Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Η πολυτέλεια του ανορθόλογου

«Ο ορθός Λόγος συνυφαίνεται με την ιδέα της κριτικής. Αυτό συνάγεται αβίαστα από την υποβολή οποιασδήποτε πρότασης, οποιασδήποτε θεωρίας ή δοκιμαστικής λύσης σε κάποιο πρόβλημα σε συζήτηση. Το ανορθόλογο εμφανίζεται με την άρνηση της κριτικής, συνήθως με την προβολή υποκατάστατου της κριτικής, που είναι η απειλή χρήσης βίας, ή η ίδια η χρήση βίας ή η δογματική και πεισματική εμμονή σε κάποια θέση, χωρίς χρήση επιχειρημάτων.»

 

του Δ. Δημητράκου


Μπορεί κανείς να επιδεικνύει μια ολότελα ανορθολογική στάση πάνω σ’ ένα θέμα, είτε αυτό αφορά στη δική του ζωή, στις αποφάσεις που παίρνει, είτε αφορά τον κόσμο. Αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ, αν το κόστος του ανορθολογισμού του είναι υπέρμετρο. Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι και το ανορθόλογο έχει την ψυχολογική, και ευρύτερα την κοινωνική του λειτουργία. Εξηγούμαι.

Είναι δυνατό μια ανορθολογική πεποίθηση που έχει κάποιος πάνω σε κάτι, να τον βοηθάει να είναι ευτυχέστερος ή πιο αισιόδοξος στη ζωή ή σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, όπως ένας αγώνας τένις, στον οποίο ακόμα και οι πιο εξωφρενικές προλήψεις τονώνουν την ψυχολογία του παίκτη[1]. Στην κοινωνία επίσης, ορισμένες πρακτικές τελετουργικού τύπου, ιδίως σε κλειστές, παραδοσιακές κοινότητες, μας βεβαιώνει η ανθρωπολογική επιστήμη ότι παίζουν σπουδαίο ρολό στην εξασφάλιση κοινωνικής συνοχής. Όμως, έχοντας ξεπεράσει κάποιο στάδιο στην ανθρωπινή εξέλιξη, τόσο η ατομική ψυχολογική ισορροπία, όσο και η ενότητα και σταθερότητα μιας κοινωνικής οργάνωσης, μπορούν να στηρίζονται σε «γνωστικά ουδέτερους» αρμούς. Η θεοποίηση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, έπαιζε ένα ρολό συνοχής στο αχανές πολυεθνικό σύνολο υπό τον έλεγχό τους και ήταν, επομένως, πολιτικά αναγκαίος, αν το ζητούμενο ήταν πριν απ’ όλα, η διατήρηση της ενότητας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Με την ανάδυση της ανοιχτής κοινωνίας αυτό αλλάζει. Η παρουσία του ανορθόλογου στην κοινωνική ζωή δεν είναι απαραίτητη. Ας δούμε γιατί. Η ιδέα της ανοιχτής κοινωνίας αποτελεί κληρονομιά του Διαφωτισμού.  Τα πάντα υπόκεινται στον κριτικό έλεγχο του ανθρώπου, που πραγματοποιείται μπρος στο δικαστήριο του Λόγου, όπως έγραφε ο Kant[2]. Η κοινωνία, μπορεί με αυτόν τον τρόπο να αυτοθεσπίζεται.Γι αυτό και συνδέεται με την αρχή της δημοσιότητας και της ακηδεμόνευτης σκέψης και δράσης του ανθρώπου. H δυνατότητα και η ανάγκη ανοιχτής κριτικής συζήτησης ανάγεται σε θεμελιακή θεσμική αρχή, τόσο όσον αφορά τον κόσμο της γνώσης, όσο και την κοινωνία ευρύτερα. Αν, όμως, η σκέψη μας είναι ακηδεμόνευτη, τότε η ανοιχτή κοινωνία αποτελεί την οικολογική εστία της κριτικής σκέψης, του ορθού Λόγου. Εννοείται, ότι όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «κριτική», εννοούμε προσπάθεια αναίρεσης μιας υπόθεσης ή μιας πρότασης, και όχι επικριτική στάση σε ενέργειες, θεσμούς, πρόσωπα ή ιδέες.

