούς κάθε χώρας [3].

Οι θεσμοί είναι μια ευρεία έννοια, που επιδέχεται διαφορετικούς ορισμούς. Στον πιο γενικό ορισμό ο όρος περιλαμβάνει τους επίσημους θεσμούς (το σχολείο) και τους ανεπίσημους (το φροντιστήριο και το ιδιαίτερο). Περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις (ιατρική νομοθεσία), τους οργανισμούς (το νοσοκομείο), αλλά και τις συχνές συμπεριφορές (το φακελάκι). Περιλαμβάνει επίσης, σε μερικές θεωρήσεις, την ιδεολογία (τι είναι πρόοδος) και τη νοοτροπία (εργασιακή ηθική).

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Η πολυτέλεια του ανορθόλογου

«Ο ορθός Λόγος συνυφαίνεται με την ιδέα της κριτικής. Αυτό συνάγεται αβίαστα από την υποβολή οποιασδήποτε πρότασης, οποιασδήποτε θεωρίας ή δοκιμαστικής λύσης σε κάποιο πρόβλημα σε συζήτηση. Το ανορθόλογο εμφανίζεται με την άρνηση της κριτικής, συνήθως με την προβολή υποκατάστατου της κριτικής, που είναι η απειλή χρήσης βίας, ή η ίδια η χρήση βίας ή η δογματική και πεισματική εμμονή σε κάποια θέση, χωρίς χρήση επιχειρημάτων.»

 

του Δ. Δημητράκου


Μπορεί κανείς να επιδεικνύει μια ολότελα ανορθολογική στάση πάνω σ’ ένα θέμα, είτε αυτό αφορά στη δική του ζωή, στις αποφάσεις που παίρνει, είτε αφορά τον κόσμο. Αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ, αν το κόστος του ανορθολογισμού του είναι υπέρμετρο. Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι και το ανορθόλογο έχει την ψυχολογική, και ευρύτερα την κοινωνική του λειτουργία. Εξηγούμαι.

Είναι δυνατό μια ανορθολογική πεποίθηση που έχει κάποιος πάνω σε κάτι, να τον βοηθάει να είναι ευτυχέστερος ή πιο αισιόδοξος στη ζωή ή σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, όπως ένας αγώνας τένις, στον οποίο ακόμα και οι πιο εξωφρενικές προλήψεις τονώνουν την ψυχολογία του παίκτη[1]. Στην κοινωνία επίσης, ορισμένες πρακτικές τελετουργικού τύπου, ιδίως σε κλειστές, παραδοσιακές κοινότητες, μας βεβαιώνει η ανθρωπολογική επιστήμη ότι παίζουν σπουδαίο ρολό στην εξασφάλιση κοινωνικής συνοχής. Όμως, έχοντας ξεπεράσει κάποιο στάδιο στην ανθρωπινή εξέλιξη, τόσο η ατομική ψυχολογική ισορροπία, όσο και η ενότητα και σταθερότητα μιας κοινωνικής οργάνωσης, μπορούν να στηρίζονται σε «γνωστικά ουδέτερους» αρμούς. Η θεοποίηση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, έπαιζε ένα ρολό συνοχής στο αχανές πολυεθνικό σύνολο υπό τον έλεγχό τους και ήταν, επομένως, πολιτικά αναγκαίος, αν το ζητούμενο ήταν πριν απ’ όλα, η διατήρηση της ενότητας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Με την ανάδυση της ανοιχτής κοινωνίας αυτό αλλάζει. Η παρουσία του ανορθόλογου στην κοινωνική ζωή δεν είναι απαραίτητη. Ας δούμε γιατί. Η ιδέα της ανοιχτής κοινωνίας αποτελεί κληρονομιά του Διαφωτισμού.  Τα πάντα υπόκεινται στον κριτικό έλεγχο του ανθρώπου, που πραγματοποιείται μπρος στο δικαστήριο του Λόγου, όπως έγραφε ο Kant[2]. Η κοινωνία, μπορεί με αυτόν τον τρόπο να αυτοθεσπίζεται.Γι αυτό και συνδέεται με την αρχή της δημοσιότητας και της ακηδεμόνευτης σκέψης και δράσης του ανθρώπου. H δυνατότητα και η ανάγκη ανοιχτής κριτικής συζήτησης ανάγεται σε θεμελιακή θεσμική αρχή, τόσο όσον αφορά τον κόσμο της γνώσης, όσο και την κοινωνία ευρύτερα. Αν, όμως, η σκέψη μας είναι ακηδεμόνευτη, τότε η ανοιχτή κοινωνία αποτελεί την οικολογική εστία της κριτικής σκέψης, του ορθού Λόγου. Εννοείται, ότι όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «κριτική», εννοούμε προσπάθεια αναίρεσης μιας υπόθεσης ή μιας πρότασης, και όχι επικριτική στάση σε ενέργειες, θεσμούς, πρόσωπα ή ιδέες.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Τσαρλς Τίλλυ: Η μαζική κουλτούρα απειλή για τη δημοκρατία