Βέβαια, ορισμένα στοιχεία, φαινομενικά ή πραγματικά, ανορθολογικών στοιχείων επιβιώνουν στην ανοιχτή κοινωνία. Στη Βρετανία, που είναι η αρχαιότερη κοινοβουλευτική δημοκρατία της υφηλίου και πρότυπο ανοιχτής κοινωνίας – με τις ατέλειες της, ασφαλώς – επιβιώνουν αμέτρητα «ανορθολογικά» κατάλοιπα. Δεν είναι μόνο η αναχρονιστική Βουλή των Λόρδων, με τους μη εκλεγμένους άρχοντες, αλλά και πολλά «περίεργα» ή «εξωτικά» πράγματα, όπως το Υπουργείο του Δουκάτου του Λάνκαστερ, ο Λόρδος Σφραγιδοφύλακας και άλλα ακόμη. Αυτά δεν αλλοιώνουν, όπως πολλοί λανθασμένα νομίζουν, το δημοκρατικό πολίτευμα. Αλλά αυξάνουν το κόστος της λειτουργίας του. Οι βρετανοί, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, προτιμούν να διατηρούν το παραδοσιακό περίβλημα των δημοκρατικών τους θεσμών, διότι μέσα από τη διατήρηση της παράδοσης, εξασφαλίζεται η εθνική τους συνοχή και η συλλογική εικόνα της ιστορικής συνέχειας. Υπό τις συνθήκες αυτές επωμίζονται το κόστος του παραλόγου, εφόσον ο κοινωνικός του ρόλος αξιολογείται θετικά σε σχέση με τον αρνητικό. Τώρα, ας κάνουμε την υπόθεση ότι στο μέλλον το κόστος αυτό αυξάνεται πολύ. Το σύνολο όλων αυτών των «παραδοσιακών» και κάπως «γραφικών» στοιχείων μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαλεί απαράδεκτες καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες, θεσμικές ανεπάρκειες και υπέρμετρα οικονομικά βάρη για τους πολίτες. Τότε το ανορθόλογο αναγνωρίζεται ως περιττή πολυτέλεια που δεν μπορεί να αντέξει το σύστημα, και που η χώρα θα απορρίψει. Αυτό συνέβη με την παραδοσιακή υποδιαίρεση της βρετανικής λίρας σε σελίνια και πένες που αντικαταστάθηκε με τη δεκαδική υποδιαίρεση το 1971. Το κόστος διατήρησης του παλιού συστήματος ήταν μεγαλύτερο από το όφελος που προέκυπτε από τη διατήρησή του. Από τη στιγμή που υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο που θα επιτρέψει  την κριτική εξέταση μέσω  ανοιχτής συζήτησης, οποιαδήποτε αλλαγή είναι δυνατή. Το θεσμικό αυτό πλαίσιο παρέχεται από την ανοιχτή κοινωνία. 

Η ιδέα της ανοιχτής κοινωνίας βασίζεται στην θέσμιση της κριτικής ως μεθόδου ελέγχου των πολιτικών αποφάσεων, παράλληλα με την αναγνώρισή του ρόλου  της τελευταίας στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Η δυνατότητα κριτικής είναι απαραίτητη, διότι είναι ο οικονομικότερος τρόπος να δοκιμάζεται μια θεωρία ή μια πολιτική πρόταση, πριν εφαρμοστεί ή πριν συνεχισθεί η εφαρμογή της, αν κριθεί ως υστερούσα. Τόσο μια πολιτική απόφαση, όσο και μια απόφαση στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας αφορά την υιοθέτηση μιας λύσης σε κάποιο πρόβλημα.  Εδώ μπορεί να νομιστεί ότι η ανοιχτή κοινωνία είναι δυτικό πολιτιστικό προϊόν, ότι το δημοκρατικό πολίτευμα, που είναι η πολιτειακή έκφραση της ανοιχτής κοινωνίας, ταιριάζει σε χώρες του δυτικού πολιτισμού, όχι όμως σε άλλες, που έχουν άλλες παραδόσεις. Όμως, αυτό δεν ισχύει, από τη στιγμή που η δημοκρατία αναγνωρίζεται ότι αποτελεί, όχι πολιτιστική ιδιαιτερότητα, αλλά τουναντίον εξελικτική καθολικότητα , όπως έδειξε ο μεγάλος αμερικανός κοινωνιολόγος Talcott Parsons ήδη από το 1964[3]. Το νόημα της εξελικτικής καθολικότητας είναι ότι αποτελεί προϊόν της εξέλιξης του ανθρώπου και ότι έχει παγκόσμιο χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τις ιστορικές περιστάσεις γένεσης ή εισαγωγής της σε μια συγκεκριμένη ανθρώπινη ομάδα. Ο Parsons, στο σημαντικό αυτό άρθρο, αναφέρει ορισμένες τέτοιες «εξελικτικές καθολικότητες» που απαντώνται παντού και που αποτελούν αναγκαίους σταθμούς στην ιστορία της ανθρωπότητας, ανάμεσα στις οποίες είναι η φωτιά, η χρήση της γλώσσας και η δημοκρατία.

Αν θεωρήσουμε ότι η σύγχρονη, ανοιχτή, νεωτερική κοινωνία αποτελεί μια εξελικτική καθολικότητα τότε η νεωτερικότητα αποτελεί μια σύνθεση ιστορικών στοιχείων που καθιστά ανεπίστρεπτα ορισμένα χαρακτηριστικά της: εκείνα που είναι συνυφασμένα με την αναπτυσσόμενη γνώση, την τεχνολογία, τους ελεγχόμενους θεσμούς. Όταν μιλάμε για κριτική εννοείται ότι δεχόμαστε την αλήθεια ως ρυθμιστική αρχή ώστε να μπορούν να ισχύουν οι αναιρέσεις θεωριών και προτάσεων. Η κριτική δεν απευθύνεται σε πρόσωπα, αλλά σε θεωρίες, σε υποθέσεις. Είναι δημόσια: ανοιχτή με την πλήρη έννοια. Προϋποθέτει την διεξαγωγή συζήτησης σε ανοιχτό φόρουμ, ακόμα κι αν αυτό αποτελείται από ένα στενό σεμιναριακό κύκλο. Η συζήτηση έχει δημόσιο χαρακτήρα, με την έννοια ότι διεξάγεται μέσα σε ένα ανοιχτό φόρουμ. Βασίζεται στην δυνατότητα δι-υποκειμενικών ελέγχων που συνδέονται με την ίδια την έννοια της δημοσιότητας, δηλαδή του ανοιχτού χαρακτήρα της γνώσης και των θεσμών. 

Η ανοιχτή κοινωνία πρέπει να νοηθεί ως ένα τέτοιο φόρουμ. Ο λόγος για τον παραλληλισμό ανάμεσα στην ανοιχτή κοινωνία και την επιστημονική πολιτεία συνίσταται στο ότι εντάσσονται και οι δύο σε ένα κοινό θεωρητικό μοντέλο εξελικτικής διαδικασίας: μια τεχνητή εξελικτική πίεση [4]. Η πίεση αυτή ασκείται μέσω του Λόγου, με στόχο την επίλυση πρακτικών ή/και θεωρητικών προβλημάτων, και τη συνακόλουθη βελτίωση των  συνθηκών ζωής ή/και την ανάπτυξη της γνώσης. Η δημοκρατικά οργανωμένη πολιτεία σε μια ανοιχτή κοινωνία ως εξελικτική καθολικότητα, κατά Talcott Parsons, μπορεί α νοηθεί ως θεσμικό καταστάλαγμα της αναγνώρισης της ανάγκης ελέγχου της εξουσίας. Και έλεγχος σημαίνει αυστηρή χρήση της λογικής, εφόσον η τελευταία πρέπει να νοηθεί ως όργανο της κριτική , όπως γράφει ο Popper [5]. Ο ορθός Λόγος, μ’ άλλα λόγια, συνυφαίνεται με την ιδέα της κριτικής. Αυτό συνάγεται αβίαστα από την υποβολή οποιασδήποτε πρότασης, οποιασδήποτε θεωρίας ή δοκιμαστικής λύσης σε κάποιο πρόβλημα σε συζήτηση. Το ανορθόλογο εμφανίζεται με την άρνηση της κριτικής, συνήθως με την προβολή υποκατάστατου της κριτικής, που είναι η απειλή χρήσης βίας, ή η ίδια η χρήση βίας ή η δογματική και πεισματική εμμονή σε κάποια θέση, χωρίς χρήση επιχειρημάτων.