Σημασία δεν έχει ο τίτλος του καθεστώτος αλλά οι σχέσεις πολίτη και κράτους

του Γιάννη Ν. Μπασκόζου

Tι είναι άραγε δημοκρατία σήμερα; Ποιο καθεστώς θεωρείται δημοκρατικό; Είναι τα κοινοβουλευτικά συστήματα δημοκρατικά ή μήπως η άμεση δημοκρατία- που έχει γίνει προσφάτως της μόδας στις πλατείες των «Αγανακτισμένων»- είναι η κορυφή της δημοκρατίας; Είναι άραγε εφικτή μια δημοκρατία ικανοποιητική σήμερα; Δύο διαφορετικοί στοχαστές συναντώνται σε αυτά τα ερωτήματα, ο Τσαρλς Τίλλυ και ο Ραφαέλε Σιμόνε. Ο Τσαρλς Τίλλυ μελετώντας επί χρόνια τα καθεστώτα πολλών χωρών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σημασία δεν έχει ο τίτλος του καθεστώτος αλλά οι σχέσεις πολίτη και κράτους. Κατά τον Τίλλυ «δημοκρατία είναι εκείνο το πολιτικό καθεστώς όπου οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και στους πολίτες διέπονται από ευρεία,ισότιμη,ασφαλή (δηλαδή προστατευμένη) και αμοιβαίως δεσμευτική διαβούλευση». Οι εξιδανικευμένες περιπτώσεις της άμεσης δημοκρατίας δύσκολα ικανοποιούν αυτά τα στοιχεία, αυτά υπάρχουν περισσότερο στις περίπλοκες δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Αυτή όμως η διαβούλευση, λέει ο Σιμόνε, κινδυνεύει από ένα τέρας που κυοφορήσαμε και κανείς, ούτε η Αριστερά, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί. Το «μειλίχιο τέρας» του Σιμόνε, που είναι η σύγχρονη «δεσποτική κουλτούρα», απειλεί τη δημοκρατία της διαβούλευσης του Τίλλυ.

Δημοκρατία δεν είναι για τον Τίλλυ ένας ιδανικός στόχος ούτε, πολύ περισσότερο, μια ιδεολογική αφετηρία, αλλά ένα καθεστώς συνεχούς διαβούλευσης. Η δημοκρατία είναι ένας κινούμενος στόχος προς τον οποίο κατευθύνονται ή απομακρύνονται τα καθεστώτα. Οι προδιαγραφές για τη δημοκρατία που θέτει ο Τίλλυ μπορεί να μας εκπλήξουν. Για παράδειγμα, συγκρίνει το καθεστώς του Καζακστάν με αυτό της Τζαμάικας. Το μεν πρώτο έχει στα λόγια ένα πολύ δημοκρατικό Σύνταγμα, στο οποίο όλα τα άρθρα του διακηρύσσουν ότι προφυλάσσουν τους πολίτες. Αντιθέτως, η Τζαμάικα έχει ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς υπό βρετανικό έλεγχο και σαφώς, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι λιγότερο δημοκρατικό. Και όμως, η οργάνωση Freedom Ηouse που αξιολογεί τις δημοκρατικές επιδόσεις των χωρών δίνει στο Καζακστάν τον βαθμό 7 (πολύ χαμηλό) με άριστα το 1, ενώ στην Τζαμάικα δίνει τον βαθμό 2 (πολύ υψηλό), μιας και εκτιμά ότι σε αυτή τη χώρα τα πολιτικά δικαιώματα προστατεύονται, οι πολιτικές ελευθερίες είναι ουσιαστικές και ο λαός της Τζαμάικας μπορεί να αλλάξει την κυβέρνησή του όποτε θέλει, ενώ ο λαός του Καζακστάν έχει φαλκιδευμένη από τον Ναζαρμπάγεφ δημοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα υπάρχουν μόνο τύποις και η αντιπολίτευση δεν θα μπορέσει ποτέ, υπό αυτό το καθεστώς, να έλθει στην εξουσία.

Πότε επιτυγχάνει ο εκδημοκρατισμός ενός συστήματος

Τρεις είναι κατά τον Τίλλυ οι διαδικασίες που εξασφαλίζουν πορεία προς τη δημοκρατία: τα δίκτυα εμπιστοσύνης, η κατηγορική ανισότητα και τα αυτόνομα κέντρα εξουσίας. Τα δίκτυα εμπιστοσύνης είναι οι πάσης φύσεως ομαδοποιήσεις σε μια κοινωνία, από τις θρησκευτικές ομαδοποιήσεις ως τις συνωμοτικές οργανώσεις. Αν αυτά τα δίκτυα ενσωματώνονται στο πολιτικό σύστημα, τότε ο εκδημοκρατισμός είναι εφικτός. Η κατηγορική ανισότητα αφορά όλες εκείνες τις διαφοροποιήσεις και ταυτότητες που οφείλονται σε διαφορετικό φύλο, φυλή, θρησκεία, τάξη, κάστα κτλ. Αν αυτές οι ανισότητες εκφράζονται στη δημοκρατία με διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, τότε ο εκδημοκρατισμός είναι αδύνατος. Θα αναρωτηθεί κάποιος πώς μπορούν να εξαλειφθούν αυτές οι ανισότητες σε ένα σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα. Ο Τίλλυ λέει ότι οι ανισότητες αυτές δεν εξαλείφονται αλλά, επειδή στις σύγχρονες κοινωνίες οι ιδιότητες του πολίτη, του εργαζομένου και του καταναλωτή συμπίπτουν, αυτό αποτελεί μια αναγκαία (αλλά όχι ικανή) πίεση προς σύγκλιση των ανισοτήτων και τελικώς πίεση προς τον εκδημοκρατισμό. Τέλος, στα αυτόνομα κέντρα εξουσίας κατά τον Τίλλυ περιλαμβάνονται όλοι εκείνοι οι φορείς εξουσίας που δρουν πέραν του θεσμικού πλαισίου, τουτέστιν οι παραστρατιωτικές και παραθρησκευτικές οργανώσεις, πολιτικές φατρίες, επιχειρηματικά παράκεντρα κ.ά. Αν η εξουσία αυτών περισταλεί ή απαλειφθεί, τότε ο εκδημοκρατισμός έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Τι «φρενάρει» διαχρονικά την ελληνική κοινωνία


του Δημήτρη Αρ. Καζή*

1. Η κρίση

Εδώ και τρείς δεκαετίες, η ελληνική οικονομία και κοινωνία υφίστανται μια συνεχή υποβάθμιση. Γυρνάμε ήδη σε ένα φαύλο κύκλο που μας βυθίζει όλο και περισσότερο χωρίς να κατορθώνουμε να ξεφύγουμε. Οι σχετικά “νοικοκυρεμένες” μεταπολεμικές πρακτικές, που διήρκεσαν μέχρι την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, έδωσαν βαθμιαία τη θέση τους σε ένα κλιμακούμενο λαϊκίστικο “ξεσάλωμα” βασισμένο σε επιδοτήσεις και δανεικά, με την εγκατάλειψη οποιουδήποτε οράματος για τη χώρα, με έξαρση του ατομισμού και της απληστείας, με έκπτωση των αξιών και των θεσμών και άμβλυνση της εσωτερικότητας, με αθρόους διορισμούς στο δημόσιο χώρο και εγκατάλειψη της παραγωγής και της δημιουργικότητας, με ισχυρή κομματικοποίηση του κράτους και με διαρκή αύξηση της κατανάλωσης και της επίδειξης.


Τριάντα χρόνια μετά την ένταξη δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει ως λαός άν θέλουμε πράγματι να ανήκουμε ισότιμα στην Ε.Ε., με όποιους κανόνες αυτό συνεπάγεται. Απ’ αρχής, η ένταξή μας στην ΕΟΚ αντιμετωπίστηκε από την ελληνική κοινωνία και την ηγεσία της ως εάν η Ελλάδα διορίστηκε σε μόνιμη θέση στην ΕΟΚ (περίπου ως Έλλην Δημόσιος Υπάλληλος). Θεωρήσαμε λοιπόν ότι εφεξής η Ε.Ε. θα προστάτευε και θα προικοδοτούσε την πατρίδα μας εξαιτίας της ένδοξης ιστορίας της και της μεγάλης συνεισφοράς της κλασσικής αρχαιότητας στη διαμόρφωση του σύγχρονου Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες πολίτες “δικαιωματικά” θα εξομοίωναν το επίπεδο ζωής τους με εκείνο των Δυτικοευρωπαίων χωρίς να χρειάζεται να εκσυγχρονιστούν ριζικά και οι ίδιοι. Ούτε ήταν απαραίτητο πλέον να σκεφθούν για το μέλλον της χώρας τους αφού αυτή εντάχθηκε σε μια ευρύτερη “οικογένεια”, η οποία θα φρόντιζε στοργικά και θα συγχωρούσε το παιδί της, ακόμα και αν αυτό έκανε “αταξίες”. Αυτά πιστεύαμε... Και οι εκάστοτε κυβερνώντες έσερναν το χορό (δίνοντας το καλό παράδειγμα), υποθάλποντας την κερδοσκοπία, αμνηστεύοντας τους βουλευτές με κατάλληλους νόμους, χρεώνοντας τη χώρα, επιτρέποντας τον ασύστολο τραπεζικό δανεισμό και “σπρώχνοντας” διακριτικά όλα τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο τόπος για τον επόμενο γύρο. Έτσι, η χώρα βάδιζε σταθερά προς τη χρεωκοπία και τα προβλήματα σωρεύονταν αντί να επιλύονται. Και τώρα μας πνίγουν όλα μαζί. Πανικός που φέρνει την αναρχία. Και ο πανικόβλητος είναι επιρρεπής στο ξεπούλημα... Και τα αρπακτικά καραδοκούν....


Στο διάστημα αυτό, οι προσπάθειες σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας στράφηκαν από τα οράματα και τη δημιουργικότητα προς την απορρόφηση (διάβαζε “οικειοποίηση”) των κοινοτικών ενισχύσεων. Και το 2002, με διάφορα λογιστικά τεχνάσματα, μπήκαμε με τη φουστανέλλα σε μια Λέσχη πλουσίων, χωρίς ούτε και τώρα να προσαρμόσουμε κατάλληλα τη νοοτροπία, τις πρακτικές και τις απαιτήσεις μας και να ακολουθήσουμε τους απαραίτητους αναπτυξιακούς και δημοσιονομικούς κανόνες ώστε να επιβιώσουμε μέσα σ’ αυτή τη Λέσχη. Αντίθετα, έχουμε τώρα μια κατακερματισμένη κοινωνία προνομιούχων και κορόϊδων, νομοταγών και φοροφυγάδων, στην οποία ουδείς εμπιστεύεται κανέναν και για κανένα θέμα. Και το κόστος της κρίσης καλούνται και πάλι να επωμισθούν κυρίως όσοι πλήρωναν ανέκαθεν τους φόρους τους, δεν δανείστηκαν υπέρογκα και δεν παρασύρθηκαν σε υπερφύαλες επιδείξεις δήθεν ευμάρειας. Βασικά το κύριο βάρος καλείται να το φέρει η μεσαία εισοδηματική τάξη, η οποία και πάλι συμπιέζεται.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Φεύγω ή Μένω: το δίλημμα μιας γενιάς - Αντιλογία

του Αρίστου Δοξιάδη 

Η Αντιλογία (debate) έγινε στις 6 Ιουλιου 2011, οργανωμένη εξαιρετικά από την Intelligence Square 

Ηταν μια βραδιά που την χάρηκα ιδιαίτερα, για το επίπεδο των συνομιλητών, και για την καλοπροαίρετη διάθεση όλων. 'Ενα τόσο σύνθετο αλλά και προσωπικό ζήτημα δεν προσφέρεται για τοποθετήσεις ασπρο/μαύρο. Αυτός όμως ήταν ο όρος της Αντιλογίας, σε αυτόν συμμορφωθήκαμε, υπερτονίζοντας τα υπέρ της θέσης μας. Ελπίζω οτι από το σύνολο φωτίστηκαν αρκετές όψεις.

Ενα ενδιαφέρον παρεπόμενο: Μια φίλη που είναι υπέρ του "Μένω" μου εξομολογήθηκε οτι ψήφισε "Φεύγω" στην αρχική καλπη, και "Μένω" στην τελική, για να ενισχύσει την ομάδα του Μένω, αφού αυτό που μετράει είναι η μετατόπιση γνωμης ως αποτέλεσμα της Αντιλογίας. Ελληνική παγαποντιά, δηλαδή. Εικάζω οτι όσοι είναι υπέρ του "Φεύγω" δεν είναι τόσο παγαπόντηδες. Ισως αυτό να εξηγεί και τη θεαματική μας νίκη. 



Ακολουθεί το κείμενο της τοποθέτησης μου:

Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Τώρα που γκρεμιζόμαστε

του Δημήτρη Φύσσα

Τώρα που γκρεμιζόμαστε ως κοινωνία και ως οικονομία, στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Δεν ξέρουμε πόσος καιρός θα χρειαστεί για να ξανασηκωθούμε, ούτε με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό. Δεν ξέρουμε τι θα έχει μεσολαβήσει μέχρι τότε, πόσο πάτο θα έχουμε πιάσει.

Τουλάχιστον, ας θυμόμαστε πώς καταντήσαμε έτσι, ώστε, αν έχουμε μνήμη, να μην τα ξανακάνουμε.

Φτιάξαμε ένα αδηφάγο κράτος, που δεν του έφτανε ο προϋπολογισμός του για να λειτουργήσει. Που ήθελε όλο και περισσότερα δανεικά για να πληρώνει τους υπεράριθμους υπαλλήλους του - ψηφοφόρους των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας (δημόσιοι υπάλληλοι) και των κομμάτων της αριστεράς (δημοτικοί υπάλληλοι). Που απορροφούσε ολοένα και περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις («Ολυμπιακή», «Ηλεκτρικός», «΄Εσο», «Πυρκάλ», δίκτυα ύδρευσης, «Πειραϊκή - Πατραϊκή» κλπ) ή ίδρυε εξαρχής δικές του και τις αντιμετώπιζε σαν υπηρεσίες υπουργείων. Που κρατικοποίησε την ορθόδοξη εκκλησία (αποδείχτηκε πανάκριβη). Και που για να τα κάνει αυτά, ήθελε κι άλλα δάνεια. Που έφτιαξε πανεπιστήμια και ΤΕΙ σε κάθε μικρή πόλη, κι ας μην μπορούσαν να λειτουργήσουν. Που είχε το μεγαλύτερο στρατό και στρατιωτικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ (αναλογικά με τον πληθυσμό της). Και που γι΄ αυτά έπαιρνε κι άλλα δάνεια. Που έδινε τρελούς μισθούς και εφάπαξ στους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ και στους δικαστικούς. Που έδινε συντάξεις αναπηρίας και πρόωρες με τη σέσουλα. Που κρατικοποίησε τα πολιτικά κόμματα. Και που για να τα κάνει αυτά, ήθελε ακόμα περισσότερα δάνεια, και μετά κι άλλα δάνεια.

Μέχρι που το διεθνές τραπεζικό σύστημα αρνήθηκε να δανείζει την Ελλάδα.

Και ξέσπασε η κρίση. Κι όταν το κράτος αποδέχτηκε την ύπαρξή της επίσημα, και υπόγραψε το Μνημόνιο, ώστε να δανείζεται χαριστικά με 1.5% τόκο (χάρη στην Ευρ. Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρ. Κεντρική Τράπεζα) επαναπαύτηκε και στάθηκε ανίκανο να προωθήσει τις μεταρρύθμίσεις που πρόβλεπε το Μνημόνιο, έτσι ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση αργότερα. Στα λόγια υπέγραψε πολλά και διάφορα. Στην πράξη, καθυστέρησε και καθυστερεί σε όλα. Δεν άνοιξε επαγγέλματα, δεν κατάφερε να πουλήσει μια ΔΕΚΟ, δε μείωσε εξοπλισμούς. Δεν άγγιξε την ορθόδοξη εκκλησία. Μάλιστα, η πρώτη δήλωση του Βενιζέλου ήταν: «Δεν πειράζουμε την εκκλησία» (αλλά και ο Τσίπρας, για παράδειγμα, τα ίδια λέει). Δεν έκανε τίποτα, ώστε να μειώσει τη γραφειοκρατία (την αυξάνει συνεχώς, στην εποχή του κυβερνοχώρου!) και να φανεί φιλικότερο απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τους απεργούς - καταστροφείς του τουρισμού, για παράδειγμα. Κι έτσι, πάρα πολλές επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν σε κλείσιμο ή μεταφέρθηκαν έξω.

Το ελληνικό κράτος ξεκινάει από ένα δεδομένο: το δεδομένο αυτό δεν είναι δυστυχώς η Ελλάδα ως κοινωνία, αλλά ο εαυτός του ως αυθυπαρξία και αυτοσκοπός. Προκειμένου λοιπόν να μην πειράξει σε τίποτα τον εαυτό του, το ελληνικό κράτος έκανε αυτό που ήξερε πάντα να κάνει: έβαλε και βάζει συνεχώς φόρους, κι άλλους φόρους, και εισφορές, κι άλλες εισφορές. Έτσι, εξουθένωσε όσους ακόμα δουλεύουν νόμιμα, κι έκοψε λεφτά ακόμα κι από τους μικροσυνταξιούχους, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή περαιτέρω ανάπτυξη. Και οι πτωχεύσεις συνεχίζονται, και τα μαγαζιά κλείνουν, και οι απολύσεις πολλαπλασιάζονται και οι συνταξιούχοι απελπίζονται. Και μετά, μιλάνε για υστέρηση εσόδων 3,5 δις. Επαναλαμβάνω: 3,5 δις!

Κι έτσι τώρα γκρεμιζόμαστε. Ίχνη παραγωγικότητας παρατηρούνται στον ιδιωτικό τομέα και σε αρκετούς μη επίορκους εφορειακούς, που μαζεύουν χρήματα για το κράτος (όπως υπάλληλοι με τους οποίους έρχομαι εγώ σ΄ επαφή, στη ΙΔ΄ εφορεία Πατησίων, που όχι μόνο δεν κάνουν «λευκή απεργία» -όπως ίσως κάποιοι άλλοι- μα εργάζονται τίμια και αγόγγυστα). Έτσι κρατιόμαστε ακόμα. Το γκρέμισμα όμως επέρχεται.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

The Greek fat wedding

του Φώτη Γεωργελέ


Όταν η «News of the World» κατηγορήθηκε για υποκλοπές, ο ιδιοκτήτης της, ο πανίσχυρος Μέρντοχ, υποχρεώθηκε να την κλείσει. Κι ας ήταν από τις λίγες πια κερδοφόρες εφημερίδες στον κόσμο. Έστω και συμβολικά, το μήνυμα ήταν καθαρό: στις δημοκρατίες το παιχνίδι έχει κανόνες, και για όποιον τους παραβαίνει υπάρχει το έγκλημα και η τιμωρία, game over.
 

Τις ίδιες μέρες, στα γραφεία του ΔΝΤ στη Ν. Υόρκη εκτυλισσόταν μια κωμικοτραγική συνεδρίαση. Η περίφημη 5η δόση, που μας ταλαιπωρεί δυο μήνες, δεν μπορούσε να εκταμιευτεί γιατί, την τελευταία στιγμή, ανακαλύφθηκαν κι άλλα κρυφά χρέη, δυο δάνεια 60 εκατομμυρίων που είχαν πάρει δήμοι της Αττικής και δεν εξοφλούσαν τις δόσεις. Η συνεδρίαση καθυστέρησε 4 ώρες ενόσω όλοι απελπισμένα προσπαθούσαν να βρουν το δήμαρχο για να μάθουν τι συμβαίνει και δεν τον έβρισκαν γιατί ήταν σε γάμο. The Greek fat wedding. Τα πλήρωσε τελικά η Τράπεζα της Ελλάδος, τέλος καλό. Όλα καλά; Όχι τόσο, οι εκπρόσωποι 8 χωρών της Λατινικής Αμερικής αποφάσισαν να απέχουν, δείχνοντας έτσι τη δυσφορία τους. Χάνουμε φίλους, όλο και περισσότεροι κάθε μέρα πείθονται ότι τους κάνουμε πλάκα.

Ενάμιση χρόνο μετά το sos και τα μνημόνια, ανακαλύπτουμε ακόμη χρέη. Δημάρχους που δανείζονται από ελβετικές τράπεζες για να προσλάβουν 2.000 υπαλλήλους, φιλανθρωπικά ιδρύματα που χρεοκοπούν έχοντας περιουσία 800 ακίνητα, υπουργούς που αναπληρώνουν τις περικοπές των μισθών των υπαλλήλων τους με πλασματικές υπερωρίες, βουλευτές που κάνουν το ίδιο πολλαπλασιάζοντας τις συμμετοχές τους σε αμειβόμενες επιτροπές, άλλους που διεκδικούν αναδρομικές αυξήσεις συντάξεων, 99 σχολεία φαντάσματα, πανεπιστημιακές σχολές που δεν λειτούργησαν ποτέ, σωματεία εργαζομένων που επιδοτούνται από τις ΔΕΚΟ-εργοδότες τους, άλλα που εισπράττουν εκατομμύρια για τουρισμό, 250 χιλιάδες αιωνόβιους συνταξιούχους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης του ’40, κόμματα που χρωστάνε περιουσίες στις τράπεζες. Κυρίως, δηλαδή, ανακαλύπτουμε ότι εδώ, αντίθετα με την Αγγλία, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχει τιμωρία, το παιχνίδι συνεχίζεται το ίδιο. Και αυτό το μήνυμα είναι το χειρότερο που μπορεί να υπάρξει, είναι αποτρεπτικό για κάθε προσπάθεια αλλαγής. Αν κάποιοι μπορούν να συνεχίζουν στο ίδιο μοτίβο, τότε κανείς άλλος δεν είναι διατεθειμένος να κάνει θυσίες.

Αν στη βρετανική εφημερίδα μπήκε λουκέτο με συνοπτικές διαδικασίες για να δοθεί ένα συμβολικό μήνυμα, το αντίστοιχο, αντίθετο συμβολικά, δικό μας μήνυμα είναι η ελληνική εφεύρεση του άρθρου 99: δεν υπάρχει τιμωρία, πτωχεύεις, συνεχίζοντας ανενόχλητα, φεσώνοντας απλώς τους πιστωτές σου. Το παιχνίδι δεν σταματάει ποτέ, ίδιο, χωρίς κανόνες. Το ελληνικό Δημόσιο αυτή τη στιγμή είναι ένα τεράστιο άρθρο 99. Χρεοκοπεί μεταφέροντας τις απώλειες στους άλλους. Δεν θέλει να αναλάβει το κόστος.
Κι εδώ οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μεγάλες. Η χώρα μας ένα πρωταρχικό καθήκον έχει, τη μείωση του ελλείμματος που δημιουργεί κάθε χρόνο το κράτος. Αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα, τίποτε άλλο. Ό,τι ρύθμιση του χρέους κι αν γίνει, αν δεν μειωθεί το έλλειμμα και να μας χαρίσουν το χρέος, σε 6-7 χρόνια θα το έχουμε ξαναδημιουργήσει.


Ξέρουμε τι πρέπει να γίνει για να μειωθεί το έλλειμμα, όλοι ξέρουν. Η ευρωπαϊκή κοινότητα το λέει συνεχώς. Πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις, να ανοίξουν αγορές και επαγγέλματα, να διευθυνθεί η φορολογική βάση, να σταματήσουν η λεηλασία και η σπατάλη στο Δημόσιο, να περιοριστεί το κόστος του πολιτικού συστήματος, να εναρμονιστεί το δημοσιονομικό μας σύστημα με το ευρωπαϊκό. Ενώ όλα είναι γνωστά, μόλις φτάνουμε στο διά ταύτα, τότε οι τρόικες θυμούνται ότι υπάρχει ανεξάρτητη, κυρίαρχη κυβέρνηση η οποία θα αποφασίσει με ποιον τρόπο θα περιορίσει το έλλειμμα. Και αυτή φυσικά το κάνει όπως το έκανε πάντα, επιβαρύνοντας αυτούς που πληρώνουν πάντα. Στην πράξη, δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεχνάει το ρόλο του εταίρου και θυμάται το ρόλο του πιστωτή. Τα λεφτά θέλει, αδιαφορώντας για τον τρόπο. Αυτό όμως είναι όχι απλώς άδικο αλλά και αδιέξοδο. Το θέμα δεν είναι αν μειωθούν 5,5 δις ή 6 ή 6,5 τα έξοδα κάθε χρόνο. Το θέμα είναι αν θα γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αυτές που θα κάνουν το οικονομικό σύστημα ξανά βιώσιμο, να μην παράγει συνεχώς ελλείμματα. Αλλά εδώ, η αυστηρότητα της Κοινότητας παραδόξως εξαντλείται. Μετράει πόσο έπεσε έξω κάθε τρίμηνο ο προϋπολογισμός, αλλά δεν μετράει καθόλου αν προωθούνται πραγματικά οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλει. Δεν λέει ότι δεν δίνει την 5η δόση επειδή δεν έγινε το ενιαίο μισθολόγιο, η ενιαία αρχή πληρωμών, η απογραφή του ευρύτερου δημοσίου τομέα, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η απογραφή των νοσοκομείων, το κλείσιμο και η συγχώνευση των φορέων, η κατάργηση των 4.000 δημοτικών επιχειρήσεων, το κτηματολόγιο, τα σχέδια πόλης, η αύξηση της παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα, η αξιολόγηση των υπαλλήλων και των φορέων, η σύλληψη της φοροδιαφυγής. Λέει ότι δεν την εκταμιεύει γιατί δεν μειώνεται το έλλειμμα. Ανησυχεί δηλαδή για το αποτέλεσμα και όχι για το μόνο τρόπο που μπορεί να φέρει αυτό το αποτέλεσμα.

Κι έτσι, απ’ αυτή την ιστορία, το μόνο που μένει είναι Μέτρα. Μνημόνια και Mεσοπρόθεσμα και άλλα μέτρα. Τα μέτρα δεν είναι κακά γιατί είναι άδικα. Γιατί αν ήταν απλώς άδικα αλλά αποτελεσματικά, συνηθισμένοι είμαστε, θα τα δεχόμαστε μπας και βγούμε ποτέ απ’ αυτή την ιστορία. Τα μέτρα είναι αναποτελεσματικά γιατί αποτελούν ένα πάτσγουορκ σωστών και λάθος περικοπών χωρίς κατεύθυνση, που στόχο έχουν να μαζέψουν λεφτά χωρίς να αγγίξουν τις δομές που αφαιρούν λεφτά. Να μειώσουν το κόστος του κράτους χωρίς να πειράξουν τις δομές που αναπαράγουν συνεχώς τη σπατάλη και τη λεηλασία. Χωρίς δηλαδή να βάλουν κανόνες, χωρίς να αλλάξουν το παράδειγμα. Όμως οι παγιωμένες δομές είναι πάντοτε ισχυρότερες. Το έλλειμμα πάλι μεγαλώνει.

Εκεί που χρειάζεται μια πανεθνική, μια συνολική προσπάθεια της κοινωνίας να δουλέψει, να αλλάξει τις ξεπερασμένες δομές, να ανοίξει το παιχνίδι, να δημιουργήσει νέο πλούτο, δυο χρόνια τώρα όλοι κάνουμε λογαριασμούς. Οι εφημερίδες έχουν μετατραπεί στο περιοδικό «Ο Λογιστής», οι πολίτες γράφουν και σβήνουν προσπαθώντας να καταλάβουν πόσα θα τους πάρουν. 300 ευρώ για το μπλοκάκι, 500 του χρόνου, έκτακτη εισφορά, ειδική μετά, ξανά έκτακτη, τόσο ο ημιυπαίθριος, τόσο ο φωταγωγός, τόσο το επίδομα αλληλεγγύης, τόσο το ΦΠΑ. Κόλαση. Καλύτερα να άνοιγαν τις καταθέσεις, να μπαίνανε στις τράπεζες να ’παιρναν το 10% απ’ ό,τι έχει ο καθένας, παρά αυτό το καθημερινό μαρτύριο μέτρων, νόμων, διατάξεων, φορολογικών νομοσχεδίων, ρυθμίσεων, ξανά απ’ την αρχή. Μπας και μας άφηναν μετά να δουλέψουμε. Όσο συνεχίζεται έτσι η κατάσταση, διέξοδος, φοβάμαι, δεν υπάρχει. Σε λίγους μήνες θα είμαστε πάλι στα ίδια. Ούτε αυτά τα «μέτρα» θα αποδώσουν. Η συντηρητική πολιτική έχει επικρατήσει αλλά είναι αδιέξοδη.

Πέρυσι τέτοιον καιρό, αφού είχε ψηφιστεί το Μνημόνιο, παρόλο που ξεκίνησε με άδικες οριζόντιες μειώσεις συντάξεων και μισθών, συναντούσε την κατά 70% υποστήριξη της κοινωνίας. Φέτος οι δημοσκοπήσεις δείχνουν 70% απόρριψη. Δεν είναι περίεργο. Η αυταπάτη της κυβέρνησης και όλου του πολιτικού συστήματος, ότι μπορεί με μικροβελτιώσεις να διατηρήσει το ξοφλημένο μοντέλο, μας στοίχισε την απώλεια ενός κρίσιμου χρόνου. 

(από την "Athens Voice")

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Οι ωδίνες του επόμενου βήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης



Το Φεβρουάριο του 2009, αρκετούς μήνες πριν την ένταξη της Ελλάδας στον άτυπο μηχανισμό στήριξης, είχαμε υποστηρίξει ότι η Γερμανία –μαθαίνοντας the hard way- θα ενέδιδε τελικά στην παροχή οικονομικής βοήθειας σε κράτη μέλη που βρίσκονται σε κρίση, με αντάλλαγμα μια αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και εκτεταμένες διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτή η εξέλιξη είχαμε εκτιμήσει τότε, θα έθετε τη βάση για το επόμενο βήμα στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτό της σταδιακής δημιουργίας μιας δημοσιονομικής ένωσης στην ΕΕ.

Πράγματι, η Γερμανία πείστηκε το 2009 να παράσχει μαζί με τα υπόλοιπα κράτη μέλη οικονομική βοήθεια, αρχικά προς την Ελλάδα και στη συνέχεια προς την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Η πολιτική αυτή, ανέτρεψε ολόκληρη την αντίληψη πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το Μάαστριχτ και στη συνέχεια το Άμστερνταμ, σύμφωνα με την οποία απαγορεύονταν τόσο στην ΕΚΤ, όσο και στα κράτη μέλη να παρέχουν οικονομική βοήθεια σε δεύτερο κράτος μέλος σε περίπτωση κακής δημοσιονομικής κατάστασης του τελευταίου. Μέσα σε είκοσι μήνες η Ευρώπη άρχισε να κάνει μεγάλα βήματα προς τη δημιουργία ενός μόνιμου κεντρικού μηχανισμού διαχείρισης οικονομικών κρίσεων, βασικό στοιχείο οποιασδήποτε δημοσιονομικής ένωσης. Από τον άτυπο μηχανισμό στήριξης που φτιάχτηκε για την Ελλάδα, περάσαμε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (EFSM) και στη συνέχεια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), ενώ προβλέφτηκε ακόμα και η δυνατότητα ενός κράτους να προχωρήσει σε ελεγχόμενη αναδιάρθρωση των χρεών του εντός του EFSF από το 2013.

Το όποιο βήμα, βέβαια, υπήρξε αργό και ελλιπές. Σήμερα που το μέλλον της ίδιας της ευρωζώνης τίθεται σε αμφιβολία, λόγω των επιθέσεων των αγορών και των οίκων αξιολόγησης στην Ιταλία και την Ισπανία, κινδυνεύει να μείνει και μετέωρο. Οι εθνικοί εγωισμοί σε συνδυασμό με την ιδεολογική και πολιτική μυωπία των ευρωπαίων συντηρητικών, έχουν φροντίσει να ρίξουν την Ευρώπη και τον κόσμο σε μια διαρκή κρίση χωρίς τελειωμό. Πλέον το ενδεχόμενο να διαλυθεί το μαγαζί αποτελεί μαθηματική πιθανότητα. Όμως, και παρά τις Κασσάνδρες που φέρνουν με αναλύσεις τους την καταστροφή, δεν πιστεύουμε ότι αυτό τελικά θα συμβεί.

Όπως στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης χρέους, έτσι και στην περίπτωση της ιταλικής, η Ευρώπη θα βρεθεί για μία ακόμη φορά αντιμέτωπη με τις θεμελιώδεις αδυναμίες της αρχιτεκτονικής της.

Της οικονομικής: η σταθεροποιητική λειτουργία ενός κεντρικού προϋπολογισμού σε περίοδο κρίσης, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την ασυντόνιστη δράση πολλών δημοσιονομικών πολιτικών, ούτε βέβαια από μηχανισμούς στήριξης που ανταλλάσουν τη διάσωση με την τιμωρία.

Της πολιτικής: ο πόλεμος ενάντια στους οίκους αξιολόγησης και το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και το σινάφι των καταστροφολόγων που πλέον κλονίζει οικονομίες με πολύ πιο σοβαρή διάρθρωση και παραγωγή από της Ελλάδας, δεν μπορεί να κερδηθεί με έκτακτα Συμβούλια Κορυφής και διακηρύξεις καλών προθέσεων.

Αντιλαμβανόμενη το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί, η Ευρώπη θα κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη και πολύ σύντομα θα οδηγηθεί στο αυτονόητο: την έκδοση ευρωομολόγου σε συνδυασμό με τη θεσμοθέτηση ενός πιο στιβαρού συστήματος οικονομικής διακυβέρνησης. Ήδη, με μισόλογα και διαρροές το έχουν προανακοινώσει. Η ουσία, όμως, είναι η δημιουργία μιας πραγματικής οικονομικής και πολιτικής ένωσης.

Στη συνέχεια, ωστόσο, η Ευρώπη θα πρέπει να απαντήσει άλλα δύο θεμελιώδη ζητήματα. Πρώτον, τι είδους δημοκρατία έχουμε στην Ευρώπη της δημοσιονομικής ένωσης όπου τα ιερατεία θα αποφασίζουν (στις χώρες του μνημονίου ήδη αποφασίζουν) για τις δαπάνες σε παιδεία και υγεία. Δεύτερον, ποιος θα κληθεί να πληρώσει τη φούσκα του πιστωτικού χρήματος που πέρασε από τους ισολογισμούς των χρεοκοπημένων τραπεζών στο δημόσιο χρέος, που στην περίπτωση των ανεπτυγμένων χωρών αναμένεται να φτάσει στο 100% του ΑΕΠ σχετικά άμεσα . Η πρόχειρη απάντηση που ήδη έχουμε είναι τα άγρια μέτρα λιτότητας που εφαρμόζονται σε όλη την ευρωζώνη. 

 (από το G700)