Δεν γίνεται πάντα αντιληπτό ότι η κριτική, δηλαδή, η χρήση της γλώσσας έναντι οποιασδήποτε μορφής βίας, είναι ένα σπουδαίο εργαλείο στα χέρια του ανθρώπου.  Και αυτό δεν είναι ηθικό επιχείρημα, αλλά ρεαλιστικό για τον απλό λόγο ότι είναι οικονομικό. Μπορεί να φαίνεται ότι είναι κυνική μια τέτοια θέση, όμως δεν είναι. ακριβώς επειδή είναι πρωτίστως οικονομικότερη, με την ευρύτερη έννοια, η μη χρήσης βίας, είναι προτιμότερη ως μόνιμος τρόπος επίλυσης προβλημάτων και γι αυτόν ακριβώς το λόγο καθιερώνεται ως μέρος των ηθών μας. Αλλιώς δεν θα είχε επιβιώσει ως κανόνας.

Επανέρχομαι στην κριτική στάση. Ο ορθολογικός άνθρωπος έχει τη λογική ως στάση ζωής και δεν φοβάται, μάλιστα επιζητεί, την κριτική εξέταση των απόψεών του, ιδίως όταν τις προτείνει ως λύσεις σε κοινά προβλήματα. Αλλά μπορεί αρκετά συχνά να εμμένει σε μια συνήθεια που είναι ανορθολογική, με την έννοια ότι δεν έχει επιλεγεί ως η πιο πρόσφορη επιλογή ανάμεσα σε πολλές, ανταγωνιστικές  μεταξύ τους επιλογές. Το κάπνισμα, για να πάρω μια από τις πιο κραυγαλέα ανορθολογικές συνήθειες, δεν μπορεί να κοπεί εύκολα. Γιατί; Διότι η εξάρτηση από αυτή τη συνήθεια είναι μεγάλη. Το δρων υποκείμενο, στην προκειμένη περίπτωση θα φερθεί ανορθόλογα, προσπερνώντας με απίστευτη ελαφρότητα οποιαδήποτε σοβαρή επιχειρηματολογία. Συχνά, θα αποπειραθεί να παρουσιάσει την καπνιστική του επιλογή με μια επίφαση ορθολογικού επιχειρήματος. Παρά το γεγονός ότι το «επιχείρημα» αυτό είναι πασίγνωστο, το παραθέτω χάριν της συζήτησης. Υποστηρίζει, λοιπόν, ο «εκ πεποιθήσεως» καπνιστής, ότι έχει κάνει μια ορθολογική επιλογή μεταξύ της ευχαρίστησης που του παρέχει αυτή τη στιγμή και την ευτυχία που θα έχει σε ένα μελλοντικό χρόνο  να μην αντιμετωπίσει σοβαρά – έως και μοιραία – προβλήματα υγείας. Αυτή η θέση είναι κατ’ επίφαση ορθολογική. Θα μπορούσε να είναι, αν ο καπνιστής μας είχε μια ανάλυση κόστους/οφέλους. Καμιά τέτοια ανάλυση δεν έχει κάνει, ούτε είναι σε θέση να κάνει, αφ’ ενός διότι δεν έχει τα στοιχεία που χρειάζονται γι αυτήν, αφ’ ετέρου και κυρίως, διότι διαισθάνεται ότι αν τα είχε και την έκανε, η πλάστιγγα θα γείρει σαφέστατα προς την πλευρά που δεν θέλει να γείρει! Είναι προειλημμένη, επομένως, η επιλογή του. Το μόνο που τον «απειλεί» είναι η κριτική συζήτηση, η διαλογική εξέταση του «ορθού Λόγου» στην απόφασή του. Εκεί λειτουργεί «προστατευτικά» υπέρ της απόφασής του. Ο προστατευτισμός αυτός παίρνει τη μορφή άρνησης της συζήτησης: επιζητεί να την προφυλάξει από την  αντιπαράθεση με άλλες σκέψεις, γνωρίζοντας ότι δεν θα τα βγάλει πέρα. Οι μη καπνιστές θα έχουν εμπειρίες της επιθετικής στάσης που επιδεικνύουν τέτοιοι «εκ πεποιθήσεως» καπνιστές, όταν επιχειρηματολογούν υπέρ του καπνίσματος[6].

Εδώ έχουμε μια ξεκάθαρη περίπτωση επικράτησης του ανορθόλογου, που συνδέεται με την άρνηση του κριτικού ελέγχου. Αυτό γίνεται όσο μπορεί κάποιος να απολαμβάνει την πολυτέλεια του ανορθόλογου. Από ένα σημείο κι έπειτα δεν μπορεί. Είναι συχνά, ζήτημα επιβίωσης. Αν φτάσει ο θεριακής καπνιστής στη ζώνη του κινδύνου και ο γιατρός του δώσει καταληκτικές προθεσμίες για  διακοπή της αγαπημένης του συνήθειας, ξέρει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η εμμονή στο ανορθόλογο θα έχει ολέθριες συνέπειες. Θέλοντας και μη σταματάει.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ανάλογη κατάσταση. Με τη διαφορά ότι έχει εγκατασταθεί πολύ πιο βαθιά στην πολυτέλεια του ανορθόλογου από τον φανατικό καπνιστή. Τουλάχιστον ο τελευταίος, αντιλαμβάνεται ότι απολαμβάνει μια πολυτέλεια και ότι κάποια στιγμή, αν είναι ανάγκη, οι πολυτέλειες κόβονται με το μαχαίρι. Η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της , δεν έχει αντιληφθεί το ανορθόλογο που κυριαρχεί σ’ αυτήν και που είναι η ρίζα του κακού. Το ανορθόλογο αυτό είναι η απουσία πραγματικά ανοιχτής κοινωνίας, δηλαδή η απουσία κριτικής συζήτησης, πράγμα που θέτει σε αμφισβήτηση τη σταθερότητα των θεμελίων της δημοκρατίας. Η αγοραφοβία και συγχρόνως η πολιτισμική αυταρέσκεια μιας κοινωνίας που δεν υφίσταται, ούτε ανέχεται, τον κριτικό έλεγχο είναι σύστοιχη με μια πολιτική παραδοση αποφυγής λογοδοσίας, και επομένως τακτικής προσφυγής στο λαϊκισμό. Εδώ εντοπίζεται το κύριο νόσημα: στην άρνηση μιας πολιτικής υποχρέωσης που είναι σύμφυτη με τη σύγχρονη έννοια της δημοκρατίας, ενώ είναι συγχρόνως ο απαραίτητος όρος για οποιαδήποτε αναζήτηση λύσης σε συγκεκριμένα προβλήματα : είτε αυτά είναι επιστημονικά, είτε είναι κοινωνικά. Ο όρος αυτός είναι η δυνατότητα και η υποχρέωση κριτικής συζήτησης, που υπάρχει στην ανοιχτή κοινωνία, αν η τελευταία είναι όντως ανοιχτή.


[1] Είναι πασίγνωστο ότι μεγάλος σουηδός τενίστας Björn Borg ήταν εξαιρετικά προληπτικός. Και έλεγε ο ίδιος ότι είχε πολλές άλλες παράλογες εμμονές που τον βοηθούσαν στη διάρκεια του κάθε ματς.
[2] Αυτό αναφέρεται από τον Kant στoν Πρόλογο της 1ης έκδοσης της «Κριτικής του καθαρού Λόγου»,  (1781). Βλ. Immanuel Kant (1781, 1787) Kritik der reinen Vernunft  Α xii.
[3] H έννοια της εξελικτικής καθολικότητας (evolutionary universal) ανήκει στον Talcott Pasons. Bλ.  Talcott Pasons (1964) ‘Evolutionary Universals in Society’.  American Sociological Review 29, σ. 339-57..   Βλ. σχετ. και N.Mouzelis  (1993), “Evolution and Democracy: Talcott Parsons and the collapse of Eastern European Regimes”, Theory, Culture and Society, τχ. 10, 145-151
[4] “artificially intersified selection pressure“)[4].  Karl Popper (1974) ‘Replies to My Critics’ In: P.A.Schilpp (1974) The Philosophy of Karl Popper.La Salle,Illinois:Open Court  . 1024.
[5] Karl Popper (1963) Conjectures and Refutations. The Growth of Scientific Knowledge.London: Routledge and Kegan Paul 64
[6] Στην πραγματικότητα δεν είναι επιθετικοί, αλλά αμυντικοί. Αισθάνονται ότι ο άλλος εισβάλλει, κατά κάποιον τρόπο, στον ιδιωτικό κόσμο των επιλογών χαράς του. Είναι και αυτή μια στάσις. Νιώθεται.

(από το "Ratio Vincit")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου