των ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ & ΝΙΚΟΥ ΜΠΙΝΙΑΡΗ, από το "monthly review"
Μεμειγμένη γαρ ουν η τούδε του κόσμου γένεσις εξ ανάγκης τε και νου
συστάσεως εγεννήθη. Νου δε άρχοντος τω πείθειν αυτήν των γεγνωμένων
τα πλείστα επί το βέλτιστον άγειν, ταύτη κατά ταύτα τε δι’ ανάγκης ηττωμένης
υπό πειθούς έμφρονος ούτω κατ’ αρχάς συνίστατο τόδε το παν
Πλάτων, Τίμαιος, 47ε5-48α5
Γνωρίζουμε τη δυσχερή και σχεδόν απελπιστική θέση στην οποία έχει περιέλθει όχι μόνον το ελληνικό κράτος και οι πολίτες του αλλά και ολόκληρο το ελληνικό έθνος. Η δυσχερής αυτή θέση δεν είναι μόνον οικονομική, είναι κοινωνική, πολιτιστική και στο βάθος πολιτική [1]. Παράλληλα, η χώρα βρίσκεται σε δυσχερή θέση: πρώτον, στον τομέα της εθνικής ασφάλειας και της εθνικής ανεξαρτησίας· δεύτερον, στον ηθικό τομέα, λόγω της δυσφήμισης της χώρας ως χώρα διαφθοράς και αμοραλισμού [2]· και τρίτον, στον τομέα των διεθνών σχέσεων, στο ότι η Ελλάς μπορεί να εξελιχθεί πιθανή θρυαλλίδα η οποία θα καταστρέψει το ευρώ και ως εκ τούτου την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Πιο συγκεκριμένα, η οικονομία της χώρας και η κατάσταση των πολιτών της πατρίδας μας είναι αιχμάλωτη ενός δυσβάστακτου δημόσιου χρέους, δημοσιονομικών και εξωτερικών ελλειμμάτων. Το Μνημόνιο, το οποίο έχει υπογράψει η ελληνική κυβέρνηση ορίζει και περιορίζει την οικονομική πολιτική μας με κανόνες και τρόπους οι οποίοι δεν φαίνεται να οδηγούν σε λύση αυτού του άγους, όπως θα δούμε και στη συνέχεια αυτού του κειμένου.
Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να περιγράψει καταρχάς το πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους (ΔΧ), να διασαφηνίσει ορισμένα ζητήματα και να θέσει ερωτήματα σχετικά με προτάσεις οι οποίες έχουν τεθεί ως λύσεις σχετικά με το υπέρογκο δημόσιο χρέος της Ελλάδος (Sovereign Debt). Περισσότερο, έχει σκοπό να θέσει αυτές τις λύσεις στο επίκεντρο μιας δημόσιας συζήτησης με επιστημονικό τρόπο μέσα στα πλαίσια της παρούσας συγκυρίας και διεθνούς κατάστασης.
Ορισμός δημόσιου χρέους
Το δημόσιο χρέος είναι η ονομαστική αξία όλων των υφιστάμενων ακαθάριστων υποχρεώσεων του τομέα της γενικής κυβέρνησης, στο τέλος του έτους, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων των οποίων τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού βρίσκονται στην κατοχή του τομέα της γενικής κυβέρνησης. Το δημόσιο χρέος αποτελείται από τις υποχρεώσεις της γενικής κυβέρνησης στις ακόλουθες κατηγορίες: νομισματική κυκλοφορία και καταθέσεις, βραχυπρόθεσμοι τίτλοι, ομολογίες, λοιπά βραχυπρόθεσμα δάνεια, καθώς και μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια, σύμφωνα με τους ορισμούς του ΕΣΟΛ (Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών). Η ονομαστική αξία του ποσού μιας υποχρέωσης, στο τέλος του έτους, είναι η αναγραφόμενη επί του σχετικού τίτλου αξία. Η ονομαστική αξία μιας τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενης υποχρέωσης αντιστοιχεί στην αναγραφόμενη επί του σχετικού τίτλου αξία, προσαυξημένη κατά το ποσό του κεφαλαίου που έχει προκύψει από την τιμαριθμική αναπροσαρμογή στο τέλος του έτους.
Στην Ελλάδα η ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, αποτελεί τα τελευταία είκοσι χρόνια, βασικό στόχο της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Ο στόχος αυτός δεν επιτεύχθηκε ποτέ έως σήμερα. Το γεγονός ότι η δημοσιονομική πολιτική θα είχε πλέον το κύριο βάρος για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη ευρώ, καθιστούσε και καθιστά το δημόσιο χρέος μια από τις πλέον κρίσιμες μακροοικονομικές μεταβλητές για τη διαμόρφωση των υπόλοιπων δημοσιονομικών μεγεθών. Πέραν όμως αυτού, ο περιορισμός του θα συνεπάγεται την εξοικονόμηση σημαντικών πόρων, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση άλλων τομέων της οικονομίας.
Βασική πεποίθηση είναι ότι η πορεία μείωσης του χρέους, όπως αυτή καθορίζεται από τις μακρο-μικροοικονομικές μεταβλητές (προσαρμογές ελλείμματος/χρέους, διαφορά επιτοκίου/ρυθμού ανάπτυξης ΑΕΠ, κ.λπ.) δεν θα πρέπει να προσδιορίζεται αυτοτελώς, αλλά θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι επί μέρους δυναμικές που διέπουν το χρέος, η δομή του και το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον. Προς την κατεύθυνση αυτή, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σοβαρή πρόοδος τόσο από τη Διεύθυνση Δημόσιου Χρέους όσο και από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους και έχουν υιοθετηθεί νέες πολιτικές, δηλαδή: η άσκηση ενεργούς διαχείρισης του χρέους μέσω: πρώτον, της αναδιάρθρωσης του υφιστάμενου χρέους (εσωτερικού και εξωτερικού), με τη χρήση νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων και τη συμμετοχή νέων μέσων δανεισμού, ώστε να καταστεί ευέλικτο και αποτελεσματικό· δεύτερον, της επιμήκυνσης της μέσης διάρκειάς του, καθώς και της εξομάλυνσης των πληρωμών για την εξυπηρέτηση του, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του έτους, αλλά και στον χρονικό ορίζοντα των επόμενων ετών (η αύξηση της μέσης διάρκειας του χρέους έχει ως συνέπεια την ορθολογική κατανομή και τελικά τη διαχρονική μείωση των επιβαρύνσεων του προϋπολογισμού)· και τρίτον, της μείωσης του κόστους εξυπηρέτησής του με τη χρήση εξελιγμένων χρηματοπιστωτικών εργαλείων.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας
Η εν εξελίξει διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε με τον πλέον έντονο και σαφή τρόπο τους κινδύνους που εγκυμονεί για μια χώρα το ΔΧ (βλ. πίνακα 1 και πίνακας 2), ιδίως όταν παραμένει σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα εισήλθε στην ευρωζώνη με δημόσιο χρέος 102,9% του ΑΕΠ (ΔΧ = 140.047δις ευρώ, ΑΕΠ = 130.547δις ευρώ).
Παρά τη σημαντική μείωση του λόγου του χρέους εξαιτίας της αναθεώρησης του ΑΕΠ το 2007, αυτός παραμένει σε υψηλά επίπεδα (είναι ο δεύτερος κατά σειρά στην ΕΕ) και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές μακροοικονομικής ανισορροπίας.
Αποτελεί επίσης έναν από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους η διαφορά αποδόσεων των ελληνικών από τα γερμανικά ομόλογα έχει διευρυνθεί το τελευταίο εξάμηνο σε πρωτοφανή επίπεδα.
Ύψος δημόσιου χρέους
Τα τελευταία 15 χρόνια το χρέος παρέμεινε στο 99% περίπου του ΑΕΠ, παρά την αναθεώρηση του ΑΕΠ και τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες για τη μείωσή του που επικράτησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως και το 2007 (δηλαδή τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, τη σημαντική πτώση των επιτοκίων έως και το 2005, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα έως και το 2001 και τα σημαντικά έσοδα από αποκρατικοποιήσεις). Η αναστροφή της πτωτικής τάσης του χρέους που παρατηρείται από το 2008 και μετά, οφείλεται στην εξασθένηση και τελικά στην ανατροπή των συνθηκών εκείνων που καθορίζουν την πορεία του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ. Το 2009 το δημόσιο χρέος ΓΚ έφθασε το 113,4% του ΑΕΠ, ενώ το 2010 προβλέπεται να φθάσει στο 124,9% του ΑΕΠ.
Πίνακας 1
Δημόσιο Χρέος Γενικής Κυβέρνησης (ως ποσοστό % του ΑΕΠ)
Ορισμός δημόσιου χρέους
Το δημόσιο χρέος είναι η ονομαστική αξία όλων των υφιστάμενων ακαθάριστων υποχρεώσεων του τομέα της γενικής κυβέρνησης, στο τέλος του έτους, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων των οποίων τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού βρίσκονται στην κατοχή του τομέα της γενικής κυβέρνησης. Το δημόσιο χρέος αποτελείται από τις υποχρεώσεις της γενικής κυβέρνησης στις ακόλουθες κατηγορίες: νομισματική κυκλοφορία και καταθέσεις, βραχυπρόθεσμοι τίτλοι, ομολογίες, λοιπά βραχυπρόθεσμα δάνεια, καθώς και μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια, σύμφωνα με τους ορισμούς του ΕΣΟΛ (Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών). Η ονομαστική αξία του ποσού μιας υποχρέωσης, στο τέλος του έτους, είναι η αναγραφόμενη επί του σχετικού τίτλου αξία. Η ονομαστική αξία μιας τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενης υποχρέωσης αντιστοιχεί στην αναγραφόμενη επί του σχετικού τίτλου αξία, προσαυξημένη κατά το ποσό του κεφαλαίου που έχει προκύψει από την τιμαριθμική αναπροσαρμογή στο τέλος του έτους.
Στην Ελλάδα η ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, αποτελεί τα τελευταία είκοσι χρόνια, βασικό στόχο της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Ο στόχος αυτός δεν επιτεύχθηκε ποτέ έως σήμερα. Το γεγονός ότι η δημοσιονομική πολιτική θα είχε πλέον το κύριο βάρος για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη ευρώ, καθιστούσε και καθιστά το δημόσιο χρέος μια από τις πλέον κρίσιμες μακροοικονομικές μεταβλητές για τη διαμόρφωση των υπόλοιπων δημοσιονομικών μεγεθών. Πέραν όμως αυτού, ο περιορισμός του θα συνεπάγεται την εξοικονόμηση σημαντικών πόρων, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση άλλων τομέων της οικονομίας.
Βασική πεποίθηση είναι ότι η πορεία μείωσης του χρέους, όπως αυτή καθορίζεται από τις μακρο-μικροοικονομικές μεταβλητές (προσαρμογές ελλείμματος/χρέους, διαφορά επιτοκίου/ρυθμού ανάπτυξης ΑΕΠ, κ.λπ.) δεν θα πρέπει να προσδιορίζεται αυτοτελώς, αλλά θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι επί μέρους δυναμικές που διέπουν το χρέος, η δομή του και το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον. Προς την κατεύθυνση αυτή, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σοβαρή πρόοδος τόσο από τη Διεύθυνση Δημόσιου Χρέους όσο και από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους και έχουν υιοθετηθεί νέες πολιτικές, δηλαδή: η άσκηση ενεργούς διαχείρισης του χρέους μέσω: πρώτον, της αναδιάρθρωσης του υφιστάμενου χρέους (εσωτερικού και εξωτερικού), με τη χρήση νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων και τη συμμετοχή νέων μέσων δανεισμού, ώστε να καταστεί ευέλικτο και αποτελεσματικό· δεύτερον, της επιμήκυνσης της μέσης διάρκειάς του, καθώς και της εξομάλυνσης των πληρωμών για την εξυπηρέτηση του, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του έτους, αλλά και στον χρονικό ορίζοντα των επόμενων ετών (η αύξηση της μέσης διάρκειας του χρέους έχει ως συνέπεια την ορθολογική κατανομή και τελικά τη διαχρονική μείωση των επιβαρύνσεων του προϋπολογισμού)· και τρίτον, της μείωσης του κόστους εξυπηρέτησής του με τη χρήση εξελιγμένων χρηματοπιστωτικών εργαλείων.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας
Η εν εξελίξει διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε με τον πλέον έντονο και σαφή τρόπο τους κινδύνους που εγκυμονεί για μια χώρα το ΔΧ (βλ. πίνακα 1 και πίνακας 2), ιδίως όταν παραμένει σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα εισήλθε στην ευρωζώνη με δημόσιο χρέος 102,9% του ΑΕΠ (ΔΧ = 140.047δις ευρώ, ΑΕΠ = 130.547δις ευρώ).
Παρά τη σημαντική μείωση του λόγου του χρέους εξαιτίας της αναθεώρησης του ΑΕΠ το 2007, αυτός παραμένει σε υψηλά επίπεδα (είναι ο δεύτερος κατά σειρά στην ΕΕ) και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές μακροοικονομικής ανισορροπίας.
Αποτελεί επίσης έναν από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους η διαφορά αποδόσεων των ελληνικών από τα γερμανικά ομόλογα έχει διευρυνθεί το τελευταίο εξάμηνο σε πρωτοφανή επίπεδα.
Ύψος δημόσιου χρέους
Τα τελευταία 15 χρόνια το χρέος παρέμεινε στο 99% περίπου του ΑΕΠ, παρά την αναθεώρηση του ΑΕΠ και τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες για τη μείωσή του που επικράτησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως και το 2007 (δηλαδή τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, τη σημαντική πτώση των επιτοκίων έως και το 2005, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα έως και το 2001 και τα σημαντικά έσοδα από αποκρατικοποιήσεις). Η αναστροφή της πτωτικής τάσης του χρέους που παρατηρείται από το 2008 και μετά, οφείλεται στην εξασθένηση και τελικά στην ανατροπή των συνθηκών εκείνων που καθορίζουν την πορεία του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ. Το 2009 το δημόσιο χρέος ΓΚ έφθασε το 113,4% του ΑΕΠ, ενώ το 2010 προβλέπεται να φθάσει στο 124,9% του ΑΕΠ.
Πίνακας 1
Δημόσιο Χρέος Γενικής Κυβέρνησης (ως ποσοστό % του ΑΕΠ)
Στον πίνακα 2 που ακολουθεί, εμφανίζεται η εξέλιξη του χρέους της Ελλάδας. Παρατηρείται ότι τα έτη 2007–2009 έχουμε μια σημαντικότατη αύξηση του χρέους που αποτελεί ένα σημείο άξιο διευκρινήσεως [3].
Πίνακας 2
Εξέλιξη χρέους Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ) (σε δις ευρώ)
Πίνακας 2
Εξέλιξη χρέους Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ) (σε δις ευρώ)
Στον Πίνακα 3 παρουσιάζονται οι παράγοντες προσδιορισμού του χρέους. Σημαντικό παράγοντα εκτός των τόκων αποτελεί και η συσσώρευση χρέους για τρίτους που υπολογίζεται κατευθείαν στο χρέος χωρίς να περνά από το έλλειμμα. Το σημείο αυτό δείχνει με επάρκεια το γιατί ενώ το δημόσιο χρέος αύξανε, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν σχετικά σταθεροποιημένο όλη αυτή την περίοδο μιας και αποτελεί το δείκτη που όλοι παρακολουθούν προσεκτικά για να συνάγουν συμπεράσματα για οποιαδήποτε οικονομία.
Πίνακας 3
Παράγοντες προσδιορισμού του Χρέους ΓΚ (σε δις ευρώ)
Πίνακας 3
Παράγοντες προσδιορισμού του Χρέους ΓΚ (σε δις ευρώ)
Στο σημείο αυτό μπορούμε να εξετάσουμε τις μεταβλητές που προσδιορίζουν τη μεταβολή του χρέους στην ελληνική οικονομία Συγκεκριμένα για κάθε μία από τις μεταβλητές μπορούν να αναφερθούν τα παρακάτω:
Ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας
Στον πίνακα 4 παρουσιάζεται ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1992–2009. Η ελληνική οικονομία τη συγκεκριμένη περίοδο παρουσιάζει κατά μέσο όρο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 2,6%. Όμως το 2008 παρουσίασε επιβράδυνση (-2,6%) σε σχέση με το 2007 (+4%) και το 2009 επίσης αρνητική μεγέθυνση (-2%), η οποία θα συνεχισθεί και το 2010, περίπου (-3%/-3,5% ),γεγονός που επιβαρύνει κατά τρόπο ουσιαστικό το λόγο ΓΧ/ΑΕΠ. Οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης του πρόσφατου παρελθόντος φαντάζουν μακρινό όνειρο για το προσεχές μέλλον. Επομένως, οι άμεσες μελλοντικές εξελίξεις στο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, σχετικά με τη συμμετοχή του στη μείωση του ΔΧ, είναι αρνητικές. Μάλιστα προς επιβεβαίωση αυτής της άποψης το ΑΕΠ της χώρας για το 2010 θα σημειώσει μείωση κατά 4%, ενώ σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις (συμπεριλαμβανόμενου του υπουργού Οικονομικών – ομιλία 26/10/2010, Κύπρος), το 2011 θα μειωθεί περαιτέρω κατά 3% περίπου. Δηλαδή τα έτη 2009, 2010 και 2011, το ΑΕΠ της χώρας θα υποχωρήσει κατά 10% περίπου. Θα πρέπει να σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι το ΑΕΠ αποτελεί το μέγεθος κλειδί για όλες τις μετρήσεις που αφορούν τα μακροοικονομικά μεγέθη. Η μεγέθυνση/μείωσή του επομένως συμβάλλει τα μέγιστα/χείριστα στην αποκατάσταση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και στην επίτευξη των όποιων στόχων τίθενται.
Πίνακας 4
Ρυθμός μεγέθυνσης ΑΕΠ (ως ποσοστό %)
Ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας
Στον πίνακα 4 παρουσιάζεται ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1992–2009. Η ελληνική οικονομία τη συγκεκριμένη περίοδο παρουσιάζει κατά μέσο όρο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 2,6%. Όμως το 2008 παρουσίασε επιβράδυνση (-2,6%) σε σχέση με το 2007 (+4%) και το 2009 επίσης αρνητική μεγέθυνση (-2%), η οποία θα συνεχισθεί και το 2010, περίπου (-3%/-3,5% ),γεγονός που επιβαρύνει κατά τρόπο ουσιαστικό το λόγο ΓΧ/ΑΕΠ. Οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης του πρόσφατου παρελθόντος φαντάζουν μακρινό όνειρο για το προσεχές μέλλον. Επομένως, οι άμεσες μελλοντικές εξελίξεις στο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, σχετικά με τη συμμετοχή του στη μείωση του ΔΧ, είναι αρνητικές. Μάλιστα προς επιβεβαίωση αυτής της άποψης το ΑΕΠ της χώρας για το 2010 θα σημειώσει μείωση κατά 4%, ενώ σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις (συμπεριλαμβανόμενου του υπουργού Οικονομικών – ομιλία 26/10/2010, Κύπρος), το 2011 θα μειωθεί περαιτέρω κατά 3% περίπου. Δηλαδή τα έτη 2009, 2010 και 2011, το ΑΕΠ της χώρας θα υποχωρήσει κατά 10% περίπου. Θα πρέπει να σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι το ΑΕΠ αποτελεί το μέγεθος κλειδί για όλες τις μετρήσεις που αφορούν τα μακροοικονομικά μεγέθη. Η μεγέθυνση/μείωσή του επομένως συμβάλλει τα μέγιστα/χείριστα στην αποκατάσταση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και στην επίτευξη των όποιων στόχων τίθενται.
Πίνακας 4
Ρυθμός μεγέθυνσης ΑΕΠ (ως ποσοστό %)
Επιτόκιο δανεισμού δημόσιου χρέους
Η εξέλιξη του μέσου σταθμικού επιτοκίου δανεισμού του Δημοσίου παρουσιάζεται στον πίνακα 5. Από το 6,2% το 2000, το μέσο σταθμικό επιτόκιο έπεσε στο 3,1% το 2005. Από το έτος αυτό το μέσο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου αυξήθηκε βαθμιαία σε 4,6% το 2008, ενώ το 2009 έκλεισε στο 4,1%.Θα πρέπει να σημειωθεί ότι την περίοδο 2007–2009 το μέσο επιτόκιο μειώθηκε χάρη στην έκδοση έντοκων γραμματίων με πολύ χαμηλό επιτόκιο. Το 2010 όμως το μέσο επιτόκιο δανεισμού εκτινάχθηκε στο 6,2%. Επομένως, και οι εξελίξεις στο μέτωπο των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου είναι αρνητικές για το άμεσο μέλλον παρότι το ΜΣΕ δανεισμού θα είναι σαφώς χαμηλότερο από το επίπεδα του σημερινού δανεισμού [4].
Το μέσο σταθμικό κόστος δανεισμού για τα έντοκα γραμμάτια που εκδόθηκαν τον Απρίλιο, Ιούλιο και Σεπτέμβριο ανήλθε σε 4,12%, 4,32% και 4,60% αντίστοιχα (σε ετήσια βάση), έναντι 1,74% για τις σχετικές εκδόσεις του Ιανουαρίου 2010. Η αύξηση του μέσου σταθμικού κόστους τον Σεπτέμβριο του 2010 προήλθε ουσιαστικά από το επιτόκιο των εξάμηνων έντοκων γραμματίων, το οποίο αυξήθηκε από 4,65% τον Ιούλιο σε 4,82% τον Σεπτέμβριο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μεσοσταθμικός υπολογισμός του συγκεκριμένου επιτοκίου καλύπτει το γεγονός της μείωσης του επιτοκίου στην έκδοση των τρίμηνων γραμματίων (3,98% τον Σεπτέμβριο, έναντι 4,05% τον Ιούλιο) [5].
Πίνακας 5
Μέσο Σταθμικό Κόστος (ΜΣΚ) και Μέση Σταθμική Διάρκεια (ΜΣΔ) ετήσιου δανεισμού.
Πρωτογενή ελλείμματα
Στο μέτωπο των πρωτογενών ελλειμμάτων η κατάσταση απεικονίζεται στον πίνακα 6. Ενώ τα πρώτα έτη πριν από την είσοδο στη ζώνη του ευρώ η ελληνική οικονομία παρουσίασε πρωτογενή πλεονάσματα, ουσιαστικά μετά το 2001 ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσιάζει πρωτογενή ελλείμματα τα οποία επιβαρύνουν ευθέως το χρέος της γενικής κυβέρνησης. Η προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ για το 2010 φαντάζει δυσκολότερος, καθώς αυξάνεται συνεχώς η καθυστέρηση ανταπόκρισης από τη μεριά των εσόδων. Παράλληλα, τα πρωτογενή αποτελέσματα την περίοδο πριν την ένταξη στην ευρωζώνη αποτελούν ό,τι καλύτερο μπορεί να επιδείξει ιστορικά η ελληνική οικονομία, όμως σε συνθήκες υψηλού ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ και χωρίς να υπολογίσουμε τη «δημιουργική λογιστική» που χρησιμοποιήθηκε την περίοδο αυτή. Πάντως έχουμε την άποψη –για να μην πούμε την πεποίθηση– ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα αυτής της περιόδου αποτελούν «ταβάνι» για την ελληνική οικονομία που δύσκολα θα επιτύχει στο προσεχές, αλλά και στο απώτερο μέλλον.
Πίνακας 6
Πρωτογενή αποτελέσματα κρατικού προϋπολογισμού (ως % του ΑΕΠ)
Δημοσιονομική κατάσταση
Στον πίνακα 7 που ακολουθεί, παρουσιάζεται η εικόνα των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μεγέθη της ευρωζώνης και της ΕΕ-27. Από τα στοιχεία του πίνακα συνάγονται τα ακόλουθα:
Η εξέλιξη των δαπανών
Αν δεχτούμε ως μέτρο σύγκρισης τον μ.ο. των χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ, οι δαπάνες του ελληνικού κράτους την περίοδο 2000–2008 κυμαίνονται περίπου στον μ.ο. Δεν παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις. Το ερώτημα είναι αν θα πρέπει να επιλεγεί αυτό το μέτρο σύγκρισης ή το μέτρο σύγκρισης θα πρέπει να είναι το ύψος των εσόδων που πραγματοποιούνται σε πραγματικές συνθήκες στην ελληνική οικονομία. Δηλαδή, στα πραγματικά έσοδα και όχι σε τι ευελπιστεί ότι θα εισπράξει το ελληνικό Δημόσιο με βάση τους προϋπολογισμούς. Ο συλλογισμός αυτός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αν οι δαπάνες προϋπολογίζονταν με βάση τα «πραγματικά» έσοδα, τα δημοσιονομικά της χώρας δεν θα είχαν οδηγηθεί στη σημερινή κατάσταση. Η αποκλειστική ευθύνη ανήκει στις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ πρωτίστως και σε αυτές της ΝΔ δευτερεύοντος.
Πίνακας 7
Δημοσιονομικά ελλείμματα, έσοδα και έξοδα της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ – ΕΛΛΑΔΑ Ευρωζώνη ΕΕ-27
Η υστέρηση εσόδων
Η υστέρηση εσόδων της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την ευρωζώνη για την περίοδο 1996–2009 είναι περίπου 5,3 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα 8. Αυτό σημαίνει ότι αν γίνει μια τυπική σύγκριση μεταξύ του μ.ο. των διάφορων οικονομιών της ευρωζώνης και της ελληνικής (αυτό συνιστά καταρχάς σφάλμα, δεδομένου ότι δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας και συγκεκριμένα ο μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολούμενων και ο μικρότερος αριθμός των μισθωτών) σχετικά με το ύψος των εσόδων ως ποσοστό % του ΑΕΠ, παρατηρείται σημαντική υστέρηση. Για πολλούς μελετητές αυτό αποτελεί και το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Η αδυναμία δηλαδή της ελληνικής πολιτείας να εισπράξει έσοδα σύμφωνα με την παραγωγή του εισοδήματος. Βεβαίως, ανεξαρτήτως αυτού ισχύουν τα όσα αναφέραμε προηγουμένως σχετικά με τις δαπάνες.
Πίνακας 8
Υστέρηση εσόδων Ελλάδας σε σχέση με το μ.ο. των χωρών της ευρωζώνης (ως % του ΑΕΠ)
Συσσώρευση χρέους για λογαριασμό τρίτων
Σημειώνεται ότι το χρέος παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα όχι μόνο λόγω των ετήσιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά και των σημαντικών «προσαρμογών ελλείμματος–χρέους». Πρόκειται για συναλλαγές του προϋπολογισμού, οι οποίες, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς, δεν καταγράφονται στο έλλειμμα, αλλά αυξάνουν το δημόσιο χρέος. Οι συναλλαγές αυτές παρουσιάζονται στον πίνακα 9 και αφορούν τη συσσώρευση και μεταφορά χρέους από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα στην κεντρική κυβέρνηση.
Πίνακας 9
Συσσώρευση χρεών για λογαριασμό τρίτων (1992–1999 σε δις δραχμές, 2000–2009 σε εκατομμύρια ευρώ – ανεξόφλητα υπόλοιπα χρεών την 31/12 εκάστου έτους)
Όσον αφορά τα δάνεια οικονομικής εξυγίανσης, βλ. υποσημείωση [6].
Έσοδα από αποκρατικοποιήσεις
Σχετικά με τα ποσά των αποκρατικοποιήσεων που χρηματοδότησαν το χρέος, αυτά ανέρχονται σε περίπου 23.675,86 εκατομμύρια ευρώ την περίοδο 1991–2008. Παρά το σημαντικό αυτό ποσό το χρέος συνεχίζει να μην μειώνεται, αλλά αντιθέτως να αυξάνει (βλ. πίνακα 10).
Πίνακας 10
Εξέλιξη εσόδων από αποκρατικοποιήσεις: 1998–2008 (σε εκατ. ευρώ)
Διάγραμμα 1
Εγγυημένα από το Δημόσιο δάνεια και καταπτώσεις δανείων
Σημειώνεται τέλος ότι τα εγγυημένα από το Δημόσιο δάνεια δεν περιλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος, παρά μόνο εάν και όταν καταπέσουν, οπότε το αυξάνουν. Τα εγγυημένα από το Δημόσιο δάνεια έφθασαν στο τέλος του 2008 στα 22.200 εκατ. ευρώ (ή 9% του ΑΕΠ). Το ποσό αυτό ενδέχεται έως το τέλος του τρέχοντος έτους να αυξηθεί περαιτέρω στο βαθμό που οι τράπεζες θα κάνουν χρήση της δυνατότητας δανεισμού από τη διατραπεζική αγορά με την εγγύηση του Δημοσίου.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, το υπόλοιπο των εγγυημένων δανείων θα αυξηθεί περαιτέρω ύστερα από τη ρύθμιση των χρεών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους.
Ανάλυση των μεταβολών του λόγου του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ
Πίνακας 11
Ανάλυση των μεταβολών του λόγου του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ (εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ)
Σημειώνεται τέλος ότι τα εγγυημένα από το Δημόσιο δάνεια δεν περιλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος, παρά μόνο εάν και όταν καταπέσουν, οπότε το αυξάνουν. Τα εγγυημένα από το Δημόσιο δάνεια έφθασαν στο τέλος του 2008 στα 22.200 εκατ. ευρώ (ή 9% του ΑΕΠ). Το ποσό αυτό ενδέχεται έως το τέλος του τρέχοντος έτους να αυξηθεί περαιτέρω στο βαθμό που οι τράπεζες θα κάνουν χρήση της δυνατότητας δανεισμού από τη διατραπεζική αγορά με την εγγύηση του Δημοσίου.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, το υπόλοιπο των εγγυημένων δανείων θα αυξηθεί περαιτέρω ύστερα από τη ρύθμιση των χρεών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους.
Ανάλυση των μεταβολών του λόγου του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ
Πίνακας 11
Ανάλυση των μεταβολών του λόγου του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ (εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ)
Δαπάνες Εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους
Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα 12 παρατηρούνται τα ακόλουθα:
• Την περίοδο 2007–2009 παρουσιάζεται μια σημαντικότατη αύξηση των δαπανών για την εξυπηρέτηση του βραχυπρόθεσμου χρέους, η οποία προσομοιάζει έντονα στην περίοδο 1995–1999.
• Η σημαντικότατη αύξηση των συνολικών δαπανών για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους την περίοδο 2007–2009 οφείλεται επί της ουσίας –δεδομένου ότι παρατηρείται συγχρόνως και αύξηση των δαπανών για την εξυπηρέτηση του μακροχρονίου χρέους (ρυθμός μεγέθυνσης: 2006/2007 = 22,4%, 2007/2008 = 17,3%, 2008/2009 = 10,4%)– στη σημαντικότατη αύξηση των δαπανών για την εξυπηρέτηση του βραχυπρόθεσμου χρέους. Την ενδιάμεση περίοδο παρουσίασαν φθίνουσα πορεία, για να φθάσουν στο κατώτατο σημείο το έτος 2002 και στη συνέχεια άρχισε εκ νέου μια αυξητική πορεία.
• Ως ποσοστό του ΑΕΠ οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους παρουσιάζουν αύξηση την περίοδο 2007–2009 αγγίζοντας το 33,4% το 2009. Το 1995 και το 1996 ανέρχονταν στο 42,5% του ΑΕΠ. Το 2006 βρίσκονταν στο κατώτατο σημείο της συγκεκριμένης περιόδου ανερχόμενες στο 16% του ΑΕΠ.
• Οι καταβαλλόμενες δαπάνες εξυπηρέτησης την περίοδο 1995–2006 σε απόλυτους αριθμούς, παρέμειναν ουσιαστικά στο ίδιο επίπεδο. Την περίοδο 2007–2009 ουσιαστικά διπλασιάστηκαν λόγω της αύξησης των βραχυπροθέσμων δαπανών.
Πίνακας 12
Δαπάνες εξυπηρέτησης συνολικού δημόσιο χρέους (σε εκατ. ευρώ)
Πίνακας 13
Δαπάνες εξυπηρέτησης μακροπρόθεσμου δημόσιου χρέους (σε εκατ. ευρώ)
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους ουσιαστικά είναι οι δαπάνες για τόκους. Οι υπόλοιπες «δαπάνες» αφορούν σε αναχρηματοδότηση των χρεολυσίων που λήγουν και από τη στιγμή που οι χρηματοπιστωτικές αγορές δέχονται να τις αναχρηματοδοτήσουν αποτελούν δάνεια. Επίσης οι δαπάνες εξυπηρέτησης του βραχυπρόθεσμου χρέους ουσιαστικά, χωρίς να υποτιμούνται καθόλου ως μέγεθος αλλά και ως δαπάνη αυτή καθαυτή σε κανονικές συνθήκες αποτελούν ένα είδος ανακυκλούμενου ετήσιου πιστωτικού ορίου μέσω του οποίου χρηματοδοτούνται «ανάγκες κυκλοφοριακού κεφαλαίου» κατά την τραπεζική ορολογία των επιχειρηματικών πιστοδοτήσεων. Για αυτό άλλωστε το Υπουργείο Οικονομικών μπορεί και δανείζεται με αυτό τον τρόπο ακόμη και τώρα που έχει αποκλεισθεί από τις ομολογιακές αγορές.
Οι ευρωπαϊκές εξελίξεις – Δημοσιονομικά ελλείμματα – Δημόσιο χρέος – Εξωτερικά ισοζύγια
Δημοσιονομική κατάσταση
Η μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη σε πολλές περιοχές του πλανήτη καταπολεμήθηκε κυρίως με διοικητικού τύπου αντικυκλικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές και μέσω των αυτόματων σταθεροποιητικών μηχανισμών που δημιουργούνται.
Στις αναπτυγμένες οικονομίες τα δημοσιονομικά ελλείμματα διευρύνθηκαν στο 5% ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2007–2009 από λιγότερο του 3% την περίοδο 2000–2006 και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα ανέλθουν στο 9% το 2010. Αντιθέτως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες το δημοσιονομικό έλλειμμα παρέμεινε την περίοδο 2007–2009 στο 2% όπως και την περίοδο 2000–2006.(βλ. διάγραμμα 2). Όμως το δημοσιονομικό έλλειμμα σε αυτές τις οικονομίες θα αυξηθεί το 2010 στο 4% του ΑΕΠ [7].
Η οικονομική κρίση και η μεγάλη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας είχαν, όπως αναμενόταν, δυσμενείς επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά των κρατών-μελών της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ.
Για τη ζώνη του ευρώ ως σύνολο, το έλλειμμα του τομέα της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι υπερτριπλασιάστηκε το 2009 (βλ. πίνακα 14) σε 6,4% του ΑΕΠ από 2% το 2008, ενώ προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα αυξηθεί περαιτέρω το 2010 σε 6,9% του ΑΕΠ [8]. Στις 2 Νοεμβρίου 2009 το Συμβούλιο ECOFIN αποφάσισε να ενεργοποιήσει τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ) για οκτώ χώρες-μέλη της ευρωζώνης, δηλαδή το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία (καθώς και για το Ηνωμένο Βασίλειο, από τις εκτός ζώνης του ευρώ χώρες της ΕΕ). Όσον αφορά την Ελλάδα, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι τα μέτρα τα οποία έλαβε η Ελλάδα για να ανταποκριθεί στις συστάσεις του Συμβουλίου του Απριλίου 2009, όταν ενεργοποιήθηκε η ΔΥΕ, δεν υπήρξαν επαρκή. Στις 16 Φεβρουαρίου 2010 το Συμβούλιο ECOFIN όρισε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να θέσει τέρμα στο υπερβολικό της έλλειμμα μέχρι το 2012, θέτοντας ως ενδιάμεσο στόχο τη μείωση του ελλείμματος κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες, στο 8,7% του ΑΕΠ το 2010. Μόνο τρεις χώρες-μέλη –η Κύπρος, το Λουξεμβούργο και η Φινλανδία– παραμένουν εκτός της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.
Σημειώνεται ωστόσο ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και με την υπόθεση αμετάβλητης οικονομικής πολιτικής, το 2010 το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα υπερβεί την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ σε όλες τις χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ. Η δυσμενής δημοσιονομική θέση δεν προβλέπεται να βελτιωθεί στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες το 2010. Το δημοσιονομικό έλλειμμα στις 30 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ εκτιμάται ότι θα παραμείνει πολύ υψηλό (8,3% του ΑΕΠ από 8,2% το 2009), ενώ στη ζώνη του ευρώ θα επιδεινωθεί (6,7% του ΑΕΠ από 6,1% το 2009). Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να υποχωρήσει ελαφρώς στις ΗΠΑ (10,7% του ΑΕΠ), ενώ θα διευρυνθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο (13,3%), στη Γαλλία (8,6%) και στην Ιαπωνία (8,2%).
Πίνακας 14
Δημοσιονομικά ελλείμματα (% του ΑΕΠ) +/- πλεόνασμα/έλλειμμα
Διάγραμμα 2
Νομισματική πολιτική [9]
Με τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής παρασχέθηκε άφθονη ρευστότητα, καθώς η ζήτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων για χρηματοδοτικούς πόρους ικανοποιήθηκε χωρίς ποσοτικό περιορισμό, ενώ το κόστος χρηματοδότησης για τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν πολύ χαμηλό. Συγκεκριμένα, η χρησιμοποίηση μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής επέτρεψε διπλασιασμό της άντλησης ρευστότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω των πράξεων ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος, από 449 δις ευρώ στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2008 (4,8% του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ το 2008) σε 897 δις ευρώ (10% του ΑΕΠ το 2009) στα τέλη Ιουνίου 2009. Ακολούθως, η χορηγούμενη προς τα πιστωτικά ιδρύματα ρευστότητα μειώθηκε, και στις αρχές Μαρτίου 2010 διαμορφώθηκε σε 725 δις ευρώ, δηλ. περίπου 8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2010.
Συγκεκριμένα το 2009 το ευρωσύστημα χρησιμοποίησε μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, επιπλέον των μορφών παρέμβασης στη διατραπεζική αγορά που είχαν υιοθετηθεί ήδη από τον Οκτώβριο του 2008. Ειδικότερα:
• Διεξήχθησαν τρεις πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας ενός έτους, 12 πράξεις εξάμηνης διάρκειας, 24 πράξεις τρίμηνης διάρκειας και 12 πράξεις με διάρκεια μία περίοδο τήρησης.
• Από τον Ιούλιο το ευρωσύστημα άρχισε να πραγματοποιεί αγορές καλυμμένων ομολογιών που εκδίδουν οι τράπεζες. Οι ομολογίες αυτές βασίζονται σε ομάδες από δάνεια τα οποία έχουν χορηγήσει τα πιστωτικά ιδρύματα που τις εκδίδουν και παρέχουν διπλή εξασφάλιση στους ομολογιούχους. Οι ομολογιούχοι, σε αντίθεση με τους κατόχους άλλων τίτλων που βασίζονται σε τραπεζικά δάνεια, π.χ. των δομημένων ομολόγων, θεωρούνται πιστωτές της τράπεζας. Επιπλέον, οι ομολογιούχοι έχουν προνομιακή απαίτηση –δηλαδή, κατά προτεραιότητα έναντι όλων των υπόλοιπων πιστωτών της τράπεζας– επί των δανείων που αποτελούν το κάλυμμα των ομολογιών, τα οποία μάλιστα επιλέγονται ώστε να είναι σχετικώς ασφαλή. Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2010 το ευρωσύστημα είχε αποκτήσει καλυμμένες ομολογίες συνολικής αξίας περίπου 39 δις ευρώ.
• Επίσης από τον Ιούλιο δόθηκε στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων η δυνατότητα να αντλεί ρευστότητα από το ευρωσύστημα.
Μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής [10]
Για το έτος 2010, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ εξακολούθησε να εφαρμόζει μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής [11]. Τα μέτρα αυτά επιχειρούν να συντελέσουν στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, την οποία έθεσε σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική κρίση, και στη βελτίωση των συνθηκών στη διατραπεζική αγορά όπου η χρηματοπιστωτική κρίση προκάλεσε εντάσεις.
Την περίοδο Ιανουαρίου–Απριλίου 2010 ορισμένα μη συμβατικά μέτρα, τα οποία είχαν εφαρμοστεί τα προηγούμενα έτη, άρθηκαν, δεδομένης της σταδιακής ομαλοποίησης των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία είχε ξεκινήσει μετά τις αρχές του 2009.
Ωστόσο, τον Μάιο του 2010 παρουσιάστηκαν εκ νέου εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές εξαιτίας των ανησυχιών σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση σε ορισμένα κράτη-μέλη. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις εντάσεις, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ επανενεργοποίησε ορισμένα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής και θέσπισε το Πρόγραμμα για τις Αγορές Τίτλων [12].
Η εφαρμογή των μέτρων αυτών από το ευρωσύστημα, καθώς και η θέσπιση στις 9 Μαΐου 2010 από το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (Ecofin) και τα κράτη-μέλη μιας δέσμης μέτρων για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης, συμβάλλουν στον προοδευτικό περιορισμό των εντάσεων.
Οι εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές που, όπως προαναφέρθηκε, έλαβαν σημαντική έκταση στις αρχές Μαΐου του 2010, διατάραξαν την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης των επιδράσεων της νομισματικής πολιτικής. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έκρινε ότι η εξέλιξη αυτή ήταν δυνατόν να δυσχεράνει την αποτελεσματική άσκηση νομισματικής πολιτικής προσανατολισμένης προς την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, στις 9 Μαΐου 2010, επανέφερε ορισμένα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής [13] και επιπλέον θέσπισε σε προσωρινή βάση ένα πρόγραμμα για την ομαλοποίηση των αγορών τίτλων, το «Πρόγραμμα για τις Αγορές Τίτλων». Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, το ευρωσύστημα πραγματοποίησε παρεμβάσεις με σκοπό την απόκτηση κρατικών ομολόγων και ιδιωτικών χρεογράφων εκφρασμένων σε ευρώ [14]. Το Πρόγραμμα για τις Αγορές Τίτλων αποσκοπεί στην εξασφάλιση επαρκούς βάθους και την ενίσχυση της ρευστότητας σε εκείνες τις αγορές τίτλων οι οποίες παρουσιάζουν δυσλειτουργίες. Μέχρι το τέλος της πρώτης εβδομάδας του Οκτωβρίου 2010, το ευρωσύστημα είχε προβεί σε αγορές τίτλων συνολικής αξίας 63,3 δις ευρώ [15].
Η αύξηση της συνολικής ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος την οποία συνεπάγεται η απόκτηση χρεογράφων εκ μέρους του Ευρωσυστήματος εξουδετερώνεται μέσω άλλων έκτακτων πράξεων ανοικτής αγοράς. Αυτές συντελούν στην απορρόφηση της ρευστότητας η οποία δημιουργήθηκε από τις προηγηθείσες αγορές χρεογράφων, ώστε η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής να παραμένει αμετάβλητη. Πράγματι, κάθε εβδομάδα το ευρωσύστημα διενεργεί ταχεία δημοπρασία (Quick Tender) ανταγωνιστικού επιτοκίου, με ανώτατο επιτόκιο 1%, για τη συγκέντρωση καταθέσεων, διάρκειας μίας εβδομάδας, από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες πράξεις ανοικτής αγοράς, οι αγορές καλυμμένων ομολογιών ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2010.
Το ευρωσύστημα θα συνεχίσει να διακρατεί στο χαρτοφυλάκιό του μέχρι τη λήξη τους τις καλυμμένες ομολογίες που απέκτησε.
Αρχικά, τον Δεκέμβριο του 2009, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είχε ανακοινώσει ότι το 2010 θα διεξαγόταν μόνο μία τελευταία πράξη εξάμηνης διάρκειας, στις 31 Μαρτίου. Ωστόσο, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των εντάσεων που προαναφέρθηκαν, στις 12 Μαΐου 2010 διενεργήθηκε μία ακόμη πράξη εξάμηνης διάρκειας. Μέσω αυτών των πράξεων τα πιστωτικά ιδρύματα άντλησαν ρευστότητα χωρίς ποσοτικό περιορισμό [16], ενώ το επιτόκιο με το οποίο θα επιβαρυνθούν θα υπολογιστεί εκ των υστέρων με ειδικό τρόπο [17].
Όσον αφορά τις πράξεις διάρκειας τριών μηνών, όπως είχε καθοριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο του 2009, το πρώτο τρίμηνο του 2010 οι πράξεις αυτές εξακολούθησαν να διεξάγονται μέσω δημοπρασιών με σταθερό επιτόκιο και χωρίς ποσοτικό περιορισμό. Όμως, τον Μάρτιο του 2010 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε οι εν λόγω πράξεις να διενεργούνται, από τις 28 Απριλίου 2010 και εξής, μέσω δημοπρασιών ανταγωνιστικού επιτοκίου, δηλαδή με τη διαδικασία που εφαρμοζόταν και πριν από τον Οκτώβριο του 2008. Πράγματι, η διαδικασία αυτή ακολουθήθηκε σε σχέση με την πράξη τρίμηνης διάρκειας που διεξήχθη στα τέλη Απριλίου του 2010.
Ωστόσο, στις 9 Μαΐου και 10 Ιουνίου 2010 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των πρόσφατων εντάσεων, αποφάσισε οι πράξεις τρίμηνης διάρκειας στα τέλη των μηνών Μαΐου–Σεπτεμβρίου 2010 να διενεργηθούν μέσω δημοπρασιών σταθερού επιτοκίου χωρίς ποσοτικό περιορισμό στη χορήγηση χρηματοδότησης προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Πιο πρόσφατα, στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να χορηγηθεί ρευστότητα χωρίς ποσοτικό περιορισμό και μέσω των πράξεων τρίμηνης διάρκειας οι οποίες θα πραγματοποιηθούν στα τέλη των μηνών Οκτωβρίου–Δεκεμβρίου 2010, με επιτόκιο όμως το οποίο θα υπολογιστεί με ειδικό τρόπο, ανάλογο με εκείνον που εφαρμόστηκε στην περίπτωση των πράξεων εξάμηνης διάρκειας, όπως εκτέθηκε παραπάνω.
Τέλος, όσον αφορά τις πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης με διάρκεια
μία περίοδο τήρησης (δηλαδή περίπου τριάντα ημέρες) [18] και τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης (διάρκειας μίας εβδομάδας), το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είχε αποφασίσει τον Δεκέμβριο του 2009 να εξακολουθήσουν να διεξάγονται μέσω της διαδικασίας των δημοπρασιών με σταθερό επιτόκιο και χωρίς ποσοτικό περιορισμό στη χορήγηση της ρευστότητας για όσο χρόνο κρίνεται αναγκαίο και τουλάχιστον μέχρι τις 13 Απριλίου 2010.
Τον Μάρτιο του 2010, η προθεσμία αυτή παρατάθηκε μέχρι τις 12 Οκτωβρίου 2010. Τον Σεπτέμβριο του 2010 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έδωσε νέα παράταση στη διεξαγωγή των πράξεων με διάρκεια μία περίοδο τήρησης και των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης μέσω της εν λόγω διαδικασίας, τουλάχιστον μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 2011.
Τον Απρίλιο, τον Μάιο και τον Ιούλιο του 2010, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έλαβε σημαντικές αποφάσεις σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία τα πιστωτικά ιδρύματα δικαιούνται να προσφέρουν ως εξασφαλίσεις έναντι της χρηματοδότησης που αντλούν από το ευρωσύστημα.
Ορισμένες κατηγορίες χρεογράφων είχαν περιληφθεί στις αποδεκτές εξασφαλίσεις για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2008 [19]. Αυτό ήταν ένα μέτρο που συνέβαλε στη διεύρυνση του συνόλου των αποδεκτών εξασφαλίσεων με στόχο να διευκολυνθεί η αντιμετώπιση της τότε έξαρσης της χρηματοπιστωτικής αναταραχής. Τον Απρίλιο του 2010 αποφασίστηκε ότι η ισχύς αυτού του μέτρου θα λήξει στο τέλος του 2010.
Άλλο μέτρο μέσω του οποίου διευρύνθηκε το σύνολο των αποδεκτών εξασφαλίσεων ήταν η μείωση, από τον Οκτώβριο του 2008, της ελάχιστης πιστωτικής διαβάθμισης η οποία απαιτείται από ένα στοιχείο προκειμένου να γίνεται αποδεκτό ως εξασφάλιση από το ευρωσύστημα. Συγκεκριμένα, η ελάχιστη επιτρεπτή πιστωτική διαβάθμιση είχε μειωθεί από Α- σε ΒΒΒ-, με βάση την κλίμακα που χρησιμοποιείται από τους οίκους Fitch και Standard & Poor’s ή ισοδύναμα Βaa3 με βάση την κλίμακα που χρησιμοποιείται από τον οίκο Moody’s.
Τον Απρίλιο του 2010 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε ότι η μείωση αυτή θα εξακολουθήσει να ισχύει και μετά το τέλος του 2010. Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε (Μάιος 2010) ότι η ελάχιστη πιστωτική διαβάθμιση δεν θα εφαρμόζεται στην περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα προσφέρουν ως εξασφαλίσεις τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα τα οποία έχουν εκδοθεί από το Ελληνικό Δημόσιο ή εμπορεύσιμα χρεόγραφα τα οποία καλύπτονται από εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Το ευρωσύστημα θα χορηγεί χρηματοδότηση έναντι των εν λόγω τίτλων ανεξάρτητα από τις πιστωτικές διαβαθμίσεις τις οποίες τυχόν τους αποδώσουν οι οίκοι πιστωτικής αξιολόγησης. Για τη λήψη αυτής της απόφασης συνεκτιμήθηκε η αξιολόγηση ως κατάλληλου του προγράμματος οικονομικής και χρηματοπιστωτικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, και η αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα αυτό απαρέγκλιτα.
Νωρίτερα, τον Απρίλιο του 2010, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είχε ανακοινώσει ότι πρόκειται να προσδιοριστεί ειδική κλίμακα περικοπών αποτίμησης για τις εξασφαλίσεις με πιστωτική διαβάθμιση μεταξύ ΒΒΒ+ και ΒΒΒ-, εκτός των κρατικών ομολόγων [20].
Η ειδική κλίμακα εξειδικεύθηκε λεπτομερώς τον Ιούλιο του 2010 και θα ισχύσει από 1ης Ιανουαρίου 2011. Βάσει αυτής, το ποσοστό περικοπής κυμαίνεται ανάλογα με την εναπομένουσα διάρκεια και το βαθμό ρευστότητας του στοιχείου. Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2011, προκειμένου να υπολογιστούν τα ποσοστά περικοπής στα στοιχεία με πιστωτική διαβάθμιση μεταξύ ΒΒΒ+ και ΒΒΒ-, τα ποσοστά περικοπής τα οποία προκύπτουν από τα λοιπά –εκτός πιστωτικής διαβάθμισης– χαρακτηριστικά των στοιχείων (το βαθμό ρευστότητας, την εναπομένουσα διάρκεια, τον τύπο του τοκομεριδίου [21] κ.λπ.) με βάση την ισχύουσα κλίμακα (για στοιχεία με διαβάθμιση μεταξύ ΑΑΑ και Α-) προσαυξάνονται με 5%. Για κρατικούς τίτλους ή χρεόγραφα που έχουν εκδοθεί από κεντρικές τράπεζες με πιστωτική διαβάθμιση μεταξύ ΒΒΒ+ και ΒΒΒ-, το ποσοστό περικοπής θα υπολογίζεται και μετά την 1η Ιανουαρίου 2011 με πρόσθεση ποσοστού 5% στο ποσοστό περικοπής που προκύπτει από την ισχύουσα κλίμακα για αντίστοιχα στοιχεία με πιστωτική διαβάθμιση μεταξύ ΑΑΑ και Α-.
Το πρώτο τρίμηνο του 2010 συνεχίστηκε η αποκλιμάκωση του επιτοκίου Euribor τριών μηνών, το οποίο είναι αντιπροσωπευτικό των επιτοκίων στα διατραπεζικά δάνεια στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2010 το επιτόκιο αυτό άρχισε να εμφανίζει αύξηση η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές Αυγούστου 2010.
Το δίμηνο Αυγούστου–Σεπτεμβρίου 2010 το επιτόκιο Euribor τριών μηνών παρουσίασε ελαφρά κάμψη. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι και την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου του 2010 το Euribor τριών μηνών σημείωσε εκ νέου αύξηση. Το εν λόγω επιτόκιο εξακολουθεί να βρίσκεται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα [22] και να υπολείπεται του αναμενόμενου πληθωρισμού. Στις αρχές Μαΐου 2010, αύξηση άρχισε να εμφανίζει και η διαφορά (spread) μεταξύ του επιτοκίου Euribor και του σταθερού επιτοκίου στις συμφωνίες ανταλλαγής (διάρκειας τριών μηνών) του επιτοκίου μίας ημέρας (Οvernight Ιndex Swaps) [23]. Η αύξηση αυτή συνεχίστηκε με έντονες διακυμάνσεις μέχρι και τα τέλη Αυγούστου. Τον Σεπτέμβριο του 2010 η διαφορά ακολούθησε πτωτική πορεία, αυξήθηκε όμως πάλι την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου.
Η εξέλιξη της εν λόγω διαφοράς (ιδίως το τετράμηνο Μαΐου–Αυγούστου 2010) υποδηλώνει εκτιμήσεις, εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία συναλλάσσονται στη διατραπεζική αγορά, ότι έχει αυξηθεί κάπως ο κίνδυνος τον οποίο ενέχουν οι τοποθετήσεις στη διατραπεζική αγορά, μάλλον λόγω αύξησης του κινδύνου αντισυμβαλλομένου [24].
Είναι πιθανόν οι εκτιμήσεις αυτές να συνδέονται με τις προαναφερθείσες ανησυχίες σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση σε ορισμένα κράτη-μέλη. Στην αύξηση του επιτοκίου Euribor συνετέλεσε και ο περιορισμός του πλεονάσματος ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά από τα τέλη Ιουνίου του 2010.
Η απότομη άνοδος του επιτοκίου αυτού από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι και τις αρχές Οκτωβρίου του 2010 σχετίζεται κυρίως με την ταυτόχρονη λήξη τριών πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, η οποία συνέβαλε σε περαιτέρω μείωση του πλεονάσματος ρευστότητας.
Την περίοδο Ιανουαρίου–Ιουνίου 2010 σημειώθηκε προοδευτική αύξηση της άντλησης ρευστότητας εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων κυρίως μέσω των πράξεων ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος, η οποία ήταν ιδιαίτερα έντονη από τα τέλη Απριλίου μέχρι τα τέλη Ιουνίου. Ειδικότερα, η άντληση ρευστότητας μέσω των πράξεων κύριας και πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος αυξήθηκε από περίπου 749 δις ευρώ στα τέλη Δεκεμβρίου του 2009 (8,4% του ΑΕΠ το 2009) σε περίπου 870 δις ευρώ στις 25 Ιουνίου 2010 (9,6% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2010 – η άντληση ρευστότητας εμφανίζεται σημαντικά μειωμένη, ως άμεση συνέπεια της λήξης της πρώτης πράξης με ετήσια διάρκεια [25].
Μέχρι το τέλος της πρώτης εβδομάδας του Οκτωβρίου η άντληση ρευστότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω πράξεων κύριας και πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης είχε μειωθεί σε περίπου 514 δις ευρώ (5,6% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2010).
Η αύξηση της άντλησης ρευστότητας από το ευρωσύστημα το πρώτο εξάμηνο του 2010 υποδηλώνει δυσχέρειες στην ανακατανομή των ρευστών διαθεσίμων, από τα πιστωτικά ιδρύματα με πλεονάσματα ρευστότητας προς τα πιστωτικά ιδρύματα με ελλείμματα ρευστότητας, μέσω της διατραπεζικής αγοράς.
Ιδίως στις χώρες για τη διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής κατάστασης των οποίων υπήρχαν αμφιβολίες στις αγορές, τα πιστωτικά ιδρύματα με ανάγκες για ρευστότητα φαίνεται ότι δυσκολεύονταν να προσελκύσουν διατραπεζικές καταθέσεις. Κατά συνέπεια, αναγκάστηκαν να προσφύγουν στο ευρωσύστημα για να αντλήσουν τους απαιτούμενους πόρους.
Αντίστοιχα, ανοδικά κινήθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010 και το υπόλοιπο των καταθέσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων του ευρωσυστήματος [26]. Η εξέλιξη αυτή είναι πιθανόν να αντικατοπτρίζει την τάση πολλών πιστωτικών ιδρυμάτων να αποφεύγουν τις τοποθετήσεις στη διατραπεζική αγορά, μάλλον επειδή εκτιμούν ότι ενέχουν σχετικά υψηλό κίνδυνο, και να προτιμούν αντίθετα να καταθέτουν τυχόν πλεονάσματα ρευστών διαθεσίμων στο πλαίσιο της αντίστοιχης πάγιας διευκόλυνσης του ευρωσυστήματος. Στα τέλη Ιουνίου του 2010 το υπόλοιπο των καταθέσεων στην πάγια διευκόλυνση άρχισε να μειώνεται, λόγω του περιορισμού του πλεονάσματος ρευστότητας μετά την προαναφερθείσα λήξη της πρώτης πράξης με ετήσια διάρκεια.
Το δημόσιο χρέος
Το δημόσιο χρέος των αναπτυγμένων χωρών σταθμισμένο σε σχέση με το ΑΕΠ, ως ποσοστό % του ΑΕΠ ανήλθε από λιγότερο του 80% το 2006 στο 95% το 2009, με προοπτική να υπερβεί το 100% το 2010 και να προσεγγίσει το 133% το 2020 [27]. Σήμερα βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Αντιθέτως, το δημόσιο χρέος των αναπτυσσομένων αγορών ανήλθε το 2009 στο 44% του ΑΕΠ από 35% το 2006 με προοπτική να μειωθεί το 2020 στο 39%. Σήμερα βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Επίσης, το δημόσιο χρέος στις χώρες της ζώνης του ευρώ, υπολογίζεται ότι αυξήθηκε κατά περίπου 9 εκατοστιαίες μονάδες το 2009, σε 78,2% του ΑΕΠ, και προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω το 2010 σε 84% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής, περισσότερο από το μισό της αύξησης του ελλείμματος στη ζώνη του ευρώ το 2009 οφείλεται στην επίδραση του οικονομικού κύκλου, μέσω της λειτουργίας των αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους στην παρούσα συγκυρία οφείλεται σε δύο βασικά λόγους: πρώτον, στη διάσωση του χρηματοπιστωτικού τομέα πρωτίστως, αλλά και άλλων συγκεκριμένων επιχειρηματικών τομέων των χωρών της αναπτυγμένης δύσης· και δεύτερον, στην ύφεση που δημιουργήθηκε λόγω της κρίσης, η οποία μειώνει δραστικά τα δημόσια έσοδα αυξάνοντας τα ελλείμματα και τα χρέη.
Εδώ θα πρέπει να υπογραμμισθεί εκ νέου ότι τα δημοσιονομικά συστήματα που βασίστηκαν στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις (δραστική ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων [28] και των κερδών και αντιθέτως λιτότητα στις μισθολογικές απολαβές και τις κοινωνικές δαπάνες) αποδείχθηκαν παντελώς ανίκανα όχι μόνο να αντιμετωπίσουν την κρίση αλλά φέρουν σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη αυτής της κατάληξης. Η προσπάθεια διατήρησής τους επιδεινώνει περαιτέρω την κρίση. Η αύξηση του δημόσιου χρέους και των δημόσιων ελλειμμάτων λόγω του μηχανισμού αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που έχει στηθεί, αλλά και του τρόπου χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους αυξάνει το κόστος αναχρηματοδότησης (αύξηση επιτοκίων δανεισμού λόγω αύξησης του κινδύνου κ.τ.λ). Ενώ φαίνεται ότι αναδεικνύεται μέσω της κρίσης χρέους των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης ο μεταξύ τους ανταγωνισμός ως προς την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος και των επιπτώσεων που αυτό έχει στις επιμέρους οικονομίες, στην πραγματικότητα παρουσιάζεται η σαφής ιεράρχηση του καπιταλισμού της Δύσης σε ένα συγκροτημένο καθεστώς υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ. Στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της καπιταλιστικής Δύσης, που τοποθετούνται δηλαδή στην περιφέρειά της, τα προβλήματα εμφανίζονται με μεγαλύτερη σφοδρότητα λόγω του ιδιαίτερου τρόπου αναπαραγωγής του κεφαλαίου, δηλαδή λόγω των ιδιαίτερων δομικών προβλημάτων που ιστορικά ενυπάρχουν στη λειτουργία τους, γεγονός που οξύνει στο έπακρο τις κοινωνικές αντιθέσεις. Η διαμορφούμενη κατάσταση ζητά επειγόντως διέξοδο. Αυτή στην πρώτη φάση δεν μπορεί να είναι άλλη από την επιχείρηση διάσωσης των χωρών εκείνων που παρουσιάζουν κρίση χρέους. Αυτό φάνηκε με τις αποφάσεις του Συμβουλίου των Αρχηγών των χωρών της ευρωζώνης τις 25 Μαρτίου 2010 και με όλες τις αποφάσεις και τα γεγονότα που επακολούθησαν. Βεβαίως η απόφαση αυτή αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα που δύσκολα επιδέχεται λύσεως.
Διάγραμμα 3
Διάγραμμα 4
Διάγραμμα 5
Στο διάγραμμα 5 παρουσιάζονται οι πληρωμές τόκων των διαφόρων χωρών την περίοδο 1996–2008 (μ.ο. περιόδου): ως % του ΑΕΠ η Ελλάδα καταβάλλει λίγο περισσότερο του 5%, ενώ ως % των Εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού περίπου το 15%. Τα ποσοστά αυτά είναι τα υψηλότερα μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών. Ακολουθεί η Ιταλία, το Βέλγιο και η Πορτογαλία. Μεταξύ των αναπτυσσομένων χωρών τα πρωτεία κατέχει η Τουρκία με 10% επί του ΑΕΠ και περίπου 43% των κρατικών εσόδων. Η Ουγγαρία η οποία έχει προσφύγει στο ΔΝΤ παρουσιάζει χαμηλότερα ποσοστά από την Ελλάδα.
Εξωτερικό Ισοζύγιο
Οι παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες, αφού υποχώρησαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας ύφεσης, το 2010 αναμένεται να σταθεροποιηθούν. Προβλέπεται ότι θα αυξηθούν ελαφρά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ των ΗΠΑ (στο 3,4% το 2010 από 3% το 2009) και το πλεόνασμα της Ιαπωνίας (στο 2,8% από 2,5%), ενώ θα υποχωρήσουν το πλεόνασμα της Κίνας (στο 5,4% το 2010 από 6,4% το 2009) και το έλλειμμα της ζώνης του ευρώ (στο 0,1% από 0,6%).
Στον πίνακα 15 εμφανίζονται τα στοιχεία του Ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των χωρών της ευρωζώνης.
Πίνακας 15
Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (% του ΑΕΠ) +/- πλεόνασμα/έλλειμμα.
Οι εξελίξεις με την εφαρμογή του Μνημονίου
Στον πίνακα 16 εμφανίζονται τα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη για την περίοδο 2009–2014, σύμφωνα με τις προβλέψεις που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο που έχει υπογράψει η ελληνική κυβέρνηση με ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ.
Πίνακας 16
Βασικά δημοσιονομικά μεγέθη (2009-2014)
Πηγή: ΙΟΒΕ, Ελληνική Οικονομία 2/2010.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα 16, γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η επώδυνη, αλλά πραγματικά «εντυπωσιακά δημοσιονομική προσπάθεια» μόλις που επαρκεί για να σταθεροποιήσει τον λόγο του ΔΧ σε επίπεδο κοντά στο 150% του ΑΕΠ. Με βάση το βασικό σενάριο του ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος θα πλησιάσει στο 150% του ΑΕΠ το 2012 και το 2013, για να αποκλιμακωθεί στη συνέχεια στο 120% το 2020.
Οι βασικές παραδοχές αυτού του σεναρίου είναι:
• Ότι ο ανώτατος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης θα φτάσει το 2,7% (από το 2015 και μετά, βλ. πίνακα 20).
• Ο πληθωρισμός (μεταβολή του αποπληθωριστή του ΑΕΠ) δεν προβλέπεται να ξεπεράσει το 1,5%.
• Μέχρι το 2013 το ΔΧ επιβαρύνεται με περίπου 8% από αναλήψεις χρεών.
• Το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται υπολογίζεται στον πίνακα 1. Αυτό θα πρέπει από το 2014 και μετά να αγγίζει το 6%.
Ο προβλεπόμενος πληθωρισμός από το Μνημόνιο και οι πραγματικές εξελίξεις
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μνημονίου, ο πληθωρισμός (μεταβολή του αποπληθωριστή του ΑΕΠ) δεν προβλέπεται να ξεπεράσει το 1,5%. Ήδη έχει γίνει αναθεώρηση της πρόβλεψης και πλέον υποστηρίζεται ότι ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 4,75%. Με βάση τα στοιχεία ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (Εν. ΔΤΚ) αυξήθηκε τον Αύγουστο εφέτος κατά 5,6%, έναντι αύξησης 5,5% τον Ιούλιο εφέτος και 1% που σημειώθηκε τον Αύγουστο 2009. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η αύξηση κατά 5,5% τον Αύγουστο εφέτος οφείλεται σε ανατιμήσεις στο σύνολο σχεδόν των προϊόντων και υπηρεσιών, με τις υψηλότερες να σημειώνονται στο αλκοόλ και στα ποτά (19,3%, λόγω κυρίως της αύξησης των ΕΦΚ), στις μεταφορές (16,6%, λόγω κυρίως βενζίνης και διοδίων), στη στέγαση (8,1%, λόγω κυρίως τιμολογίων ΔΕΗ) και στις επικοινωνίες (4,2%, λόγω της αύξησης του φόρου στα τιμολόγια της κινητής τηλεφωνίας). Σε όλους σχεδόν τους άλλους τομείς ο πληθωρισμός είναι ιδιαίτερα χαμηλός αποκαλύπτοντας έτσι ένα διπλό πρόσωπο για την πορεία του τιμαρίθμου στην οικονομία [29].
Η μελέτη του Υπουργείου Οικονομίας, Ναυτιλίας και Ανταγωνιστικότητας [30] έχει δείξει ότι ο βασικός λόγος της «έκπληξης του πληθωρισμού» είναι η συστηματική αύξηση των πάσης φύσεως φορολογικών επιβαρύνσεων. Συγκεκριμένα στα συμπεράσματα της μελέτης αναφέρονται ότι οι νέοι φόροι βρίσκονται πίσω από τον υψηλό τιμάριθμο:
• Σύμφωνα με τον Εν. ΔΣΚ, η ετήσια μεταβολή του πληθωρισμού έχει αυξητική τάση, από 2,32% μεταξύ Ιανουάριου 2009–2010, σε 5,19% τον Ιούνιο και σε 5,50% τον Αύγουστο 2009–2010.
• Σε επίπεδο μηνιαίων μεταβολών του πληθωρισμού το Α΄ εξάμηνο του 2010, παρατηρείται μια ταχύτατη μεταστροφή από τα αρνητικά επίπεδα μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2010, σε υψηλά επίπεδα από τον Μάρτιο μέχρι και τον Μάιο 2010 (3,06 τον Μάρτιο 2010, 1,24 τον Απρίλιο 2010 και 0,77 τον Μάιο 2010). Παρόλα αυτά, τον Ιούνιο διακρίνεται μια αποκλιμάκωση σε σχέση με τον Μάιο 2010 (-0,17).
• Από τη σύγκριση του Εν. ΔΣΚ και του Εν. ΔΣΚ με σταθερούς φόρους, προκύπτει ότι η ετήσια μεταβολή του πληθωρισμού εξαιτίας της φορολογικής επιβάρυνσης αυξάνεται σημαντικά. Η επίδραση των φόρων από 0,39 σε σύνολο 2,32 τον Ιανουάριο 2010 (16,6%), έχει αγγίξει το 4 σε σύνολο 5,19 (77,1%).
• Σε επίπεδο μηνιαίων μεταβολών του πληθωρισμού η επίδραση της φορολογικής επιβάρυνσης είναι αυξητική σε όλη τη διάρκεια του 5μηνου Φεβρουαρίου–Ιουνίου 2010. Οι έντονες αυξητικές τάσεις συνδυάζονται χρονικά με την υιοθέτηση νέων φορολογικών μέτρων (αυξήσεις ΦΠΑ, ΕΦΚ κ.ά.). Η ποσοστιαία συμβολή των φόρων κυμάνθηκε τη δεδομένη χρονική στιγμή, από 47%, μέχρι και 83,1%.
Επιπλέον, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα εξακολουθήσει να είναι υψηλότερος από αυτόν της ΖτΕ και στα επόμενα έτη, δεδομένου ότι θα συνεχισθεί η αύξηση των τιμών των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος (αύξηση του βαθμού ανακτήσεως του κόστους αυτών των υπηρεσιών) στο πλαίσιο της προσπάθειας για δημοσιονομική προσαρμογή [31]. Έτσι αναμένονται για τη συνέχεια του 2010 αλλά και για το 2011 αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών ενέργειας, ύδρευσης, μεταφορών (εισιτήρια), δημοτικών τελών κ.α. Γεγονός που θα δώσει σίγουρα νέα αύξηση στον πληθωρισμό. Αν ακόμη λάβουμε υπ’ όψιν μας την αβεβαιότητα που επικρατεί σχετικά με τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και των σιτηρών αλλά και την ισοτιμία του ευρώ προς το δολάριο. Μια αύξηση των δύο πρώτων και μια διολίσθηση του ευρώ μπορεί επίσης να δημιουργήσει νέες πληθωριστικές πιέσεις.
Ποιες είναι όμως οι συνέπειες από την ύπαρξη του πληθωρισμού και τη δημιουργία στην οικονομία συνθηκών στασιμοπληθωρισμού, σε σχέση με τους στόχους πάντοτε του Μνημονίου:
Καταρχήν η μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Η αύξηση του πληθωρισμού στο 5,5% τον μήνα Αύγουστο έναντι 1,6% στην ευρωζώνη, δημιουργεί περαιτέρω αύξηση του ελληνικού ευρώ (της σταθμισμένης πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) έναντι των υπολοίπων χωρών που αποτελούν τους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, με αποτέλεσμα ένας από τους βασικούς στόχους του Μνημονίου, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, να καθίσταται έωλος. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία στη συνολική προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας τα διεθνώς μη εμπορεύσιμα προϊόντα αποτελούν τουλάχιστον το 35% (30% ο Δημόσιος τομέας και 5% ο κατασκευαστικός τομέας). Στο συγκεκριμένο ποσοστό δεν συμπεριλαμβάνεται το μεγαλύτερο μέρος των υπηρεσιών που προσφέρονται σε επίπεδο «λιανικού εμπορίου».
Επίσης, ο κύριος εξαγωγικός τομέας της ελληνικής οικονομίας είναι ο τομέας των υπηρεσιών ο οποίος παράγει το 78% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ο βιομηχανικός τομέας το 12% και ο αγροτικός τομέας το 3,6%). Συγκεκριμένα οι υπηρεσίες συμμετέχουν κατά 65% στις ελληνικές εξαγωγές, η μεταποίηση κατά 26% και ο αγροτικός τομέας κατά 9%. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι περισσότερο από το 50% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες εκτός ευρωζώνης [32] (58% των αγαθών και 50% των υπηρεσιών).
Από τα παραπάνω συνάγονται τα ακόλουθα:
α) Ο ανοδικός ρυθμός του πληθωρισμού δημιουργεί τεράστια προβλήματα στα προϊόντα του τομέα των υπηρεσιών δεδομένου ότι αυτά καταναλώνονται εντός της χώρας και επομένως η ανταγωνιστικότητά τους περιγράφεται σωστότερα μέσω της εξέλιξης των σχετικών τιμών και όχι μέσω του σχετικού Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας. Επομένως, η άνοδος του πληθωρισμού ευθέως προκαλεί μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων όσον αφορά τα προϊόντα του τομέα των υπηρεσιών. Παράλληλα, το υπερτιμημένο ελληνικό ευρώ σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ευρώ επίσης προκαλεί μείωση της ανταγωνιστικότητας για τους υπόλοιπους τομείς των οποίων η δραστηριότητα πραγματοποιείται εντός της ευρωζώνης. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος άλλωστε που η ελληνική οικονομία έχει γίνει περισσότερο «κλειστή» από την ημερομηνία ένταξης στην ευρωζώνη.
β) Η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού σε συνάρτηση με τη μεγάλη πτώση του πραγματικού ΑΕΠ, προκαλούν την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Ήδη σημειώνεται: πρώτον, πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά -3,7% στο Β΄ τρίμηνο του 2010· δεύτερον, ρυθμό πληθωρισμού Αυγούστου 5,6% και επομένως κατά προσέγγιση· και τρίτον, αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 1,6%. Σύμφωνα με τις προβλέψεις στο τέλος του 2010 η πτώση του ΑΕΠ θα κυμανθεί στο 4% ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί περίπου στο 5% – επομένως θα υπάρξει άνοδος του Ονομαστικού ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ευνοϊκότερη εξέλιξη για το λόγο ΔΧ/ΑΕΠ.
Όπως φαίνεται στον πίνακα 3, η βασικότερη υπόθεση που οδηγεί στις συγκεκριμένες εκτιμήσεις του ΧτΓΚ ως ποσοστό του ΑΕΠ (σύμφωνα με το Μνημόνιο) είναι η υπόθεση ότι το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδας, που σημείωσε μέση ετήσια αύξηση 6,3% στην 15ετή περίοδο 1995–2009, τώρα θα αρχίσει να σημειώνει μεγάλη πτώση ή να έχει συνεχή πτωτική πορεία.
Έτσι, σύμφωνα με τον Economist, το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδος το 2014 θα είναι κατά 5% χαμηλότερο από το επίπεδό του το 2009. Σύμφωνα με την S&P’s το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδος το 2017 δεν θα υπερβαίνει ακόμη το επίπεδο στο οποίο ευρισκόταν το 2008. Σύμφωνα με την ΣΔΠ&Μ το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδος το 2013 θα είναι ακόμη χαμηλότερο από το επίπεδο στο οποίο ευρισκόταν το 2009. Λαμβάνοντας την εκτίμηση για την εξέλιξη του ΧτΓΚ όπως ακριβώς εκτιμάται στην ΣΔΠ&Μ, αλλά με μία λιγότερο απαισιόδοξη υπόθεση όσον αφορά την εξέλιξη του ονομαστικού ΑΕΠ της χώρας στα επόμενα έτη, μπορεί να γίνει η εκτίμηση ότι το ΧτΓΚ ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν υπερβαίνει το 137% το 2012 (βλ. πίνακα 18).
Με την ίδια λογική γίνονται και οι εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ (βλ. πίνακας 17). Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι αναμένεται η μη-πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ, λόγω πληθωρισμού, γεγονός ευνοϊκό για την εξέλιξη του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ, αλλά «μυρίων κακών φέροντα».
Πίνακας 17
Μακροχρόνιες προβολές δημόσιου χρέους (2010–2020)
Πηγή: ΙΟΒΕ, Ελληνική Οικονομία 2/2010.
Πίνακας 18
Μακροχρόνιες προβολές δημόσιου χρέους
Το απαιτούμενο πρωτογενές αποτέλεσμα
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μνημονίου, το απαιτούμενο πρωτογενές αποτέλεσμα για την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους πρέπει από το 2014 να αγγίξει το 6% και να διατηρηθεί σε αυτό το ύψος για όσο διάστημα απαιτείται. Δηλαδή, από πρωτογενές έλλειμμα -8,6% το 2009, θα πρέπει το 2014 η ελληνική οικονομία να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 6%. Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτείται σταδιακή μείωση σχεδόν 14,5%. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι το πρωτογενές έλλειμμα ανήλθε στο -8,5% του ΑΕΠ το 2009, από πρωτογενές έλλειμμα -0,9% του ΑΕΠ το 2007. Το έλλειμμα του 2009 ήταν, προφανώς, μία υπερβολική συγκυριακή εκτροπή και δεν αποτελεί βασικό χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας τουλάχιστον την περίοδο 1994–2007. Στην 14ετή περίοδο 1994–2007 η Ελλάδα είχε μέσο πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με το 1,7% του ΑΕΠ. Μάλιστα το εύρος της διακύμανσής του τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν από -1,8% έως +3,8%. Αν θεωρήσουμε ότι αυτό αντιπροσωπεύει τη γενικότερη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, τότε θα μπορούσε αυτό το ύψος να τεθεί ως εφικτός στόχος. Βέβαια και η επάνοδος σε αυτό το ύψος δεν θα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Όμως η απαίτηση το πρωτογενές πλεόνασμα να φθάσει στο 6% για σειρά ετών, φαντάζει δύσκολα επιτεύξιμο και εκτός του ιστορικού πλαισίου που έχει καθορισθεί από τη συμμετοχή στην ευρωζώνη και εντός του οποίου έχει κινηθεί η ελληνική οικονομία. Σε απόλυτο μέγεθος το 6% αναλογεί σε σχεδόν 14,5 δις ευρώ κάθε έτος από το 2014 και μετά. Με απλά λόγια, θα χρειασθούν κατά μέσο όρο πρωτογενή πλεονάσματα περί τα 4,4 δις ευρώ/έτος από το 2012 και μετά, ώστε να καταστεί δυνατή η σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους στο επίπεδο του 149,7% το 2013.
Για την αποκλιμάκωση του λόγου αυτού σε επίπεδα του 2009 (115%) αυτό προβλέπεται να επιτευχθεί το 2020· τότε η προσπάθεια που χρειάζεται να καταβάλλει η ελληνική κυβέρνηση φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη. Τα απαιτούμενα δημοσιονομικά πλεονάσματα στην περίπτωση αυτή είναι –κατά μέσο όρο– της τάξης του 6,2% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 14,5 δις ευρώ κατ’ έτος!
Στον πίνακα 19 παρουσιάζεται, υπό τύπου παραδείγματος, το πρωτογενές πλεόνασμα που χρειάζεται για να συγκρατηθεί το χρέος στο ύψος του 2010 σε συνάρτηση με το επιτόκιο δανεισμού (πρώτη στήλη) αλλά και του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ (πρώτη γραμμή).
Πίνακας 19
Το πρωτογενές πλεόνασμα που χρειάζεται για συγκρατηθεί το χρέος στο ύψος του 2010 (133,3% του ΑΕΠ)
Πηγή: ΚΕΠΕ, Οικονομικές εξελίξεις 2010–12.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση [33] τα συμπεράσματα δεν είναι καθόλου ευνοϊκά για την ελληνική οικονομία:
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση [33] τα συμπεράσματα δεν είναι καθόλου ευνοϊκά για την ελληνική οικονομία:
«Τα αποτελέσματα προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Για τους περισσότερους συνδυασμούς επιτοκίων και ανάπτυξης, το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται για τη σταθεροποίηση του χρέους στα επίπεδα του 2010 είναι υψηλότερο από εκείνο που έχει πετύχει η Ελλάδα ιστορικά. Στους περισσότερους συνδυασμούς επιτοκίων και ανάπτυξης, η χώρα χρειάζεται να πετύχει πλεονάσματα μεγαλύτερα του 5% για να σταθεροποιηθεί το χρέος σε αυτό το επίπεδο. Για παράδειγμα, η σταθεροποίηση του χρέους σε 133,3% απαιτεί πλεόνασμα 12% του ΑΕΠ όταν το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού είναι 6% και ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης -3%, ενώ απαιτείται πλεόνασμα μόνο 4% του ΑΕΠ όταν ο ρυθμός ανάπτυξης ανέλθει στο 3% με το ίδιο επιτόκιο. Για σενάρια με μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης ή/και μεγαλύτερα επιτόκια, το πλεόνασμα που απαιτείται είναι ακόμη μεγαλύτερο. Τα μεγέθη είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Με βάση τα ενδεικτικά συμπεράσματα της ποσοτικής ανάλυσης, το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται να προκύψει από την υπέρβαση των φόρων έναντι των δαπανών του δημόσιου τομέα για τα επόμενα χρόνια, ώστε να καταστεί δυνατός ο στόχος της σταθεροποίησης του λόγου χρέος/ΑΕΠ στα επίπεδα του προβλεπόμενου λόγου για το 2010 (δηλαδή, στο 133,3% του ΑΕΠ) είναι της τάξης του 1,3%-2,5% (ανάλογα με το σενάριο αναφοράς). Όμως η μεταβολή του r, στην περίπτωση αυτή, είναι μεγαλύτερη από αυτήν του g.
Από τα παραπάνω, συνάγεται πως, με δεδομένο το επιτόκιο, μια μείωση του ρυθμού μεταβολής του προϊόντος κατά 25%, απαιτεί πιο σφιχτή δημοσιονομική προσαρμογή κατά 36,6%. Ενώ με βάση την υπόθεση, όπου ο ρυθμός μεταβολής της οικονομίας παραμένει σταθερός και το επιτόκιο αυξάνεται κατά 36%, το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής, για να παραμείνει ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ σταθερός, μεγαλώνει δυσανάλογα κατά περίπου 91%!
Με άλλα λόγια, τα r, g ασκούν ασύμμετρη επίδραση στην διαμόρφωση του pb*.
Από τα παραπάνω, συνάγεται πως, με δεδομένο το επιτόκιο, μια μείωση του ρυθμού μεταβολής του προϊόντος κατά 25%, απαιτεί πιο σφιχτή δημοσιονομική προσαρμογή κατά 36,6%. Ενώ με βάση την υπόθεση, όπου ο ρυθμός μεταβολής της οικονομίας παραμένει σταθερός και το επιτόκιο αυξάνεται κατά 36%, το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής, για να παραμείνει ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ σταθερός, μεγαλώνει δυσανάλογα κατά περίπου 91%!
Με άλλα λόγια, τα r, g ασκούν ασύμμετρη επίδραση στην διαμόρφωση του pb*.
Η ανάλυση καταδεικνύει εμφανώς την καθοριστική επίδραση που έχουν οι μεταβολές των r, g στην ένταση της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσπάθειας, με εξόχως μεγαλύτερη βαρύτητα στην επίδραση των μεταβολών του επιτοκίου επάνω στην απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή. Έτσι και χωρίς να υποτιμάται η επίδραση της μεταβολής του προϊόντος επάνω στο λόγο χρέους προς ΑΕΠ, γίνεται ξεκάθαρο πως το –εξωγενώς– διαμορφούμενο επίπεδο επιτοκίου διαδραματίζει τον πρωταρχικό ρόλο στη δυναμική εξέλιξη του χρέους/ΑΕΠ.
Η ανάλυση κατέδειξε πως οι απαιτήσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής εντείνονται όσο μεγαλύτερη είναι η μεταβλητότητα των επιτοκίων έναντι της μεταβλητότητας του ΑΕΠ (με άλλα λόγια η δημοσιονομική προσαρμογή είναι πιο ευαίσθητη στις μεταβολές του επιτοκίου από ό,τι στις μεταβολές του ρυθμού μεταβολής του προϊόντος)».
Η παρατήρηση αυτή ενισχύει τις ανησυχίες για διόγκωση του χρέους σε χώρες όπου σειρά παραγόντων (μεταξύ άλλων και η αδυναμία διαχείρισης των υφιστάμενων χρεών και συνεπώς το ενδεχόμενο της μη εξυπηρέτησής τους στο μέλλον), δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα προϋποθέσεων για τη δημιουργία ενός αυξητικού σπιράλ «υψηλών χρεών–υψηλών επιτοκίων» (debt-interest spiral) σε περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας με εξαιρετικά δυσοίωνες προοπτικές για τη διαχρονική σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών.
Το τρέχον επίπεδο του χρέους στη χώρα μας είναι από τα υψηλότερα που καταγράφονται στην Ευρώπη των 27 (μαζί με την Ιταλία 113% και το Βέλγιο 95,7% το 2009).
Η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση ανέδειξε –δεν δημιούργησε– τις παθογένειες χρόνων ατελέσφορης και αναποτελεσματικής διαχείρισης των δημοσιονομικών μεγεθών, με αποτέλεσμα σήμερα αυτά να έχουν πάρει εξαιρετικά ανησυχητικές διαστάσεις. Όπως υπέδειξε η μελέτη, με βάση τις εκτιμήσεις για την πορεία του χρέους της χώρας, η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών τίθεται σοβαρά εν αμφιβόλω.
Όπως φαίνεται στον πίνακα 16 αλλά και στο διάγραμμα 6, η δημοσιονομική προσαρμογή αυτή απαιτεί την επαναφορά των πρωτογενών τρεχουσών δαπανών της γενικής κυβερνήσεως στα επίπεδα του 37,3% του ΑΕΠ το 2010 και στο 35,5% του ΑΕΠ το 2012,από 40,8% του ΑΕΠ το 2009 και 34,8% του ΑΕΠ το 2006. Επίσης, απαιτεί αύξηση των τρεχόντων εσόδων της γενικής κυβερνήσεως στο 39,2% του ΑΕΠ το 2010 και στο 41,5% του ΑΕΠ το 2012, από 40,1% του ΑΕΠ το 2000.
Με αυτήν την προσαρμογή τα τρέχοντα έσοδα θα υπολείπονται ακόμη σημαντικά των τρεχόντων εσόδων στην ΕΕ-16 (ΖτΕ) όπου τα έσοδα αυτά διαμορφώνονται στο 44% του ΑΕΠ [34]. Με βάση τους υπολογισμούς του Μνημονίου, προβλέπεται ότι τα έσοδα θα αυξηθούν με τη μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων και ιδιαιτέρως του ΦΠΑ, τη σημαντική αύξηση των φόρων περιουσίας και του φόρου εισοδήματος, την κατάργηση των φοροαπαλλαγών και την εκτεταμένη διεύρυνση της φορολογικής βάσεως, καθώς και την αύξηση των εισφορών στα Ασφαλιστικά Ταμεία. Επίσης, τα συνολικά έσοδα της γενικής κυβερνήσεως θα αυξηθούν περαιτέρω και από την αύξηση των εισπράξεων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ-27 στα επόμενα έτη (άνω των 4 δις ευρώ ετησίως, από 2 δις ευρώ το 2009) [35].
Διάγραμμα 6
Η ανάλυση κατέδειξε πως οι απαιτήσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής εντείνονται όσο μεγαλύτερη είναι η μεταβλητότητα των επιτοκίων έναντι της μεταβλητότητας του ΑΕΠ (με άλλα λόγια η δημοσιονομική προσαρμογή είναι πιο ευαίσθητη στις μεταβολές του επιτοκίου από ό,τι στις μεταβολές του ρυθμού μεταβολής του προϊόντος)».
Η παρατήρηση αυτή ενισχύει τις ανησυχίες για διόγκωση του χρέους σε χώρες όπου σειρά παραγόντων (μεταξύ άλλων και η αδυναμία διαχείρισης των υφιστάμενων χρεών και συνεπώς το ενδεχόμενο της μη εξυπηρέτησής τους στο μέλλον), δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα προϋποθέσεων για τη δημιουργία ενός αυξητικού σπιράλ «υψηλών χρεών–υψηλών επιτοκίων» (debt-interest spiral) σε περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας με εξαιρετικά δυσοίωνες προοπτικές για τη διαχρονική σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών.
Το τρέχον επίπεδο του χρέους στη χώρα μας είναι από τα υψηλότερα που καταγράφονται στην Ευρώπη των 27 (μαζί με την Ιταλία 113% και το Βέλγιο 95,7% το 2009).
Η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση ανέδειξε –δεν δημιούργησε– τις παθογένειες χρόνων ατελέσφορης και αναποτελεσματικής διαχείρισης των δημοσιονομικών μεγεθών, με αποτέλεσμα σήμερα αυτά να έχουν πάρει εξαιρετικά ανησυχητικές διαστάσεις. Όπως υπέδειξε η μελέτη, με βάση τις εκτιμήσεις για την πορεία του χρέους της χώρας, η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών τίθεται σοβαρά εν αμφιβόλω.
Όπως φαίνεται στον πίνακα 16 αλλά και στο διάγραμμα 6, η δημοσιονομική προσαρμογή αυτή απαιτεί την επαναφορά των πρωτογενών τρεχουσών δαπανών της γενικής κυβερνήσεως στα επίπεδα του 37,3% του ΑΕΠ το 2010 και στο 35,5% του ΑΕΠ το 2012,από 40,8% του ΑΕΠ το 2009 και 34,8% του ΑΕΠ το 2006. Επίσης, απαιτεί αύξηση των τρεχόντων εσόδων της γενικής κυβερνήσεως στο 39,2% του ΑΕΠ το 2010 και στο 41,5% του ΑΕΠ το 2012, από 40,1% του ΑΕΠ το 2000.
Με αυτήν την προσαρμογή τα τρέχοντα έσοδα θα υπολείπονται ακόμη σημαντικά των τρεχόντων εσόδων στην ΕΕ-16 (ΖτΕ) όπου τα έσοδα αυτά διαμορφώνονται στο 44% του ΑΕΠ [34]. Με βάση τους υπολογισμούς του Μνημονίου, προβλέπεται ότι τα έσοδα θα αυξηθούν με τη μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων και ιδιαιτέρως του ΦΠΑ, τη σημαντική αύξηση των φόρων περιουσίας και του φόρου εισοδήματος, την κατάργηση των φοροαπαλλαγών και την εκτεταμένη διεύρυνση της φορολογικής βάσεως, καθώς και την αύξηση των εισφορών στα Ασφαλιστικά Ταμεία. Επίσης, τα συνολικά έσοδα της γενικής κυβερνήσεως θα αυξηθούν περαιτέρω και από την αύξηση των εισπράξεων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ-27 στα επόμενα έτη (άνω των 4 δις ευρώ ετησίως, από 2 δις ευρώ το 2009) [35].
Διάγραμμα 6
Όμως βρισκόμαστε πλέον στις αρχές του Σεπτεμβρίου και τα στοιχεία του οκταμήνου Ιανουαρίου–Αυγούστου κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν τους υπολογισμούς τόσο των επιτελών του Υπουργείου Οικονομικών όσο και των εκπροσώπων της τρόικας. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, τα έσοδα αυξάνουν με ρυθμό μόλις 3,2%. Το μεγάλο πρόβλημα παραμένει ο ΦΠΑ, ο οποίος αυξάνει με ρυθμό μόλις 1,6%, στα 11.545 εκατ. ευρώ, από 11.360 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο περσινό χρονικό διάστημα. Κι ενώ στα πετρελαιοειδή ο ΦΠΑ παρουσιάζει θετική πορεία, αυξάνοντας με ρυθμό λίγο πάνω από 32%, και στις λοιπές συναλλαγές 7,9%, η πορεία είναι ακριβώς αντίστροφη στη λιανική, δηλαδή από το κίνημα των αποδείξεων, όπου υπάρχει μείωση 2,7%.
Το διά ταύτα της πορείας αυτής είναι ότι τα έσοδα εμφανίζουν μεγάλη απόκλιση 3,5 δις ευρώ, βάσει της αναθεώρησης των στοιχείων του προϋπολογισμού του Αυγούστου και θεωρείται αβέβαιο αν θα πιάσουν τα 50,5 με 51 δις ευρώ έναντι στόχου 54,46 εκατ. ευρώ. Από την άλλη, οι δαπάνες παρουσιάζουν μακράν καλύτερη πορεία, κοντά στα 53,3 δις ευρώ σε ετήσια βάση.
Τα οικονομικά στοιχεία που έχουν μέχρι στιγμής στο Υπουργείο Οικονομικών δείχνουν πως, αν δεν υπάρξει άμεσα λύση, τότε το έλλειμμα θα μειωθεί στο 9,1–9,2% του ΑΕΠ έναντι στόχου 8,1%. Η απόκλιση μιας μονάδας από το ΑΕΠ θεωρείται απευκταία, καθώς δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή από την τρόικα. Τα περιθώρια απόκλισης μπορεί να φτάσουν μέχρι 0,5% του ΑΕΠ, δηλαδή το έλλειμμα να κλείσει στο 8,7% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει πως η απόκλιση μπορεί να είναι το πολύ μέχρι 1,1 δις ευρώ. Κι αυτό όταν, αρχικά, στο Υπουργείο Οικονομικών μιλούσαν ακόμη και για πλεόνασμα 1,2 δις ευρώ.
Πίνακας 20
Πίνακας 21
Οι εξελίξεις στο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ: το Μνημόνιο και η πραγματικότητα
Συρρίκνωση σε ποσοστό 3,7% παρουσίασε η ελληνική οικονομία το δεύτερο τρίμηνο του 2010 (σε σταθερές τιμές 2000), σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009, όπως δείχνουν τα στοιχεία που παρουσίασε σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών–Μνημόνιο, η αναμενόμενη μείωση του ΑΕΠ ήταν στο 3,5%.Σε μηνιαία βάση, το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1,8%. Η πτωτική αναθεώρηση του ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο, σχετικά με τα προκαταρκτικά στοιχεία, δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη. Η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει σταθερά σε αρνητικά έδαφος στο δεύτερο εξάμηνο, δεδομένων των δύσκολων χρηματοπιστωτικών συνθηκών στη χώρα και στο πρόγραμμα λιτότητας. Η συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης επιβεβαίωσε τις υποψίες ότι οι αντίστοιχες θετικές εκτιμήσεις για το πρώτο τρίμηνο ήταν προσωρινές.
Συγκεκριμένα έχουμε τις ακόλουθες επιμέρους εξελίξεις:
• Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 18,6% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009. Οι κατοικίες μειώθηκαν κατά 19,3%, ο μηχανολογικός εξοπλισμός κατά 10,6%, οι λοιπές κατασκευές κατά 27,0% και ο εξοπλισμός μεταφορών κατά 20,9%. Σύμφωνα με το Μνημόνιο, για όλο το έτος 2010, η πρόβλεψη για τις συνολικές ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είναι για μείωση 11,4%. Συνεπώς διαφαίνονται αποκλίσεις από το στόχο παρότι υπάρχει ακόμη ένα εξάμηνο για να κλείσει ο χρόνος. Παρόλα αυτά δεν διαφαίνεται από πουθενά ο τρόπος αύξησης των επενδύσεων τουλάχιστον για το 2010. Επομένως με σχετική ασφάλεια θα μπορούσε να προβλέψει κανείς το δυσμενέστερο των εξελίξεων.
• Η συνολική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 5,1% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009. Μείωση καταγράφεται τόσο στη δημόσια κατανάλωση κατά 8,4% όσο και στην ιδιωτική κατανάλωση κατά 4,2%. Σύμφωνα με το Μνημόνιο, για το έτος 2010 προβλέπεται μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά -4,0% και της δημόσιας κατανάλωσης κατά -10,6%. Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται αλλά και αυτά που θα ληφθούν οδηγούν σε αρνητικότερες εκτιμήσεις από αυτές του Μνημονίου (πληθωρισμός, περαιτέρω μείωση των αποδοχών, αύξηση της ανεργίας κ.τ.λ.).
• Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου υποχώρησε κατά 28,1%, συμβάλλοντας θετικά στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ.
• Μείωση 13,5% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009 παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Ειδικότερα, οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 21,1%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 11,4%.
• Μείωση 5% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009 παρουσίασαν και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Μείωση κατά 2,3% παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 7%. Ένα ακόμη μέγεθος που δείχνει εμφανώς ότι οι εξελίξεις βρίσκονται σε αποκλίνουσα κατεύθυνση από αυτές του Μνημονίου, είναι ο ρυθμός μεταβολής των εξαγωγών να υποχωρούν κατά 5% στο δεύτερο τρίμηνο. Φαίνεται ότι η παρουσιασθείσα αύξηση το πρώτο τρίμηνο του 2010 ήταν συγκυριακή και αποτέλεσμα της διολίσθησης του ευρώ. Για ακόμη μια φορά το ισχυρό ευρώ δυσκολεύει τις ελληνικές εξαγωγές, χωρίς βεβαίως να είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος. Όσον αφορά στην εκτίμηση του ΑΕΠ με την προσέγγιση της παραγωγής, η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει ότι η συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία παρουσίασε μείωση κατά 6,3%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009, και μείωση κατά 3,9% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
• Αύξηση στην προστιθέμενη αξία παρουσίασε μόνο ο κλάδος γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας κατά 1,9%. Αντίθετα, μείωση στην προστιθέμενη αξία, παρουσίασαν οι άλλοι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας και συγκεκριμένα: ο κλάδος της βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, κατά 6,6%, των κατασκευών κατά 24,7%, του εμπορίου, ξενοδοχείων-εστιατορίων, μεταφορών και επικοινωνιών κατά 10,8%, ο κλάδος χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, δραστηριοτήτων σχετικών με την ακίνητη περιουσία, εκμισθώσεων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων κατά 2,7% καθώς και ο κλάδος των λοιπών υπηρεσιών κατά 1,2%.
• Σε τρέχουσες τιμές, οι αμοιβές των απασχολουμένων μειώθηκαν κατά 3,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009.
Η «αλήθεια» του Μνημονίου και τα ψεύδη των κυβερνώντων περί ανάπτυξης
Στην παρούσα συγκυρία πρέπει, να επισημανθούν δύο σημεία τα οποία κατά την άποψή μας παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον.
Το πρώτο σημείο αφορά στο πραγματικό ΑΕΠ, το οποίο, μετά την κατά 2% μείωση μεταξύ 2008–2009, και 4% μεταξύ 2009–2010 υπολογίζεται ότι (σύμφωνα με το Μνημόνιο) θα επανέλθει στα προ της κρίσης επίπεδα μόνον το 2014 ή 2015. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει μια «χαμένη πενταετία», με χαμηλότερο πραγματικό (και κατά κεφαλήν) ΑΕΠ, ως αποτέλεσμα της «εσωτερικής υποτίμησης» που αναγκάζεται, για λόγους αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής, να κάνει η ελληνική οικονομία.
Αυτό είναι το αναμενόμενο αποτέλεσμα συνειδητής οικονομικής πολιτικής. Επειδή στην οικονομία οι προβλέψεις για τις μελλοντικές καταστάσεις διέπονται από υψηλά ποσοστά αβεβαιότητας, μπορεί να υπάρξουν δυσμενέστερες ή και ευνοϊκότερες εξελίξεις [36], πάντοτε αναφορικά με τα μεγέθη τα οποία δεν αποτελούν τους πρωταρχικούς στόχους του Μνημονίου.
Είναι αναμενόμενο ότι αυτός ο «υφεσιακός κύκλος» θα επηρεάσει το σύνολο των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας τα περισσότερα των οποίων παρουσιάζουν αναδράσεις επιστροφής που σύμφωνα με τις βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας επηρεάζουν με τη σειρά τους επί τα χείρω το βασικό μέγεθος του ΑΕΠ. Έτσι εισερχόμαστε σε φαύλο κύκλο που οδηγεί την οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση. Σε μια οικονομία ευρισκομένη σε ύφεση όλοι οι συντελεστές που λειτουργούν προσαρμόζουν τη λειτουργία τους ή εξαναγκάζονται να λειτουργήσουν, όσο αντέχουν, με τους κανόνες που επιβάλλει το καθεστώς της ύφεσης. Η ψυχολογία της συμπεριφοράς τους γίνεται καταθλιπτική, απαισιόδοξη, συσταλτική.
Εννοείται ότι μια τυχόν βύθιση της χώρας σε παρατεταμένη ύφεση θα καθιστά το σχέδιο της προσαρμογής εξαιρετικά δύσκολο έως ανέφικτο, ιδίως όσον αφορά την εξέλιξη της σχέσης χρέους/ΑΕΠ, αλλά και του πρωταρχικού στόχου του Μνημονίου που αφορά στη μείωση των ΕτΓΚ κάτω του 3% μέχρι και το 2012.
Άλλωστε όλα τα παραπάνω είναι γνωστά και πολλάκις αναφερθέντα. Όμως αποτελούν τη μοναδική αλήθεια που απορρέει από το Μνημόνιο. Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν ψεύτικα λόγια (όσων καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί η οικονομία) και στην καλύτερη των περιπτώσεων ευσεβείς πόθους (όσων δεν γνωρίζουν πώς λειτουργεί η οικονομία αλλά οικονομολογούν ευρέως και αφελώς).
Το δεύτερο σημείο αφορά την κοινότοπη διαπίστωση ότι το τελικό ζητούμενο είναι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η δημοσιονομική προσαρμογή υποστηρίζεται πως είναι μια επείγουσα αναγκαιότητα, η οποία βαρύνει την όλη εικόνα και προοπτική, και γι’ αυτό πρέπει να ξεπεραστεί. Η ουσία, όμως, βρίσκεται στην ανάπτυξη. Μια αναπτυξιακή «ατονία» απλώς θα επιβεβαιώσει τους φόβους για χρεοκοπία και σοβαρή πτώση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού.
Όμως η ανάπτυξη δεν είναι μια διαδικασία η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια οικονομία όπου το κυρίαρχο σχέδιο δράσης που τη διέπει αποσκοπεί στη συρρίκνωσή της επιβάλλοντας «αποθερμαντικές» θεραπείες σοκ. Παράλληλα, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν το πώς αναπτύχθηκε η ελληνική οικονομία την περίοδο που επιλέχθηκε ως στρατηγικός στόχος η εισαγωγή της χώρας στο ενιαίο νόμισμα. Διότι με βάση το συγκεκριμένο υπόδειγμα, αλλά και την εκάστοτε ασκούμενη οικονομική πολιτική, η ελληνική οικονομία έχει οδηγηθεί στη χρεοκοπία και στο Μνημόνιο. Για το λόγο αυτό η αναφορά σε βασικά χαρακτηριστικά του υποδείγματος αλλά και της ασκηθείσας οικονομικής πολιτικής θεωρείται επιβεβλημένη.
Συγκεκριμένα μπορούν να ειπωθούν τα παρακάτω:
Στο διάστημα 1996–2008 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας ήταν 3,7%, ενώ στη ζώνη του ευρώ ήταν μόλις 2,3%. Η θετική αυτή απόκλιση, και δεδομένου ότι ο ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης, το κατά κεφαλήν εισόδημα (σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης) στην Ελλάδα έφθασε το 2008 στο 86% εκείνου της ζώνης του ευρώ (από 72,9% το 1996).
Η ανάπτυξη της περιόδου 1996–2008 συνδυάστηκε με βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας [37]. Συγχρόνως, αυξήθηκε ο λόγος κεφαλαίου προς απασχολουμένους, ενώ άνοδο σημείωσε και το ποσοστό απασχόλησης.
Ωστόσο, η ανάπτυξη την περίοδο αυτή προήλθε κυρίως από λίγους κλάδους και έγινε εφικτή χάρη στην πιστωτική επέκταση και την υποστήριξη της δημοσιονομικής πολιτικής.
Τέσσερις ήταν οι κλάδοι που συνέβαλαν ιδιαίτερα στη μεγέθυνση του ΑΕΠ αυτής της περιόδου: το εμπόριο, οι κατασκευές, η ναυτιλία και ο χρηματοπιστωτικός τομέας [38]. Η σχετικά υψηλή ζήτηση για το προϊόν του εμπορίου και των κατασκευών τροφοδότησε και το πολύ υψηλό ποσοστό της ιδιωτικής δαπάνης για κατανάλωση και επενδύσεις σε κατοικίες στο συνολικό προϊόν – εξέλιξη η οποία υποστηρίχθηκε και από την πιστωτική επέκταση. Στο διάστημα 1996–2008 η ιδιωτική κατανάλωση αντιστοιχούσε στο 72% του ΑΕΠ και το άθροισμα της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης στο 89%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στη ζώνη του ευρώ ήταν 57% και 77%. Επίσης ο λόγος του υπολοίπου των καταναλωτικών δανείων προς το ΑΕΠ αυξήθηκε από περίπου 4% το 2000 σε 15% το 2008.
Παράλληλα για όλο το διάστημα μετά τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η ζήτηση συνεχώς υπερέβαινε την προσφορά, κατάσταση η οποία δεν μπορεί είναι διατηρήσιμη μεσο-μακροπρόθεσμα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μαρτυρούν τις ανισορροπίες που έχουν δημιουργηθεί λόγω αυτής της συμπεριφοράς. Έτσι το περιβάλλον κρίσης ανέδειξε τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ήτοι τα δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικό και εξωτερικό. Τα συμπτώματα αυτά μαρτυρούν τις βαθύτερες παθογένειες της χαμηλής ανταγωνιστικότητας και του στρεβλού παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Η ίαση των στρεβλώσεων επιχειρείται μέσω της δραματικής σε μέγεθος δημοσιονομικής πολιτικής που επιβάλλει το Μνημόνιο. Παράλληλα, το Μνημόνιο εμμέσως πλην σαφώς και παρά τα αντιθέτως λεγόμενα επιβάλλει το πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορεί να αναπτυχθεί μελλοντικά η ελληνική οικονομία.
Το μόνο σίγουρο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι με την επιβολή του Μνημονίου η ανάπτυξη θα είναι πολύ δυσχερής υπόθεση τα επόμενα έτη. Αυτό γιατί:
• οι βασικές κινητήριες δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας (ιδιωτική πίστη και κατανάλωση, κατασκευές, ναυτιλία) δεν αναμένεται να ανακάμψουν εντυπωσιακά στο αμέσως προσεχές διάστημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον τουρισμό που επίσης έχει σημαντική συμμετοχή στη μεγέθυνση της οικονομίας·
• θα πρέπει να διαχωριστεί στο σημείο αυτό η ιδιαίτερη, βασική και πρωταρχική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα που αφορά την προμήθεια ρευστότητας στην οικονομία. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα για λόγους αντικειμενικούς αλλά και λόγους υποκειμενικούς (τρόπος λειτουργίας του συστήματος) δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται σε αυτή την υποχρέωσή του.
• Η μείωση της καθαρής δημόσιας δαπάνης κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως περίπου για τα επόμενα τρία έτη, ώστε να επανέλθει το δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από το κατώφλι του 3% του ΑΕΠ.(Αυτό το ποσοστό δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι εξασφαλίζει τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, απλώς εκπληρώνει τις επιταγές του Συμφώνου Σταθερότητας) συνεπάγεται μείωση της συνολικής ζήτησης και του ΑΕΠ. (Η ιστορική πολλαπλασιαστική επίδραση των καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου είναι 0,7. Αυτό σημαίνει ότι μία μείωση αυτών των δαπανών κατά 1% μειώνει το ΑΕΠ κατά 0,7%).
Η αφαίρεση τόσο μεγάλων ποσών από τη συνολική ενεργό ζήτηση είναι δεδομένο ότι θα επιταχύνει τις υφεσιακές πιέσεις, δυνητικά ακυρώνοντας και τις όποιες προσπάθειες στήριξης του εισοδήματος των ασθενέστερων [39]. Η Κυβέρνηση Γ.Α. Παπανδρέου υποστηρίζει ότι η μείωση της ενεργού ζητήσεως η οποία θα προκύψει από τη δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι περιορισμένη λόγω του ότι τα μέτρα θα είναι εστιασμένα στα υψηλότερα εισοδήματα, τα οποία έχουν μικρότερη ροπή προς κατανάλωση, και στη σύλληψη της παραοικονομίας, η οποία δεν έχει μεγάλη επίδραση στα επίσημα στατιστικά. Μέχρι σήμερα η πραγματικότητα διαψεύδει παταγωδώς αυτές τις προβλέψεις.
Όμως το κρίσιμο ερώτημα είναι με τι θα αντικαταστήσει το Υπουργείο Οικονομίας την αφαίρεση των δημόσιων δαπανών κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως περίπου για τα επόμενα τρία έτη; Επί της ουσίας με τίποτε.
Η φιλοσοφία που διέπει το Μνημόνιο έχει καταστήσει πλέον σαφές ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί πλέον να στηριχθεί στην ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης, και δη βασισμένης στην πιστωτική επέκταση. Οι κεϋνσιανού τύπου πολιτικές τόνωσης της ζήτησης είναι τελείως αναποτελεσματικές για λόγους χρέους προς ΑΕΠ μεγαλύτερους του 100%.
Αυτό σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Μνημονίου είναι εύλογο, καθότι το υψηλό χρέος πυροδοτεί την αύξηση του κινδύνου χώρας και άρα του κόστους δανεισμού, με αποτέλεσμα η όποια θετική επίδραση της δημοσιονομικής επέκτασης στη ζήτηση να υπεραντισταθμίζεται από την αύξηση των εκροών πόρων για πληρωμή τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους. Όταν η χώρα δεν μπορεί να δανειστεί από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, η αποφυγή λήψης περιοριστικών μέτρων με την ελπίδα ότι η ανάπτυξη θα παράξει –μεσοχρονίως– έσοδα, είναι μία πολύ επικίνδυνη πολιτική.
Σύμφωνα με τις συμβατικές οικονομικές αντιλήψεις (Υπουργείο Οικονομικών, Ελληνικές Τράπεζες, ΙΟΒΕ, Τράπεζα της Ελλάδος κ.τ.λ.), οι οποίες ακολουθούν την κυρίαρχη ακαδημαϊκή οικονομική σκέψη (Dynamic stochastic general equilibrium models – Ενδογενούς Μεγέθυνσης) [40], τα μόνα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι τα διαρθρωτικά μέτρα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ως προς την ποιότητα: καταπολέμηση του γραφειοκρατικού κόστους έναρξης και λειτουργίας επιχειρηματικής δραστηριότητας, κόστους διαφθοράς, κόστους ολιγοπωλιακών στρεβλώσεων στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών (π.χ. άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, κατάργηση συντεχνιακών προνομίων που συντηρούν τη δομική ανεργία, έλεγχος δεσποζουσών θέσεων και πρακτικών καρτέλ στην αγορά από εγχώριους και πολυεθνικούς ομίλους) και η ενθάρρυνση της μετακίνησης ανθρώπινου και υλικού κεφαλαίου από φθίνοντες προς δυναμικούς κλάδους. Εφόσον δεν υπάρχει πλέον καμία δυνατότητα επέκτασης της ζήτησης, η ανάπτυξη μπορεί να ενισχυθεί μόνο με τη μεταφορά πόρων προς δραστηριότητες με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία. Επίσης, υπογραμμίζεται το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα μέτρα δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, αντίθετα, κάποια συνεπάγονται και εξοικονομήσεις. Σε μία χώρα με πολύ χαμηλή (δομική) ανταγωνιστικότητα ως προς την ποιότητα, τέτοια μέτρα μπορεί να παράξουν τεράστια οφέλη για την ανάπτυξη. Είναι επιτακτική ανάγκη να επιταχυνθεί η εφαρμογή τους ώστε η Ελλάδα να αποφύγει τον αργό θάνατο της μακροχρόνιας στασιμότητας.
Είναι φανερό ότι υιοθετούνται τα οικονομικά της προσφοράς ως θεωρητικό πλαίσιο για την αναπτυξιακή διαδικασία μιας οικονομίας που βρίσκεται σε βαθειά ύφεση. Η οικονομία υποστηρίζεται ότι λειτουργεί σύμφωνα με τον νόμο του Say. Δεν επιθυμούμε να επαναφέρουμε ζητήματα που έχουν αντιμετωπισθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια στο πλαίσιο της οικονομικής θεωρίας [41]. Ούτε να αναλωθούμε σε θεωρητικές συζητήσεις που αποτελούν υπό μιαν έννοια το περιεχόμενο της «οικονομικής επιστήμης» [42]. Η πλευρά της ζήτησης παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Για μια πρώτη απάντηση σε όλα αυτά μπορούμε να παραθέσουμε ορισμένα απλά στοιχεία που ίσως να δείχνουν με χοντροκομμένο αλλά πραγματικό τρόπο με ποιο «καύσιμο» κινήθηκε η παγκόσμια οικονομία στην πραγματικότητα τα τελευταία 10 έτη, ανεξάρτητα με τις θεωρίες των ακαδημαϊκών οικονομολόγων. Στον πίνακα 22 παρουσιάζεται η εξέλιξη του Παγκόσμιου Δημόσιου Χρέους την περίοδο 1999–2010.
Πίνακας 22
Το συνολικό Παγκόσμιο Δημόσιο Χρέος (ως ποσοστό % του ΑΕΠ)
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον πίνακα 22, η αύξηση του ΔΧ σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης (Β. Αμερική, ΕΕ, Ιαπωνία, Αυστραλία) ως ποσοστό % του ΑΕΠ είναι σημαντικότατη. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες του πίνακα (ΒΙΡΚ, και υπόλοιπα κομβικά κράτη) όπου όχι μόνο δεν παρουσιάζεται αύξηση αλλά και σε πολλές περιπτώσεις έχουμε μείωση. Αυτό σημαίνει ότι η όποια μεγέθυνση του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες χώρες και σε πλήρη αντίθεση με τις υποδείξεις των θεωρητικών υποδειγμάτων οφείλεται στην έντονη επεκτατική οικονομική πολιτική. Δηλαδή, στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, οι οποίες έχουν λύσει σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα των βασικών υποδομών τους, λειτουργεί ο ανταγωνισμός σε μεγάλο βαθμό στις αγορές εμπορευμάτων, υπηρεσιών και χρήματος, υπάρχει αποδεκτή λειτουργία του δημοσίου, δεν υπάρχει φοροδιαφυγή, υπάρχει έρευνα και τεχνολογία σε υψηλό επίπεδο, υπάρχει αναπτυγμένη παραγωγική δομή κ.τ.λ., βασίζονται στην επεκτατική οικονομική πολιτική τι θα πρέπει να πράξουν οι χώρες που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης για να επιτύχουν βελτίωση του επιπέδου ευημερίας των πολιτών τους;
Η ανάπτυξη είναι μια διαδικασία στην οποία όλοι οι συμμετέχοντες πρέπει να συμμετέχουν απολύτως και απρόσκοπτα. Ο βασικός αναπτυξιακός μηχανισμός παρά τις πομφόλυγες που ακούγονται κυρίως από τα κυβερνητικά στελέχη, εξακολουθούν να είναι πρωταρχικά οι παραγωγικές επενδύσεις που αυξάνουν το φυσικό κεφάλαιο της χώρας. αλλά και όλες οι υπόλοιπες επενδύσεις.
Βασική προϋπόθεση για να γίνουν επενδύσεις είναι να δημιουργηθούν αντίστοιχες ευκαιρίες, αφού όμως προηγουμένως έχουν δημιουργηθεί οι απαραίτητες θετικές προσδοκίες ότι αυτές οι ευκαιρίες μπορεί να μετατραπούν σε επιτυχημένες πραγματώσεις.
Ποιος και πώς θα δημιουργήσει αυτές τις θετικές προσδοκίες εν μέσω ύφεσης και βαθειάς κρίσης; Για αυτό η μεγέθυνση της αποταμίευσης και των επενδύσεων έπονται της δημιουργίας θετικών προσδοκιών και όχι το αντίθετο. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ίσως θεωρητικά μας δείξει το δρόμο, ο οποίος όμως φράζεται αποφασιστικά από την εφαρμογή του Μνημονίου.
Οι διαφαινόμενες λύσεις στην ελληνική τραγωδία
Υπάρχει ένα σενάριο για τις μελλοντικές εξελίξεις το οποίο προκαλεί ρίγη τρόμου στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό όπως ο διάβολος το λιβάνι. Πρόκειται για το σενάριο που προβλέπει την αδυναμία αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους όταν το 2012 η ελληνική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προσφύγει στις χρηματοπιστωτικές αγορές και συγκεκριμένα στις αγορές ομολόγων. Το συγκεκριμένο σενάριο μπορεί να συμβεί, κατ’ αρχάς, ανεξάρτητα από την επίτευξη ή όχι των στόχων του Μνημονίου. Παρότι όμως πλέον φαντάζει, εξ αντικειμένου, ως το πιθανότερο σενάριο, αυτό που προβλέπει την αδυναμία υλοποίησης των στόχων που έχουν τεθεί από το Μνημόνιο, εντούτοις το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συνεχίζει να επιμένει σε μια αδιέξοδη και αναποτελεσματική οικονομική πολιτική. Για την αλήθεια των παραπάνω υπάρχουν πλήθος στοιχείων και μελετών που δείχνουν με αρκετή σαφήνεια ότι οι στόχοι του Μνημονίου είναι ανέφικτοι.
Όμως ας μην αναφερθούμε πάλι σε αυτά τα θέματα, αλλά να προχωρήσουμε λίγο και να δεχθούμε έστω ως υπόθεση εργασίας το παραπάνω σενάριο. Θα πρέπει να ειπωθεί ότι το πρόβλημα αφορά κατά κύριο λόγο την ελληνική κυβέρνηση, αλλά παράλληλα αφορά τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο ή και περισσότερο τις χώρες της ευρωζώνης και μεταξύ αυτών πρωτίστως τη Γερμανία. Ποιες είναι οι λύσεις σε μια τέτοια περίπτωση;
Οι λύσεις που υπάρχουν είναι οι ακόλουθες:
• Η χρονική επιμήκυνση του Μνημονίου (με νέους όρους και στόχους) και μετά το 2014. Είναι μια λύση που φαίνεται να προέρχεται κυρίως από το ΔΝΤ. Το θέμα τέθηκε όταν σε αλλεπάλληλες ερωτήσεις πολλών ξένων επενδυτών, που πήραν μέρος στα roadshows του υπουργού Οικονομικών, ρώτησαν επανειλημμένα τι θα γίνει με την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, η οποία φαντάζει δύσκολη. Η απάντηση ήρθε μόνο από την πλευρά του επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ, κ. Πωλ Τόμσεν, ότι υπάρχει το ενδεχόμενο παράτασης της συμφωνίας ή και νέας συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και του ΔΝΤ μόνο. Είναι γνωστό ότι εδώ και αρκετούς μήνες έχουν φανεί και επισήμως οι διαφωνίες στους κόλπους της τρόικας. Εδώ και μήνες το ΔΝΤ σιωπηρά προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την έκβαση του Μνημονίου και έχει αρχίσει τις διαρροές περί «πνιξίματος» της ανάπτυξης από τη δύσκαμπτη δημοσιονομική λογική της ΕΕ, η οποία ενδιαφέρεται κατά τρόπο μονομανή με τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Σύμφωνα λοιπόν με τις υπάρχουσες πληροφορίες το ΔΝΤ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επέκτασης της οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα και πέραν του 2012, οπότε και λήγει το πακέτο διάσωσης των 110 δις ευρώ, αναφέρει σε δημοσίευμά της η Wall Street Journal. Παρά τη στήριξη που έχει λάβει η Ελλάδα μέχρι στιγμής, δεν αποκλείεται μελλοντική συνέχεια ή επιπρόσθετη συμφωνία με το ΔΝΤ μετά τη λήξη της τριετίας, αναφέρει πηγή της γνωστής αμερικανικής εφημερίδας.
Είναι φανερό ότι το ΔΝΤ, ως πολυμερής οργανισμός, δεν έχει ιδιαίτερη δυσκολία να προχωρήσει σε μια νέα συμφωνία με την Ελλάδα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την ΕΕ, η οποία βρίσκεται συνεχώς υπό πολιτική παρακολούθηση και όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται κάτω από συγκεκριμένο πολιτικό σκεπτικό εξυπηρέτησης των εθνικών συμφερόντων πρωτίστως των ισχυρών χωρών αλλά και της πίεσης που ασκείται από την κοινή γνώμη των κατοίκων τους. Η απάντηση σε αυτές τις «σκέψεις» του ΔΝΤ από την ΕΕ ήταν μια κατηγορηματική άρνηση. Σύμφωνα με δηλώσεις του αρμόδιου επιτρόπου κ. Όλι Ρεν η ΕΕ απορρίπτει τα σενάρια περί παράτασης του Μνημονίου μετά το 2014, διαψεύδοντας κατηγορηματικά τα δημοσιεύματα που θέλουν επιμήκυνση της συμφωνίας μετά τη λήξη της.
Φαίνεται λοιπόν ότι πολύ δύσκολα η ευρωζώνη θα συμφωνήσει για νέα δανειοδότηση από τη στιγμή όπου το σχέδιο έχει σαφή χρονοδιαγράμματα για την επιστροφή της χώρας στις αγορές. Η διάχυτη εντύπωση είναι ότι πολύ δύσκολα θα υπάρξει συναίνεση στους κόλπους των «16», και ιδιαίτερα της Γερμανίας, για νέο δανεισμό προς την Ελλάδα, κάτι που απέρριψε και η κ. Άγκελα Μέρκελ επισήμως, κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας. Επίσης θεωρεί ότι το παράδειγμα της Σλοβακίας –η οποία αρνείται από τώρα να καταβάλει το μερίδιο του δανείου που της αναλογεί– ενδέχεται να ακολουθήσουν και άλλες χώρες των οποίων το αναλογούν μερίδιο είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Σλοβακίας. Η πολιτική της ΕΕ στην παρούσα φάση συνίσταται στην αύξηση των πιέσεων για επίσπευση των μεταρρυθμίσεων ώστε μέχρι τα μέσα του 2011 να υπάρχουν σαφή δείγματα γραφής για τις διαρθρωτικές αλλαγές, γιατί αυτές θα πείσουν τις αγορές να ρίξουν τα spreads. Η ΕΕ υποστηρίζει παράλληλα πως με τον μηχανισμό των 750 δις ευρώ, η ευρωζώνη κλείνει το θέμα χρηματοδότησης προβληματικών χωρών. Όμως όπως γίνεται κατανοητό η θέση αυτή της ΕΕ δεν απαντάει στο βασικό ερώτημα που τέθηκε μέσω της υπόθεσης εργασίας στο τι θα γίνει στην περίπτωση που οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν ανταποκριθούν στα αιτήματα αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους το 2012. Θα επιτρέψει σε χώρα μέλος της ευρωζώνης να πτωχεύσει; Στην περίπτωση αυτή όμως τα προβλήματα της ευρωζώνης το πιθανότερο είναι να γίνουν πολλαπλάσια και αίτια μεγαλύτερων αρνητικών επιπτώσεων. Είναι δύσκολο να δεχθεί κανείς ως δεδομένη την άποψη της ΕΕ. Είναι σίγουρο ότι υπάρχει σχέδιο για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος. Αυτό το σχέδιο περιλαμβάνει τη δεύτερη πιθανή λύση του ελληνικού προβλήματος.
Η δεύτερη λύση ονομάζεται «θεσμοθετημένη εθνική πτώχευση με τάξη».Πρόκειται για μια ελεγχόμενη πτώχευση μιας χώρας-μέλους της ευρωζώνης με έναν εύρυθμο τρόπο χωρίς να απειλούν ολόκληρη την ευρωζώνη. Το πρώτο και βασικό συμπέρασμα που συνάγεται από αυτή τη λύση είναι ότι δεν αποκλείονται στο μέλλον πτωχεύσεις χωρών της ευρωζώνης κάτι που φάνταζε αδιανόητο πριν λίγους μήνες.
Για να αποτρέψει μελλοντικά προβλήματα η γερμανική κυβέρνηση προτείνει ένα πακέτο αλλαγών το οποίο θα μπορούσε να σταθεροποιήσει με σημαντικούς τρόπους την δομή της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Όμως ακόμη και τότε, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι μερικές χώρες θα πτωχεύσουν στο μέλλον.
Η προσπάθεια είναι αναγκαία, διότι σημαντικά μέτρα ασφαλείας για να προστατεύσουν το κοινό νόμισμα δεν αποδίδουν. Η Συνθήκη Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία σκοπό είχε να κόψει τον υπερβολικό κρατικό δανεισμό από τη ρίζα του, αποδείχτηκε άχρηστη. Μερικές από τις πιο αυστηρές αρχές τις νομισματικής ένωσης πήγαν στην άκρη, συμπεριλαμβανομένης και της αρχής η οποία απαγορεύει κράτη-μέλη να βοηθούν άλλα σε οικονομικές δυσκολίες. Μόνο με πολιτικά τρικ αμφισβητούμενης νομιμότητας κατάφεραν οι χώρες της ευρωζώνης να αποτρέψουν την κρίση σε τόσο σύντομο διάστημα, η οποία όμως δεν ξεπεράστηκε. Ειδικά οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα αντιμετωπίσουν τεράστια βάρη αν τα τωρινά μέτρα αποτύχουν. Βάσει των αρχών του πακέτου στήριξης η Γερμανία έχει υποσχεθεί 170 δις ευρώ.
Με το σχέδιο της για εύρυθμες εθνικές πτωχεύσεις, η Μέρκελ σκοπεύει να ακυρώσει αυτές τις αδυναμίες μέσα στην νομισματική ένωση. Ελπίζει να εγκαθιδρύσει μια διαδικασία υπό την οποίαν μια πτωχευμένη χώρα θα μπορεί να αναδιαρθρωθεί στο μέλλον. Επίσης, θέλει να αποτρέψει το πρόγραμμα σωτηρίας να γίνει μια μόνιμη κατάσταση στο μέλλον, και ως εκ τούτου μια μόνιμη απειλή για τον γερμανικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό.
Η βασική σκέψη είναι να δομήσει τα σχέδια περισσότερο ως ανάπτυξη του πακέτου σωτηρίας, παρά ως εναλλακτικά σχέδια ως προς αυτό, για να μην μπορεί να θεωρηθούν ως ψήφος μη εμπιστοσύνης στο ήδη υπάρχον ευρωπαϊκό πακέτο διάσωσης των χωρών της ευρωζώνης. Έτσι επιχειρεί να εμφανίσει ως νομιμοποιημένες όλες τις διαδικασίες της ευρωζώνης κάτι που ευελπιστεί να λειτουργήσει κατευναστικά έναντι των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Επίσης σύμφωνα με υπάρχουσες πληροφορίες η Γερμανία βρήκε νομική φόρμουλα βάσει της οποίας η πρόταση για ελεγχόμενo default μιας χώρας-μέλους της ευρωζώνης δεν χρειάζεται να μπει στη Συνθήκη της Λισαβόνας, άρα να επικυρωθεί από τα 27 εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο η πρόταση θα μπορεί να περάσει με πολιτική συμφωνία από το Eurogroup (πιθανά το θέμα θα τεθεί και η όποια τελική απόφαση θα παρθεί στο συμβούλιο κορυφής του Οκτωβρίου).
Ποια είναι τα βασικά σημεία του σχεδίου για την ελεγχόμενη πτώχευση μιας χώρας μέλους της ευρωζώνης;
Σε μια περίπτωση όπου μια χώρα της ευρωζώνης δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της, το σχέδιο προτείνει «ένα κομμένο και ραμμένο συνδυασμό χρονικής επιμήκυνσης της λήξης και μια ταιριαστή μείωση της ονομαστικής αξίας ή του επιτοκίου» των ομολογιών υπό εξέταση. Με άλλα λόγια, οι πιστωτές παίρνουν λιγότερα λεφτά από ότι δικαιούνται, και πρέπει να περιμένουν περισσότερο χρόνο, μια διαδικασία η οποία αναφέρεται ως «κούρεμα».
Η χρεωμένη χώρα παίρνει το μεγαλύτερο κέρδος. Το οικονομικό της βάρος μειώνεται, έτσι ώστε η κυβέρνηση δεν λαμβάνει καινούργια δάνεια για να πληρώσει τα παλαιά. Αυτό μειώνει το βάρος των κυβερνητικών προϋπολογισμών, διότι η χώρα στην συγκεκριμένη συγκυρία θα μπορούσε να δανειστεί μόνον προσφέροντας υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου. Αν συνεχιστεί η διαδικασία δανεισμού με υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου, δημιουργεί νέες τρύπες στους προϋπολογισμούς των χωρών οδηγώντας σε φαύλο κύκλο υπερχρέωσης.
Αλλά και οι πιστωτές θα πρέπει να λάβουν ένα κίνητρο για να εξυπηρετήσουν ένα χρεωμένο κράτος. Με αντίκρισμα την αναίρεση ποσοστού των απαιτήσεων τους έχουν την εγγύηση της υπόλοιπης αξίας των ομολογιών τους η οποία δεν θα είναι περισσότερο από το ήμισυ της ονομαστικής αξίας. Το κέρδος τους είναι ότι δεν θα χρειαστεί να διαγράψουν ολόκληρο το ομόλογο. Το χρεωμένο κράτος πρέπει να πληρώσει ένα εγγυημένο ποσόν, το οποίο σημαίνει ότι και αυτό φέρει ένα μέρος του χρέους.
Επειδή σε μια διαδικασία κουρέματος το λιγότερο από το ήμισυ των χρεών «συγχωρείται», οι πτωχευμένες χώρες παραμένουν με ένα «αρχικό ρίσκο της χώρας». Αυτό το εναπομένον ποσόν λειτουργεί ως σήμα, διότι οι ομολογίες της χώρας συνεχίζουν να διαπραγματεύονται στην αγορά. Αν η πιστοληπτική τους αξιολόγηση τους μειώνεται τότε τα επιτόκια ανεβαίνουν. Με άλλα λόγια οι επενδυτές, κυβερνήσεις και οργανισμοί σωτηρίας είναι μονίμως εν γνώσει της αξιολόγησης της αγοράς.
Η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί ότι τη διαδικασία μπορεί να αναλάβει ένα νέο θεσπισμένο Κλαμπ του Βερολίνου, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «διεθνής εγγυητής». Οι Γερμανοί ειδικοί βλέπουν αυτόν τον οργανισμό σαν «έναν απολιτικό και νομικά ανεξάρτητο οργανισμό».
Το ΔΝΤ θα εμπλακεί στην αναχρηματοδότηση από την αρχική φάση. Οι Γερμανοί ειδικοί βλέπουν το ΔΝΤ να παίζει καθοριστικό ρόλο. Εάν οι εκπρόσωποι του οργανισμού, ο οποίος εδρεύει στην Ουάσιγκτον, αποφασίσουν ότι κούρεμα και αναδιάρθρωση απέτυχαν, τότε αρχίζει η δεύτερη φάση της διαδικασίας.
Είναι πλέον πλήρης αναχρηματοδότηση. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, «αυτό θα απαιτήσει περιορισμούς στις διακριτές εξουσίες εθνικής κυριαρχίας». Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση του κράτους δεν θα μπορεί να διαχειρίζεται πλήρως το ταμείο του.
Η κυβέρνηση θα αντικαθίσταται με «ένα άτομο ή ένα γκρουπ από άτομα, γνώστες των τοπικών χαρακτηριστικών του χρεωμένου κράτους», ο οποίος/το οποίο θα διασφαλίζει τα συμφέροντα του πτωχευμένου κράτους. Το Κλαμπ θα έχει την εξουσία να τοποθετήσει τέτοια άτομα.
Δυστυχώς ή ευτυχώς αυτές είναι οι λύσεις που αυτή τη στιγμή συζητούνται για το ελληνικό πρόβλημα. Βεβαίως οι λύσεις αυτές είναι από όλες τις πλευρές πολύ επώδυνες, χωρίς να είμαστε σήμερα σε θέση να εκτιμήσουμε προβλήματα και απώλειες που θα προκύψουν από την εφαρμογή τους. Το μέλλον φαντάζει αβέβαιο, φθάνει βεβαίως να υπάρχει… μέλλον.
Η ελληνική τραγωδία συνεχίζει να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια των Ελλήνων πολιτών και όλοι αναμένουν τον από μηχανής θεό που θα φέρει την κάθαρση στην διαπιστωμένη Ύβριν. Όμως τι είδους κάθαρση θα είναι; Στη συνέχεια της μελέτης μας θα επιχειρήσουμε μια λεπτομερέστερη αναφορά σε όλα αυτά τα αναδυόμενα προβλήματα.
Καθαρό μήνυμα των χρηματοπιστωτικών αγορών – Εύρυθμη αναδιάρθρωση του χρέους – Οι αναλύσεις για την ελληνική κρίση
«Η αξία των ευρωπαϊκών τραπεζών δείχνουν ότι η πτώχευση της Ελλάδας ίσως είναι θέμα χρόνου. Οι επενδυτές έχουν ήδη πιέσει προς τα κάτω την τιμή των μετοχών τους ώστε αυτό να συνεπάγεται τη “διάβρωση” την αξία τους από τις απώλειες οι οποίες θα επέλθουν από μια αναδιάρθρωση του χρέους Οι τιμές έχουν πέσει κατά 22%. Ένα πακέτο ενός τρις δολαρίων από την ΕΕ και το ΔΝΤ μπορεί να καθυστερήσει την πτώχευση της Ελλάδος και να δώσει το χρόνο στην Ισπανία, την Ιταλία και πιθανόν και στην Πορτογαλία να φτιάξουν τα οικονομικά τους αποφεύγοντας μία ευρύτερη μόλυνση», λένε οι αναλυτές Niklas Magnusson, Elena Logutenkova και Aaron Kirchfeld [43]. Επίσης αναφέρουμε δηλώσεις που συνάδουν με την κρισιμότητα της κατάστασης.
Οι απώλειες μετά από μια ελληνική πτώχευση θα είναι 200 δις δολάρια, λέει ο Jon Peace της Nomura. Παγκοσμίως, οι τράπεζες μπορεί να χάσουν 900 δις δολάρια εάν οι Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία πρέπει να αναδιαρθρώσουν το χρέος τους.
Από την πλευρά μιας και μόνον τράπεζας θα ήταν θαυμάσιο να ξεφορτωθεί το δημόσιο χρέος. Αλλά αν το έκαναν όλοι, η αγορά των κρατικών ομολόγων θα κατέρρεε και τότε θα ερχόταν η πτώχευση. Και στην περίπτωση αυτή το να μην έχεις δημόσιο χρέος δεν σε βοηθάει καθόλου.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες δεν έχουν εξαργυρώσει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ένας λόγος μπορεί να είναι ότι οι δανειστές είχαν αγοράσει ομόλογα όταν διαπραγματεύονταν 20% πάνω από την ονομαστική τους αξία.
Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση διεθνών επενδυτών από το Bloomberg, το73% είπαν ότι η Ελλάδα μάλλον θα κηρύξει πτώχευση. Το 35% είπαν το ίδιο για Πορτογαλία και Ισπανία. Η Ισπανία οφείλει 832 δις δολάρια και η Ιταλία 1,02 τρις σε ευρωπαϊκές τράπεζες.
Ο Dirk Becker στη Φρανκφούρτη είπε πως όλα βασίζονται στο αν θα έχουμε αναδιάρθρωση ή πτώχευση ή τίποτε από αυτά, αλλά η ΕΕ έδωσε ένα καθαρό μήνυμα και το ΔΝΤ είναι στην ίδια βάρκα και επιπροσθέτως έχουμε και μέτρα λιτότητας.
Ο καθηγητής Ρουμπινί υπέδειξε τη χρονική επιμήκυνση των ελληνικών ομολόγων για 5 ή 10 χρόνια, μειώνοντας το επιτόκιο κάτω της αγοράς και κρατώντας την ονομαστική αξία ίδια ώστε να μην γράψουν ζημίες οι τράπεζες. Είπε επίσης ότι η περαιτέρω πορεία του ευρώ πρέπει να είναι πτωτική για να βοηθηθούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες.
Παραθέτουμε εδώ τον πίνακα 23 με τις προσδοκώμενες πιθανότητες πτώχευσης της Ελλάδας σε βραχύ, μέσο και μακρό χρονικό διάστημα ανά τρίμηνο εφέτος με τις αλλαγές προ και μετά Μνημονίου εποχής. Βλέπουμε ότι η αγορά μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2010 έχει αυξήσει τις πιθανότητες για πτώχευση της χώρας από τον 4ο χρόνο μετά το Μνημόνιο. Αυτό και μόνον δείχνει ότι παρόλη τη συμφωνία των 111 δις, η αγορά προβλέπει την πτώχευση ως πολλή πιθανή – δεν πιστεύει δηλαδή όπως και εμείς ότι η συμφωνία είναι αρκετή για την αντιμετώπιση του ΔΧ.
Η μελέτη [44] αρχίζει να αναλύει τις πιθανότητες πτώχευσης πριν και μετά την ανακοίνωση του πακέτου στήριξης της Ελλάδας. Βεβαίως είναι βασισμένη σε ερωτήσεις ειδικών για την πιθανή πτώχευση σε διάστημα δέκα ετών και αυτό ενέχει μια γενικότερη αβεβαιότητα λόγω των συνεχών αλλαγών στις συνθήκες των αγορών.
Πίνακας 23
Την 1 Μαΐου όταν ανακοινώθηκε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθεροποίησης, οι αγορές μείωσαν τις πιθανότητες για πτώχευση της Ελλάδας. Την 1η Σεπτεμβρίου η αγορά θεώρησε ότι η πιθανότητα για πτώχευση τα επόμενα δύο χρόνια μειώθηκε όταν είχε πια ανακοινωθεί ο ΕΜΣ αλλά υψηλότερη σε μεγαλύτερο χρονική ορίζοντα.
Σε άρθρο τους οι Financial Times στις 27 Σεπτεμβρίου 2010 γράφουν ότι η Ελλάδα δεν θα αποφύγει την χρεοκοπία:
«Όπως ένα χρηματοοικονομικό σουβλάκι, έτσι και η Ελλάδα στριμώχνεται στις αγορές ομολόγων. Αποδόσεις που υπερβαίνουν το 10% είναι αδύνατον να πληρωθούν από μία χώρα η οποία από τον Μάιο συντηρείται από τα δάνεια των 110 δις ευρώ της Ευρώπης και του ΔΝΤ. Σχεδόν όλοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιβιώσει χωρίς να προχωρήσει κάποια στιγμή σε αναδιάρθρωση των χρεών της – το ύψος των αποδόσεων δείχνει πιθανότητα χρεοκοπίας της τάξεως του 90% μέσα στην επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ.
Βεβαίως, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου, δεν συμφωνεί με αυτήν την εκτίμηση. Ο βρετανομαθής οικονομολόγος προσπαθεί να γοητεύσει τόσο τους Ευρωπαίους ομολόγους του όσο και τους υποψήφιους επενδυτές, επιμένοντας ότι δεν υπάρχει πιθανότητα χρεοκοπίας. Εκτός από όλα τα άλλα, υποστηρίζει, θα πυροδοτούσε μία ακόμη κρίση που θα συμπαρέσυρε την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, προκαλώντας ανεπανόρθωτη ζημία στην ευρωζώνη.
Η υπονοούμενη απειλή του θα ήταν ακόμη πιο ανησυχητική εάν η Πορτογαλία και η Ιρλανδία δεν έχαναν από μόνες τους την αξιοπιστία τους. Οι επενδυτές ζητούν τώρα μεγαλύτερες αποδόσεις από αυτές πριν συμφωνηθεί το ευρωπαϊκό ταμείο διάσωσης των 750 δις ευρώ τον Μάιο. Τα CDSs της Ιρλανδίας είναι πλέον υψηλότερα απ’ ό,τι του Ντουμπάι ή του Λιβάνου.
Οι ζημίες των ομολόγων έχουν αφήσει βαθιές πληγές στον ψυχισμό των τοπικών επενδυτών. Προς το παρόν, τουλάχιστον, κανείς από τους διεθνείς επενδυτές ή τους αξιωματούχους δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί πλήρως τις επιπτώσεις.
Γεγονός είναι ότι έχει συζητηθεί αρκετά το πόσο ανόητη είναι η άποψη ότι τα ομόλογα που απολαμβάνουν υψηλή αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας δεν ενέχουν επενδυτικό κίνδυνο. Παρόλα αυτά, πολλά χαρτοφυλάκια εξακολουθούν να στηρίζονται σε χρηματοοικονομικές θεωρίες που βασίζονται σε αποδόσεις ομολόγων χωρίς επενδυτικό κίνδυνο.
Οι αξιωματούχοι φαίνεται πως έχουν μάθει ακόμη λιγότερα από τους επενδυτές. Πρώτα ήταν η φάρσα των stress tests των ευρωπαϊκών τραπεζών, τα οποία εξέτασαν τον αντίκτυπο του ελληνικού πανικού μόνο στα ομόλογα που διατηρούνται στα trading book των τραπεζών.
Έχει μετατραπεί σε κοινοτοπία, ενώ κανονικά θα έπρεπε να σοκάρει: οι τράπεζες μπορούν να έχουν όση δανειακή εξάρτηση θέλουν, αρκεί να τοποθετούν τα κεφάλαια σε κρατικά ομόλογα.
Είναι εύκολο να δεχτεί κανείς το επιχείρημα πως η κρατική χρεοκοπία είναι απίθανη: κανένα ανεπτυγμένο κράτος δεν έχει υπαναχωρήσει των υποχρεώσεών του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον 19ο αιώνα όμως οι χρεοκοπίες ήταν πιο συχνές και τα κράτη πολλές φορές θεωρούνταν πιο επικίνδυνη τοποθέτηση χρημάτων απ’ ότι ο ιδιωτικός τομέας. Η Ισπανία, επί παραδείγματι, οδηγήθηκε σε χρεοκοπία 87 φορές τον 19ο αιώνα, ενώ η Ελλάδα τουλάχιστον 4 φορές.
Τι δείχνει λοιπόν η μεταπολεμική εμπειρία, πλήρη μεταστροφή από την τάση του παρελθόντος ή μήπως προσωρινή ανάπαυλα σε μία ευρύτερη τάση;
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι δεν πρόκειται για τίποτε από τα δύο. Οι ανεπτυγμένες χώρες με χαρά προχώρησαν σε χρεοκοπίες τα τελευταία 60 χρόνια, όμως χωρίς να φαίνεται, μέσω του πληθωρισμού και υποτιμήσεων.
Γι’ αυτόν το λόγο η προσοχή στρέφεται στην ευρωζώνη, όπου τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να καταφύγουν ούτε στην υποτίμηση ούτε στο να τυπώσουν χρήμα για να λύσουν τα προβλήματά τους.
Οι επενδυτές άρχισαν αυτόν τον χρόνο να κάνουν κατηγοριοποιήσεις εντός της ευρωζώνης. Ακόμη και η Γαλλία είδε τα spreads των ομολόγων της να αυξάνονται σε σύγκριση με τους αντίστοιχους γερμανικούς τίτλους.
Σε διεθνές επίπεδο, η αποτίμηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ανεπτυγμένων χωρών παραμένει τουλάχιστον θολή. Ο κ. Jerome Booth, επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης της εταιρίας διαχείρισης κεφαλαίων Ashmore, δίνει έναν ουσιώδη ορισμό των αναδυόμενων αγορών: “Είναι οι αγορές όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αποτιμάται σωστά”. Είναι αμφίβολο βεβαίως κατά πόσον αυτή η αποτίμηση είναι σωστή τώρα (βάσει των CDSs, η Κολομβία είναι πιο ασφαλής επενδυτικά σε σύγκριση με το Βέλγιο, επί παραδείγματι), αλλά είναι αληθές ότι ο κίνδυνος δεν αποτιμάται σχεδόν καθόλου στις ασφαλέστερες ανεπτυγμένες αγορές.
Ακόμη και στην ευρωζώνη, όπου οι επενδυτές αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που θέτει η κρίση στο ιρλανδικό τραπεζικό σύστημα, ή το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδας λόγω του ελλείμματός της, τα ομόλογα αποτιμώνται βάσει της εκτίμησης ότι η Γερμανία δεν έχει κανέναν επενδυτικό κίνδυνο.
Όλα αυτά έχουν σημασία γιατί επιτρέπουν σε χώρες να θεωρούνται αρκετά ασφαλείς –όπως θεωρούνταν και η Ελλάδα μέχρι πέρυσι– ώστε να δανείζονται πολύ φθηνά. Δεν θα έπρεπε να προκύψει οικονομική κρίση για να θυμηθούμε ότι τα φθηνά δάνεια οδηγούν σε μη διατηρήσιμες δαπάνες.
Τα ανεπτυγμένα κράτη έχουν ήδη αρχίσει να υπαναχωρούν των υποσχέσεών τους καθώς προσπαθούν να θέσουν υπό έλεγχο τις δαπάνες τους. Προς το παρόν πάντως, έχουν επιλέξει να αναδιαρθρώσουν τις υποσχέσεις τους για δημόσιες δαπάνες –ειδικότερα για τις συντάξεις– αντί να πλήξουν τους πιστωτές τους. Όπως επισημαίνει και ο κ. Willem Buiter της Citigroup, η επιλογή αυτή είναι βιώσιμη μόνο εάν το πολιτικό κόστος είναι λιγότερο από αυτό που θα ακολουθούσε μία πτώχευση.
Για την Ελλάδα, όμως, η οποία αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει τουλάχιστον το 8% των φορολογικών της εσόδων για να εξυπηρετεί τα δάνειά της, σχεδόν για πάντα, η πιθανότητα χρεοκοπίας αναπόφευκτα θα γίνει πιο ελκυστική κάποια στιγμή.
Όταν η Αθήνα τελικά κηρύξει πτώχευση, τότε οι αγορές ομολόγων ίσως αρχίσουν να συμπεριφέρονται στα κράτη με τον τρόπο που είχε συστήσει και ο Ζορμπάς: “Ο άνδρας είναι ένα κτήνος”, είχε δηλώσει. “Εάν είσαι σκληρός μαζί του, σε σέβεται και σε φοβάται. Εάν είσαι καλός μαζί του, σου ξεριζώνει τα μάτια”».
Από τις παραπάνω αναλύσεις βγαίνουν αρκετά συμπεράσματα από τις απόψεις και θέσεις των αναλυτών πάνω στο ΔΧ της Ελλάδος. Όπως είναι κατανοητό, κανένα οικονομικό σχέδιο δεν είναι πλήρες γιατί υπόκειται στην τυχαιότητα. Κανένα οικονομικό ή κοινωνικό σχέδιο δεν είναι γραμμικό. Όταν κανείς συζητά ένα σχέδιο για τη σωτηρία της πατρίδος από την οικονομική και ηθική μέγγενη στην οποία βρίσκεται πρέπει να σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά για να πάρει και την ευθύνη των λόγων του και της πιθανής υλοποίησής των.
Οι υπάρχοντες τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος
Από τις αρχές του 19ου αιώνα έχουμε εκατοντάδες πτωχεύσεις και αναχρηματοδοτήσεις χρεών. Στις περισσότερες φορές αυτό ήταν αποτέλεσμα ταραγμένων πολιτικών γεγονότων της εποχής: πόλεμοι, επαναστάσεις ή εμφύλιες συγκρούσεις, γεγονότα που καθιστούσαν τις κυβερνήσεις ανίκανες ή αρνητικές για να πληρώσουν, π.χ. Τουρκία, Βουλγαρία ή Αυστροουγγαρία σταμάτησαν τις πληρωμές σε πιστώτριες εχθρικές χώρες στις αρχές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Το Μεξικό (1914), Ρωσία (1917), Κίνα (1949), Τσεχοσλοβακία (1952), Κούβα (1960) αρνήθηκαν τα χρέη τους μετά από επαναστάσεις κυρίως με την καθοδήγηση των κομμουνιστικών κομμάτων.
Μερικές χώρες, όπως η Αυστρία (1802, 1868) και η Ρωσία (1839) πτώχευσαν μετά από ήττες σε πολέμους, ενώ η Ισπανία (1831) και η Κίνα (1921) πτώχευσαν μετά από εμφύλιες συρράξεις. Σε μερικές από αυτές οι οικονομικές αιτίες έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην έκρηξη των πολιτικών γεγονότων τα οποία στη συνέχεια οδήγησαν σε πτώχευση. Πάντως οι πτωχεύσεις ή οι αρνήσεις πληρωμών ήταν επουσιώδεις συγκρινόμενες με τις πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις με τις οποίες ήταν συνδεδεμένες, ενώ κάθε οικονομική αιτία ήταν πρωταρχικά εγχώρια.
Πριν από όλες τις πτωχεύσεις έχουν προηγηθεί μεγάλες πιστωτικές επεκτάσεις (υψηλή ροή δανειστικών κεφαλαίων) στη διεθνή ροή κεφαλαίου.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα έχουν παρατηρηθεί εννέα δανειστικές εκρήξεις [45], στις οποίες ενεπλάκησαν τα παρακάτω κράτη:
• στις αρχές της δεκαετίας 1820: τα νέα ανεξάρτητα κράτη της Λ. Αμερικής και μερικά ευρωπαϊκά κράτη·
• στη δεκαετία του 1830: οι ΗΠΑ, Ισπανία, Πορτογαλία·
• από το 1860 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1870: οι χώρες της Λ. Αμερικής, οι ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές Χώρες, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Αίγυπτος·
• από τα μέσα μέχρι το τέλος του 1880: οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, χώρες της Λ. Αμερικής·
• τη δεκαετία πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ν. Αφρική, η Ρωσία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι χώρες των Βαλκανίων και μερικές χώρες της Λ. Αμερικής·
• τη δεκαετία του 1920: η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Κούβα·
• στη δεκαετία του 1970: χώρες της Λ. Αμερικής, η Ισπανία, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία, η Πολωνία, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Ινδονησία, διάφορες αφρικανικές χώρες·
• στη δεκαετία του 1990: οι χώρες της Λ. Αμερικής, της αναδυόμενης Ασίας, οι πρώην κομμουνιστικές χώρες·
• στη δεκαετία του 2010: η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, το Εκουαδόρ, η Ρουμανία, η Ουγγαρία.
Οι κύριες πηγές αυτών των κεφαλαιακών ροών ήταν:
• η Μ. Βρετανία και η Γαλλία στο 19ο αιώνα·
• οι Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία και ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα·
• οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία στο μεσοδιάστημα των δύο πολέμων·
• οι ΗΠΑ και μερικές χώρες της Δ. Ευρώπης στη δεκαετία του 1970·
• οι ΗΠΑ, μερικές χώρες της Δ. Ευρώπης και Ιαπωνία στη δεκαετία του 1990.
Σήμερα η Ελλάδα είναι ουσιαστικά μια χώρα που έχει χρεοκοπήσει, η οποία όμως τυπικά δεν μπορεί ή σωστότερα δεν της επιτρέπουν να χρεοκοπήσει. Το συμπέρασμα περί της ουσιαστικής χρεοκοπίας συνάγεται από σειρά παράγοντες και όχι μόνο από την άνοδο των ασφαλίστρων κινδύνου των ελληνικών ομολόγων όπως θα δούμε στη συνέχεια. Το συμπέρασμα της τυπικά αδυναμίας χρεοκοπίας συνάγεται από τις ρητές αποφάσεις του Συμβουλίου των Αρχηγών της ευρωζώνης (25 Μαρτίου 2010).
Πριν αναφερθούμε όμως σε αυτά τα σημαντικότατα ζητήματα θεωρούμε σκόπιμο να ανατρέξουμε στις προηγούμενες χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους από την περίοδο της ελληνικής επαναστάσεως του1821.
Πίνακας 24
Οι χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους
Πηγές: Αλογοσκούφης και Λαζαρέτου (2002), Πολυδώρου (2009), Μαλούχος (2009).
Η πρώτη εξ αυτών όπως φαίνεται από τον πίνακα 24 έγινε το 1827, δηλαδή ουσιαστικά πριν την ίδρυσή του ως ανεξάρτητο κράτος. Μάλιστα η ίδρυση της κρατικής οντότητας του ελληνικού έθνους συμβάδισε και με τη δυνατότητα καταλογισμού των χρεών.
Η προτελευταία έγινε 78 χρόνια από σήμερα επί Ε. Βενιζέλου. Η τελευταία είναι αυτή που ζούμε σήμερα με κυβέρνηση Γ.Α. Παπανδρέου.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και σχολιασμό υπάρχουν τρεις πιθανοί τρόποι αντιμετώπισης του υπέρογκου ΔΧ γενικά και ειδικότερα του ελληνικού. Ο πρώτος είναι ο μέχρι σήμερα σχεδιασμός της ΕΕ/ΔΝΤ και της ελληνικής κυβέρνησης. Ο σχεδιασμός αυτός είναι βασισμένος στο περιώνυμο «Μνημόνιο» μεταξύ τριμερούς επιτροπής και ελληνικής κυβέρνησης. Με αυτό παρέχονται 110 δις ευρώ για τρία χρόνια για την πληρωμή των ληξιπροθέσμων δανείων της χώρας. Πέραν αυτού υπάρχει ένα πρόγραμμα λιτότητας στον δημόσιο τομέα, η μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, μηδενισμός ελλειμμάτων ΔΕΚΟ, αλλαγή στο συνταξιοδοτικό, αύξηση φορολογίας και περιορισμός της φοροδιαφυγής, εξορθολογισμός του ΕΣΥ, συνταγογράφησης και όλων των υπηρεσιών του Δημοσίου. Σε αυτό το πρόγραμμα περιστέλλονται οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις και βέβαια αναπόφευκτα με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων μειώνονται τα έσοδα από την κατανάλωση. Ήδη ο δημόσιος τομέας ενώ έχει μειώσει τις πληρωμές του έχει αυξήσει τα έσοδά του μόνο κατά 5% έναντι προβλέψεων αύξησης της τάξης του 14%.
Η μέχρι σήμερα πορεία αυτού του προγράμματος δεν έχει φέρει ορατά θετικά αποτελέσματα. Έχει ανοίξει όμως τουλάχιστον μια δημόσια συζήτηση για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τη δυσλειτουργία του δημόσιου τομέα, τις ανεπάρκειες του ιδιωτικού τομέα και την αποτυχία του πολιτικού συστήματος συλήβδην για την αντιμετώπιση της οικονομίας της χώρας.
Πολλοί ειδικοί συμφωνούν ότι το ελληνικό ΔΧ δεν μπορεί να αποπληρωθεί με τον τρόπο με τον οποίον η κυβέρνηση και η τρόικα έχουν οργανώσει την οικονομική διάσωση της Ελλάδας, αλλά και με τα επιτόκια με τα οποία δανείζεται η χώρα και με τον οικονομικό και διοικητικό τρόπο λειτουργίας του κράτους και της ιδιωτικής οικονομίας της Ελλάδας. Τα μαθηματικά για τον υπολογισμό της αύξησης ή μείωσης του μεγέθους του δημόσιου χρέους είναι η ακόλουθη εξίσωση [46].
Ό,τι βρίσκεται μέσα στην παρένθεση περιγράφει το λεγόμενο «φαινόμενο της χιονοστιβάδας». Όπως η χιονόμπαλα μεγαλώνει καθώς κυλάει έτσι και το ΔΧ αυξάνεται σε χιονοστιβάδα. Σε αυτήν την εξίσωση το D είναι το συνολικό χρέος, το Υ είναι το ΑΕΠ σε ονομαστικές τιμές, το PD είναι το έλλειμμα, το i είναι το ονομαστικό επιτόκιο, και το SF είναι η ρύθμιση του ελλείμματος-χρέους. Από αυτήν την εξίσωση βλέπουμε ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα για την ομαλή αποπληρωμή του χρέους με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 4% για εφέτος και με ανεργία της τάξεως του 12%. Βεβαίως υπάρχει μια «μαύρη οικονομία της τάξης του 25% του ΑΕΠ (Economist, 16/8/2010). Επίσης, υπάρχουν 90 δις ευρώ καταθέσεις Ελλήνων υπηκόων σε τράπεζες του εξωτερικού (στοιχεία Εθνικής Τραπέζης). Αν όλα αυτά μπορούσαν να λειτουργήσουν σε βάθος χρόνου και με αποτελεσματικό τρόπο για νέες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, τότε ίσως θα μπορούσε να υπάρχουν ορισμένες ελπίδες επιτυχίας μέσω της ανάπτυξης. Αυτήν τη χρονική περίοδο πάντως η κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει κανένα πρόγραμμα για ουσιαστικές επενδύσεις και αύξησης θέσεων εργασίας. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι υπό τις παρούσες συνθήκες και όπως αναλύθηκε πάρα πάνω μέσα στο όρια των ιστορικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας μαθηματικά το χρέος θα αυξάνεται με το φαινόμενο της χιονοστιβάδας και δεν μπορεί να αποπληρωθεί με βάση την υπάρχουσα δομή και λειτουργία της ελληνικής οικονομίας διότι οι προϋποθέσεις χαμηλών επιτοκίων, θεαματικής αύξησης του ΑΕΠ και παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας δεν υπάρχουν. Άρα το σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης δεν θα φέρει το ποθητό αποτέλεσμα για τη χώρα, την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Αναλύθηκε πιο πάνω με απόλυτα τεχνικό τρόπο το πόσο δύσκολο έως ανέφικτο είναι η μείωση του ελλείμματος για την ελληνική οικονομία, καθώς και η επίτευξη του στόχου της επιστροφής στις αγορές. Εδώ θα κάνουμε μια στοχευμένη αποτύπωση των συνθηκών «επί του εδάφους» της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας.
Πρώτον, υπάρχει η εγγενής αδυναμία του ελληνικού Δημοσίου να εισπράξει φόρους και εργατικές εισφορές. Ο κρατικός αυτός μηχανισμός είναι ανοργάνωτος, ελλιπώς μηχανογραφημένος, διεφθαρμένος, ελεγχόμενος από κομματικούς συνδικαλιστικούς φορείς και ταυτόχρονα σπάταλος. Αυτός είναι και ο λόγος της αποτυχίας του να συλλέξει φόρους. Αυτή η συγκεκριμένη κατάσταση δεν μπορεί να βοηθήσει στην προσπάθεια αύξησης των δημόσιων εσόδων.
Δεύτερον, υπάρχει ένα απηρχαιωμένο και χρονοβόρο σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Τα δικαστήρια λειτουργούν μόνον επτά μήνες το χρόνο με πλημμελή επάνδρωση γραμματειακής και ερευνητικής υποστήριξης και με ανύπαρκτη μηχανοργάνωση. Επίσης, η πολυνομία δημιουργεί μεγάλες αργοπορίες στην εκδίκαση των υποθέσεων, διοικητικών, ποινικών και αστικών. Υπάρχουν ήδη μισό εκατομμύριο υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούν και εκατό σαράντα χιλιάδες νέες ετησίως. Μεγάλο μέρος αυτών των υποθέσεων είναι φορολογικές, με αποτέλεσμα το κράτος να μην μπορεί να εισπράξει τις απαιτήσεις του για πολλά χρόνια ίσως και μία δεκαετία.
Το τρίτο πρόβλημα είναι η φιλοσοφία και ο τρόπος αντιμετώπισης των οποιωνδήποτε μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση την οποίαν επιθυμεί το Μνημόνιο αλλά και πάγιες θέσεις της ΕΕ από εδώ και μία δεκαετία. Παράδειγμα, το πρόσφατο και σε εξέλιξη ζήτημα του ανοίγματος των εμπορευματικών μεταφορών. Το ίδιο συνέβη πριν μήνες με τους αγρότες. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με άλλους τομείς της οικονομίας. Σε λίγο χρόνο το ίδιο θα συμβεί και στον τομέα της ενέργειας. Το πρόβλημα είναι η επί σειρά ετών υποχώρηση των κυβερνήσεων λόγω του πολιτικού κόστους σε σειρά αιτημάτων δίχως οικονομική ή νομική βάση. Η διατήρηση αυτής την νοοτροπίας και στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, είχε ως αποτέλεσμα της εκάστοτε μεγιστοποίηση των αιτημάτων, τα οποία δεν ξεκινούσαν σχεδόν ποτέ με την αρχή του συμβιβασμού. Ο μόνος ίσως τομέας ο οποίος είχε γενικά τις πιο μετριοπαθείς απαιτήσεις και παρουσίαζε συμβιβαστικές συμπεριφορές ήταν ο τομέας των εργατικών συνδικάτων και αυτό γιατί ήταν ο πιο αδύνατος τομέας να ασκήσει ουσιαστική πίεση ή εκβιασμό προς τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Για αυτό παρατηρούμε το φαινόμενο της χαμηλότερης αμοιβής σε αυτόν το χώρο από ότι στο δημόσιο ή στις ΔΕΚΟ.
Γενικότερα, οι ποσοτικές μεταβολές οι οποίες απαιτούνται από το Μνημόνιο χρειάζονται τις ποιοτικές μεταβολές της διοικητικής μηχανής για να επιτευχθούν. Αυτό είναι ίσως πιο δύσκολο στην παρούσα περιρρέουσα ατμόσφαιρα πολιτικής και ηθικής αμφισβήτησης στην ελληνική κοινωνία.
Η δεύτερη πρόταση για την αντιμετώπιση του ΔΧ είναι η πρόταση άρνησης του χρέους (repudiation of debt) και της αποπληρωμής του ως εργαλείο απελευθέρωσης από τα δεσμά μιας ύφεσης για χρόνια, μείωσης του εθνικού εισοδήματος με μείωση της προσφοράς, και μείωσης του εισοδήματος των εργαζομένων. Μια πρώτη κίνηση για να αρνηθεί κανείς το χρέος είναι να το ανακηρύξει και να προσπαθήσει να αναγνωρισθεί ως odious debt, δηλαδή ως επαχθές ή αισχρό χρέος. Πράγματι, μια ομάδα οικονομολόγων, Ελλήνων και ξένων, έχουν συζητήσει και προτείνει την άρνηση του χρέους. Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την έννοια, την ιστορία και τη διεθνή πρακτική πάνω σε αυτό το ζήτημα. Το αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης είναι ότι η άρνηση του χρέους είναι μια ανέφικτη νομική και οικονομική λύση.
Οι πατέρες της πολιτικής οικονομίας Σμιθ και Ρικάρντο, αναφέρονται στο θέμα της άρνησης του χρέους. Πάντως, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ιστορικά τα δημόσια χρέη δημιουργήθηκαν εν πολλοίς από την ανάγκη δανεισμού για την διεξαγωγή πολέμων. Ας μην ξεχνάμε παρεμπιπτόντως, ότι και ο Αδόλφος Χίτλερ αρνήθηκε την πληρωμή γερμανικών κρατικών και ιδιωτικών ομολόγων θεωρώντας ότι προέρχονταν από το χρέος της συνθήκης των Βερσαλλιών. Η γερμανική κυβέρνηση το 1952 αποδέχτηκε το χρέος και αποπλήρωσε τους ομολογιούχους έως το 1969 με μια αναδιαπραγμάτευση. Η θέση της άρνησης του χρέους έχει διάφορους εκφραστές, όπως θα δούμε πάρα κάτω, αλλά αυτό δεν χαρακτηρίζει κανέναν και με κανέναν τρόπο. Εδώ συζητάμε για ένα σχέδιο επί της σημερινής σκληρής πραγματικότητας για όλους.
Ποια είναι η έννοια της άρνησης του χρέους; Είναι η μονομερής καταγγελία ενός συμβολαίου. Υπάρχει μια ολόκληρη θεωρία πολιτική (Ρουσσώ), νομική (θεωρία συμβολαίων) και θεσμική για την έννοια και την αξία του συμβολαίου. Πρακτικά λοιπόν, κάποιοι έχουν υπογράψει ένα συμβόλαιο και αργότερα κάτω από διαφορετικές συνθήκες το αρνούνται. Πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε πάνω σε ποια βάση μπορούμε ή όχι να αρνηθούμε το ελληνικό δημόσιο χρέος. Η άρνηση στηρίζεται πάνω στη θεωρητική βάση την οποία διατύπωσε πρώτος ο Αλέξανδρος Ναούμ Σακ το 1927, θεμελιώνοντας την έννοια του odious debt, του αισχρού ή επαχθούς χρέους. Το αισχρό χρέος κατά τον Σακ έπρεπε να ικανοποιεί τρία κριτήρια: πρώτον, να έχει συναφθεί από ένα δεσποτικό πολίτευμα· δεύτερον, να μην έχει χρησιμοποιηθεί για το συμφέρον ή για τις γενικές ανάγκες του λαού· και τρίτον, ο δανειστής ήταν εν γνώσει των δύο πρώτων. Η γενική αρχή των αισχρών δανείων βασίστηκε πάνω στο σκοπό και στη χρήση ενός συγκεκριμένου δανείου ή δανείων, αλλά αυτή η βάση διευρύνθηκε πάνω στη βάση των παρανόμων πολιτευμάτων [47]. Αυτή η διεύρυνση της έννοιας επικέντρωσε πρόσφατα την αρχική έννοια της άρνησης του χρέους στη βάση των πολιτευμάτων δίχως νομιμοποίηση κυρίως για χρέη του Τρίτου Κόσμου.
Συνεχίζοντας την ιστορική αναδρομή του θέματος θα δούμε ότι οι πολιτείες του Μισισιπή, του Αρκάνσας, της Φλόριντας, του Μίσιγκαν και της Λουϊζιάνας αρνήθηκαν το 1840 την πληρωμή του χρέους τους. Από τότε μέχρι το 1988 όπου και πτώχευσε η Ένωση για τις απαιτήσεις των κατόχων ξένων ομολογιών του Λονδίνου, υπήρχε αυτή η διένεξη. Οι πολιτείες βέβαια ως μέλη των ΗΠΑ δεν ήταν απαραίτητο να δανειστούν από το εξωτερικό. Πάντως, όποτε η πολιτεία του Μισισιπή δανείστηκε, ποτέ δεν της προσέφεραν δάνειο από το Λονδίνο.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα θιασώτη της άρνησης του χρέους από την πλευρά των σκληρών μονεταριστών:
Είναι ειρωνικό ότι ο Μόλντιν (αναλυτής ο οποίος πιστεύει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να σταματήσει τις πληρωμές αλλά εντός του ευρώ και να αναδιαπραγματευθεί το χρέος της) δεν υποστηρίζει [την άρνηση του χρέους] μια και ό ίδιος λέει ότι είναι οπαδός του φον Μίζες, του Χάγιεκ και του Ρόθμπαρντ. Από αυτούς, όλοι θα είχαν εξεγερθεί με την προοπτική της συνέχειας αυτής της απάτης στην Αθήνα. Ο Ρόθμπαρντ ειδικότερα υποστήριζε την άρνηση του δημόσιου χρέους, διότι το χρέος υπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτικών και ιδιαίτερα συμφέροντα εις βάρος της κοινωνίας γενικότερα [...] Οι πολιτικοί χρεώνονται για να το ξοδέψουν πέρα από ότι είναι φρόνιμο ή ηθικό, για να αγοράσουν ψήφους, κυρίως ψήφους των συνδικάτων. Αυτή είναι η περίπτωση της Ελλάδος, όπου επαναλαμβανόμενες απεργίες από καθηγητές, λιμενεργάτες, αγρότες και άλλους απαντήθηκαν με μεγαλύτερες αμοιβές και παροχές. Αυτό το σύστημα είναι μια απάτη και κλέβει τα χρήματα των φορολογουμένων. Γιατί πρέπει να αρπάζονται κέρδη γενεών (μην κάνετε λάθος η φορολογία είναι κλοπή, είναι η αρπαγή περιουσίας υπό τον φόβο της βίας) για να συνεχίζουν να υποστηρίζουν εγκληματίες, πολιτικούς, τραπεζίτες και συνδικαλιστές; Μια στάση πληρωμών θα κατέστρεφε τη δυνατότητα της κυβέρνησης να δανειστεί και έτσι θα σταματούσε την απάτη. Οι πολιτικοί δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι για το τίποτε: αν ήθελαν να αυξήσουν τους μισθούς θα έπρεπε να αυξήσουν τους φόρους την ίδια ώρα αντί να το αφήσουν για κάποτε στο μέλλον μετά τις επόμενες εκλογές. Ναι, η στάση πληρωμών θα πείραζε μερικούς, τους ομολογιούχους. Μα, είναι απόλυτα δίκαιο εφόσον τα ελληνικά και τα ισπανικά και τα ιταλικά και τα πορτογαλικά ομόλογα και τα ιρλανδικά έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τα γερμανικά ή τα ελβετικά. Αυτοί οι επενδυτές πήραν ένα ρίσκο όπως και εκείνοι οι οποίοι αγόρασαν παράγωγα για τη στάση πληρωμών για τέτοια χρέη. Τους πρέπει να χάσουν λεφτά και μάλιστα περισσότερο αυτοί οι οποίοι αγόρασαν παράγωγα για την ασφάλιση του κινδύνου. Στην πραγματικότητα, όπως το ξεκαθαρίζει ο Ρόθμπαρντ, οι πιστωτές είναι μέρος της ληστείας, ένοχοι για αποδοχή προϊόντων κλοπής. Βαρέθηκα να ακούω ανοησίες: ότι αν οι τράπεζες και οι επενδυτές χάσουν τα λεφτά τους θα έρθει το τέλος του κόσμου. Αυτό είναι ένα παραμύθι το οποίο ταΐζουν σε ένα ευκολόπιστο και αδαές κοινό ώστε να δικαιολογήσουν τη μεταφορά της περιουσίας [του κοινού] στις πιο ισχυρές τράπεζες. Ποιο είναι το τέλος του κόσμου; Ο Πόλεμος [...] ή μια κρίση τραπεζών; Ο πόλεμος είναι [μια κρίση τραπεζών] δεν είναι τίποτε [...] παραγωγικά μέσα αλλάζουν χέρια, αυτό είναι όλο. Δεν χρειάζεται κανείς να πεινάσει, και η ανεργία μπορεί να είναι σύντομη, εκτός αν η γραμμή της κυβέρνησης, εμποδίζει τις απαραίτητες στάσεις πληρωμών ώστε να μεταφερθούν πάγια στοιχεία σε παραγωγική ιδιοκτησία. Με το να μεταφέρουν τις ζημίες στο κοινό, τότε το κεφάλαιο σπαταλιέται, παραγωγικά μέσα μένουν άεργα και χάνονται δουλειές [48].
Από την άλλη μεριά ο Αυστραλός οικονομολόγος Keen, λέει:
Πρέπει να διαγράψουμε το χρέος, να πτωχεύσουμε τις τράπεζες, να εθνικοποιήσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να αρχίσουμε ξανά από την αρχή. Χρειαζόμαστε ένα Ιωβηλαίο του εικοστού πρώτου αιώνα. [Οδηγούμεθα] σε μια ατελείωτη ύφεση εκτός αν απαρνηθούμε το χρέος, το οποίο δεν έπρεπε να έχει παραχωρηθεί από την αρχή. [Να μια σημαντική παρατήρηση, δεν έπρεπε να δοθούν ποτέ τόσα δανεικά.] Εάν διατηρήσουμε τον παρασιτικό τραπεζικό τομέα ζωντανό, η οικονομία πεθαίνει. Πρέπει να σκοτώσουμε τα παράσιτα και να δώσουμε την ευκαιρία στην πραγματική οικονομία να αναπτυχθεί ξανά και να σταματήσουμε τους χρηματιστές [απατεώνες] να ξανακάνουν το ίδιο το οποίο έκαναν ξανά.
Τοποθετούμε τον Keen στο χώρο των κλασσικών Πλατωνιστών, των αναθεωρητών οι οποίοι θέλουν να καθαρίσουν την επιφάνεια και να αρχίσουν από την αρχή.
Υπάρχει και μια άλλη άποψη για το θέμα της άρνησης του χρέους η οποία σημειώνεται από το οικολογικό κίνημα. Λέει:
Υπάρχει και μια άλλη άποψη για το θέμα της άρνησης του χρέους η οποία σημειώνεται από το οικολογικό κίνημα. Λέει:
Επίσης πολλοί ιδεαλιστές, αλλά όχι λιγότερο άνθρωποι με κοινή λογική, αισθάνονται την ευκαιρία να αρνηθούμε τη μη-διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αυτό που φαίνεται το πιο εύσπλαχνο σύστημα [αναφέρεται στο μοντέλο Κέυνς και στην πλήρη απασχόληση] μπορεί να δημιουργήσει στο τέλος βαθύτερη εξάρτηση σε ένα άκαρδο σύστημα και αυτό το οποίο φαίνεται σκληρό και φοβερό [εννοεί την οικολογική πρόταση για από-ανάπτυξη] μπορεί να ανοίξει το δρόμο για μια πιο μικρή οικονομία και έναν περισσότερο ευχάριστο κόσμο. Τα κράτη έθνη είναι σημαντικά πιόνια στο παιγνίδι δύναμης και οικονομικής διαρπαγής του μοντέρνου κόσμου. Χωρίς αυτά δεν θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης και ελέγχου οι άνθρωποι και οι φυσικοί πόροι… Χρειαζόμαστε οικολόγους και όχι οικονομολόγους [49].
Βλέπουμε λοιπόν ότι το θέμα της άρνησης του χρέους συζητείται και από τους κλασσικούς φιλελεύθερους, και από τους ριζοσπάστες· πώς να τους ονομάσω δημοκράτες σοσιαλιστές ίσως; Αλλά και από τους οικολόγους με την άποψη της απo-ανάπτυξης (de-growth) (Latouche).
Οι πρώτοι δεν θέλουν να βλέπουν δημόσιο χρέος για κανέναν λόγο· οι δεύτεροι θέλουν να το απαρνηθούν, αλλά τι θα κάνουν στη συνέχεια; Θα δημιουργήσουν δημόσιο χρέος με εσωτερικό δανεισμό ή θα δανείζονται από το εξωτερικό με έντιμο και λελογισμένο τρόπο; Οι τρίτοι θέλουν την καταστροφής της οικονομικής μέγα-μηχανής (όρος του Mumford που τον ετυμολογούσε και στις πόλεις τις οποίες εξοβελίζει κάθε συνεπής οικολογική άποψη), του έθνους-κράτους, επιζητούν από-ανάπτυξη (de-growth) και οικονομία προσαρμοσμένη στο περιβάλλον και τους περιορισμένους φυσικούς πόρους.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι οι στόχοι και τα κίνητρα μιας τέτοιας αναθεωρητικής κίνησης είναι πολλοί και αντιφατικοί. Δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για το πού στοχεύουν τέτοιες προτάσεις και εμείς θα πρέπει να συζητήσουμε όλες τις απόψεις. Όλες έχουν την αξία τους, τα υπέρ και τα κατά. Η πρόταση του Κeen είναι προφανώς αυτή που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι ως κίνηση με ελληνική χροιά.
Φτάνοντας στο 2000 υπήρξε η ιδέα του λεγομένου «Ιωβηλαίου», του χρέους το οποίο κηρύχθηκε από την οργάνωση Χριστιανική Βοήθεια εκ μέρους της Καθολικής Εκκλησίας το οποίο επικεντρωνόταν στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Πράγματι, για τις χώρες αυτές, όπου τα δάνεια είχαν συναφθεί από δικτάτορες ή είχαν διοχετευθεί στο εξωτερικό από διεφθαρμένες ελίτ, η άρνηση του χρέους ήταν μια οικονομική επιταγή για να μπορέσουν οι χώρες αυτές να επιβιώσουν. Εδώ το ζήτημα παρουσιάζονταν κυρίως ως ηθικό.
Τα χρέη εγείρουν ένα ηθικό θέμα και για τους δανειστές και για τους δανειζόμενους. Θα προτείνουμε ότι με την αρχή του ωφελιμισμού (το μεγαλύτερο καλό για τους περισσότερους) η διαγραφή των χρεών ωφελεί τους περισσότερους, δηλαδή τους δανειζόμενους οι οποίοι είναι δέσμιοι των δανείων. Αυτό το οποίο δεν λύνεται με την εφαρμογή αυτής της ηθικής θεωρητικής βάσης είναι το πρόβλημα της επόμενης μέρας, δηλαδή της ανάγκης νέου δανεισμού. Οι λίγοι οι οποίοι θα υποστούν τη ζημία, οι δανειστές, δεν θα θελήσουν να δανείσουν πάλι τους διαγραφείς των χρεών. Για να εξετάσουμε λοιπόν το θέμα πρέπει να αρχίσουμε από τους δανειστές. Διαθέτουν αυτοί ένα ηθικό κριτήριο για την πράξη δανεισμού; Μέχρι σήμερα όχι. Το κριτήριο δανεισμού είναι η πιθανότητα επιστροφής των κεφαλαίων, η απόδοσή τους ή η πολιτική επιρροή του δανειστού, όταν πρόκειται για κράτη.
Θεωρητικά τα δάνεια πηγαίνουν για το καλό των πολλών. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα του τρόπου χρήσης των δανείων και όχι του δανείου αυτού καθ’ αυτού. Αν ετίθετο θέμα χρήσης του δανείου, αυτό θα σήμαινε ότι οι δανειστές θα πρέπει να θέσουν όρους προς τους δανειολήπτες ex ante ως προς το σκοπό και τον τρόπο διάθεσης του δανείου. Αυτό θα ήταν η εφαρμογή του δεύτερου κριτήριου του Σακ. Εφόσον οι δανειστές θα το εφάρμοζαν ex ante, τότε θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να κατοχυρώσουν ότι τα δάνεια θα διατεθούν βάσει των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Πρακτικά για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχουν την εποπτεία της διάθεσης των δανείων και αυτό συνεπάγεται την εμπλοκή τους σε θέματα οικονομικής πολιτικής και ανάληψης μέρους της εθνικής κυριαρχίας του δανειολήπτη. Αυτό βέβαια έχει νομικές και πολιτικές παραμέτρους οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει συγκεκριμένες ούτε έχουν επιλυθεί.
Το πρώτο κριτήριο δανειοδότησης, η πολιτική, και κατά συνέπεια ηθική νομιμοποίηση του εκάστοτε καθεστώτος δημιουργεί άμεσα πολιτικά προβλήματα μεταξύ κρατών. Θέτει τη διαδικασία της δανειοδότησης ως κριτήριο νομιμοποίηση πολιτικών καθεστώτων πράγμα το οποίο αντιβαίνει την έννοια της ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας, το οποίο είναι κατοχυρωμένο και από τον ΟΗΕ. Δηλαδή, μόνον όταν το καθεστώς έχει την πολιτική και ηθική νομιμοποίηση θα μπορεί να αποδεχθεί δάνεια τα οποία δεν θα εμπίπτουν στα κριτήρια του αισχρού χρέους.
Το 2007 δημοσιεύτηκε η μελέτη του ΟΗΕ για το πρόβλημα των αισχρών δανείων η οποία ανέλυε τη νομική βάση της διαπραγμάτευσης ενός τέτοιου θέματος [50]. Μέχρι σήμερα δεν έχει διαμορφωθεί μια τέτοια νομολογία ούτε ένα σώμα, ας πούμε όργανο του ΟΗΕ το οποίο θα αποφάσιζε ex ante, τον χαρακτηρισμό κάποιου δανείου και τη δικαιοδοσία των δανειστών να επιβλέπουν τη χρήση των.
Μετά από την παραπάνω ανάλυση, πώς θα μπορούσε να θέσει μια νέα ελληνική κυβέρνηση την άρνηση του χρέους; Ως χρέος μιας πρώην παράνομης κυβέρνησης ή ως χρέος το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε επ’ ωφελεία του λαού; Το πρώτο δεν μπορεί να τεθεί, εφόσον υπήρχε δημοκρατική κυβέρνηση τα τελευταία 36 χρόνια. Το δεύτερο θα ήταν ενδιαφέρον και θα είχε αντικείμενο. Η υπάρχουσα κατάσταση περιγράφεται ως εξής: «Υπάρχει νομική θεωρία για debt repudiation προερχόμενη από νομολογία και τις θέσεις Σακ, αλλά δεν υπάρχει ακόμη η νομική έννοια του όρου. Δεν έχει ακόμη γίνει καθαρό στην νομική επιστήμη σε τι ακριβώς αναφέρεται το επαχθές ή αισχρό χρέος όπως είναι ξεκάθαρη η έννοια του διαζυγίου, του δανείου, της κλοπής, της ιδιοκτησίας» [51]. Μια νέα ελληνική κυβέρνηση, δεν θα μπορούσε να θέσει καν θέμα άρνησης του χρέους με βάση νομικά κριτήρια. Ίσως να κάνουμε και λάθος, και θα θέλαμε όμως έναν αντίλογο πάνω σε αυτό.
Στο δημόσιο διεθνές δίκαιο είναι αποδεκτό ότι τα κράτη έχουν συνέχεια ασχέτως κυβερνήσεων ή πολιτικών συστημάτων. Μέχρι στιγμής η οποιαδήποτε άλλη νομική προσφυγή για το θέμα της άρνησης του χρέους με βάση τη μη αναγνώριση κυβερνήσεων θα είναι θέμα νομικής διένεξης, η οποία δεν θα έλυνε το πρόβλημα της άρνησης του χρέους.
Μπορεί να υπάρξει πολιτική αποσύνδεση ενός νέου πολιτικού συστήματος από ένα προηγούμενο, αλλά νομική αποσύνδεση από τη συνέχεια του κράτους δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί όπως είδαμε πιο πάνω. Εκτός αν μιλάμε για την κατάλυση του ελληνικού κράτους και την αντικατάστασή του από τι; Δεν πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο υπονοείται από κανέναν. Θα πρέπει το θέμα να αναλυθεί έτσι ώστε να ξέρουμε σε ποια βάση αρνούμεθα το χρέος και πιο υποκείμενο αποτελεί συνέχεια του παλαιού και απορριφθέντος.
Στη συνέχεια πολλοί προτείνουν πέραν της άρνησης του χρέους, την έξοδό μας από το ευρώ. Ούτε η μονομερής έξοδος από το ευρώ έχει νομική ισχύ. Μια νέα ελληνική κυβέρνηση, έστω και αν διαρρήξει μονομερώς τις νομικές δεσμεύσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων, αυτό δεν συνεπάγεται την αυτόματη νομική θεμελίωση αυτής της μονομερούς κίνησης [52]. Άλλωστε η αποχώρηση από το ευρώ συνεπάγεται και την αποχώρησή μας από την ΕΕ.
Από τη μελέτη μάλιστα για την αμερικανική άρνηση του χρέους της Κούβας, συνάγεται ότι η άρνηση του χρέους βασίστηκε στο ότι το χρέος της Κούβας ήταν χρέος της Ισπανίας και άρα δεν μπορούσε να το οφείλει η Κούβα, η οποία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος μετά την εισβολή των ΗΠΑ το 1898. Σε μια άλλη περίπτωση, σε αυτή της Κόστα Ρίκα, εμφαίνεται ότι η χρήση των δανειακών κεφαλαίων ήταν για την προσωπική χρήση του Προέδρου και όχι για το κράτος. Ο δικαστής Ταφτς, κλασσικός συντηρητικός, απεφάνθη ότι η Καναδική Τράπεζα η οποία είχε χορηγήσει το δάνειο δεν είχε δικαίωμα να εισπράξει το δάνειο για αυτόν το λόγο και όχι γιατί το καθεστώς ήταν δικτατορικό [53].
Το τελευταίο επεισόδιο στο θέμα αυτό είναι η προσφυγή των ΗΠΑ για την άρνηση χρέους του Ιράκ, μετά την εισβολή των Αμερικανών. Η επιτροπή ακύρωσε ένα μεγάλο μέρος των χρεών του Ιράκ μια και οι χώρες οι οποίες χρηματοδότησαν το Ιράκ πιέστηκαν από τους Αμερικανούς να το απαλλάξουν από τα χρέη τα οποία είχαν συσσωρευτεί από τον Σαντάμ Χουσεΐν [54]. Γενικά, η πρόταση του αισχρού χρέους παίρνει τη χροιά της καταγγελίας ενός δικτάτορα των χωρών του Τρίτου Κόσμου, περιγραφή η οποία εγείρει ηθικά προτάγματα και συμπάθεια για την αποδοχή της άρνησης του χρέους από την κοινή γνώμη, η οποία πιέζει τους δανειστές προς την άποψη ότι τα δάνεια δεν χρησιμοποιήθηκαν για το λαό. Αλλά, ούτε και αυτό σημείο δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό γιατί μπορεί όντως δάνεια ή μέρος δανείων να πήγαν για νοσοκομεία, δρόμους σχολεία, γέφυρες [55]. Στην περίπτωση της Ελλάδας το θέμα της άρνησης του χρέους δεν βλέπουμε πως μπορεί να θεμελιωθεί νομικά έτσι ώστε να πείσουμε τους πιστωτές ότι έχουμε τουλάχιστον ένα ηθικό έρεισμα για να απαιτήσουμε τη διαγραφή του χρέους. Θα μπορούσε κανείς να προβάλει και να αποδείξει ότι η πολιτική ηγεσία διοχέτευσε τα χρήματα των δανείων στο εξωτερικό και δεν τα χρησιμοποίησε για τους πολλούς; Ακόμη και αν αποδείξουμε ότι ένα μέρος των δανείων πήγαν στις τσέπες πολιτικών και φίλων τους, και πάλι αυτό δεν θα μπορέσει να θεμελιώσει την απαίτησή μας να διαγραφούν τα χρέη ως αισχρά ex post.
Η διαδικασία αυτή θα μας απέκλειε από τις αγορές για δανεισμό και πιστώσεις. Η χώρα θα σέρνονταν στην ανυποληψία. Μην ξεχνάμε ότι η νέα κυβέρνηση της Σλοβακίας αρνήθηκε να δώσει τα χρήματα τα οποία είχε υπογράψει στο Μνημόνιο, γιατί θεώρησε ότι μια φτωχή χώρα όπως αυτή δεν μπορεί να δίνει χρήματα σε μια πλούσια, όπως η Ελλάδα η οποία σπατάλησε τα δάνειά της. Το επιχείρημα της Σλοβακίας δεν είναι μόνο οικονομικό (φτωχοί–πλούσιοι), αλλά και ηθικό (σπαταλήσαμε τα δάνεια). Δεν έχουμε το ηθικό πλεονέκτημα για να δηλώσουμε άρνηση του χρέους με βάση το δεύτερο κριτήριο του Σακ για το επαχθές χρέος. Η δε εσωτερική κριτική εναντίον του διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου, δεν αρκεί για να θεμελιώσει μια γενική έννοια όπως ορίζεται από το πρώτο κριτήριο για να αποδεχθούν οι πιστωτές μας τη διαγραφή των χρεών.
Ας υποθέσουμε όμως ότι αυτό το σενάριο παίρνει σάρκα και οστά, και βέβαια αποχωρούμε από το ευρώ μονομερώς αλλά και από την ΕΕ και εκδίδουμε το δικό μας νόμισμα. Τι μπορεί να συμβεί;
Η νέα κυβέρνηση θα προσπαθήσει να δανειστεί ή θα κάνει εσωτερικό δανεισμό; Θα ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό; Θα μηδενίσει τα ελλείμματα; Δεν νομίζω ότι πιστεύει κανείς ότι θα μπορέσουμε να δανειστούμε, και ότι αν μπορέσουμε να δανειστούμε θα το πετύχουμε με λογικά επιτόκια. Όλα αυτά χρειάζονται απαντήσεις για το τι θέλουμε να κάνουμε μετά την άρνηση χρέους. Για αυτόν το λόγο το ζήτημα δεν μπορεί να εξαντληθεί έτσι απλά.
Πάντως, από την ιστορία οκτακοσίων ετών χρεών, πτωχεύσεων και αρνήσεων χρέους, ένα έργο των Reinhart και Rogoff [56], το συμπέρασμα είναι ότι πάρα πολλά κράτη χρεώθηκαν και πτώχευσαν. Άλλα αρνήθηκαν το χρέος με διάφορους τρόπους, αλλά όλα αυτά τα κράτη ξαναχρεώθηκαν. Ένα άλλο χρήσιμο συμπέρασμα από αυτήν την έρευνα είναι ότι μια μεγάλη προσφορά δανειακού χρήματος προηγείται πάντα των πτωχεύσεων. Αυτό είναι μια σημαντική παρατήρηση από τη μελέτη των στοιχείων. Πράγματι, το ελληνικό δημόσιο χρέος πέραν της δικής μας απίστευτης κακοδιαχείρισης και ληστείας διαφόρων ομάδων ήταν ένα χρέος το οποίο δημιουργήθηκε από την προσφορά φτηνού χρήματος από τις τράπεζες, δανειακό χρήμα το οποίο έθρεψε τη ζήτηση και όχι τις επενδύσεις στην παραγωγή. Οι τράπεζες είναι συνένοχες σε αυτήν τη διαδικασία υπερπροσφοράς φτηνού χρήματος το οποίο, δημόσιο και ιδιώτες δανείστηκαν αφειδώς και κατέληξαν σε αυτό το απίστευτο κατρακύλισμα. Σε αυτή την περίπτωση ο τραπεζίτης επιβεβαιώνει την εικόνα του ανθρώπου ο οποίος σου δανείζει μια ομπρέλα με ήλιο και στη ζητάει πίσω όταν βρέχει.
Θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε την τρίτη λύση ως το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους, ως μέρος μιας πραγματικής αντίδρασης απέναντι σε ό,τι πραγματώθηκε από τις τράπεζες και ως μία πιθανή και ουσιαστική οικονομική διέξοδο από την ασφυξία του δημοσιονομικού χρέους της πατρίδας μας.
Αναδιαπραγμάτευση του χρέους: τα δύο βασικά κέντρα για αυτήν τη διαδικασία είναι τα Κλαμπ των Παρισίων και του Λονδίνου. Στο πρώτο διαπραγματεύονται τα χρέη κρατών προς κράτη, στο δεύτερο γίνεται η διαπραγμάτευση κρατών με τράπεζες και ιδιώτες ομολογιούχους. Πρόσφατα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω η Γερμανία βρίσκεται στη διαδικασία δημιουργίας του Κλαμπ του Βερολίνου. Είναι το σημείο της διαπραγμάτευσης χρεών μεταξύ χωρών του ευρώ. Είναι ο θεσμός ο οποίος θα διαπραγματεύεται τις πιθανές πτωχεύσεις κρατών-μελών του ευρώ, όπως η Ελλάδα.
Οι συνήθεις πρακτικές αναχρηματοδοτήσεις είναι: το «κούρεμα» της ονομαστικής αξίας, η μέση μείωση του τοκομεριδίου, η χρονική επέκταση των περιόδων πληρωμών.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Suter (1992) [57] που αναφέρεται στην αναπροσαρμογή του ΔΧ σε περιπτώσεις πτώχευσης κατά τη διάρκεια των περιόδων 1820–1870, 1871–1925 και 1926–1975 χρησιμοποιήθηκαν οι ακόλουθοι τρόποι:
• η χρονική αναδιάρθρωση του χρέους·
• η μείωση του επιτοκίου δανεισμού· και
• η μείωση της ονομαστικής αξίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή οι διακανονισμοί που επιτεύχθηκαν ήσαν διαχρονικά σκληροί για τους δανειστές. Στην πρώτη περίοδο, οι μειώσεις της ονομαστικής αξίας ήταν πολύ σκληρές. Τα επιτόκια δανεισμού μειώθηκαν περίπου κατά 15% και το 81% των καθυστερημένων τόκων κεφαλαιοποιήθηκαν σε νέα ομόλογα (χωρίς σύνθετο ανατοκισμό). Στη δεύτερη περίοδο τα ποσοστά των καθυστερημένων τόκων κεφαλαιοποιήθηκαν κατά 72%, τα επιτόκια μειώθηκαν κατά 16% και η ονομαστική αξία κατά 23%.
Στην περίοδο μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, οι πτωχεύσεις οδήγησαν σε μεγαλύτερες απώλειες μεταξύ των επενδυτών: μόνο το 35% των καθυστερημένων τόκων αναγνωρίστηκαν κατά μο. Οι τόκοι «κουρεύτηκαν» κατά 34% και η ονομαστική αξία κατά 23%, χωρίς καμία αντισταθμιστική υποσημείωση σε περιουσιακά στοιχεία.
Οι Jorgensen και Sachs [58] εξέτασαν τις απώλειες των ομολογιούχων σε τέσσερις μεγάλες περιπτώσεις πτωχεύσεων τη δεκαετία του 1930: Βολιβία, Χιλή, Κολομβία και Περού, συγκρίνοντας την Παρούσα Αξία (ΠΑ) των βασικών υποχρεώσεων πριν την πτώχευση με την αντίστοιχη μετά την πτώχευση και οι δύο προεξοφλούμενες με το τρέχον διεθνές επιτόκιο ισορροπίας. Σε όρους ΠΑ τα αποτελέσματα ήταν τα ακόλουθα: 37% για την Κολομβία, 61% για το Περού, 69% για τη Χιλή και 92,0% για τη Βολιβία.
Οι χρεοκοπίες συνήθως καθοδηγήθηκαν τουλάχιστον από έναν από τους παρακάτω λόγους:
• χειροτέρευση των όρων εμπορίου της δανειζόμενης χώρας·
• ύφεση στον πυρήνα των χωρών που προμήθευσαν τα κεφάλαια·
• αύξηση του κόστους του διεθνούς δανεισμού, η οποία προέρχεται από τις δανείστριες χώρες λόγω π.χ. εφαρμογής στενότερης νομισματικής πολιτικής·
• οικονομική κρίση στις μεγαλύτερες δανειζόμενες χώρες, η οποία μεταδίδεται διεθνώς διαμέσου χρηματοπιστωτικών και εμπορικών δεσμών.
Ως εκ τούτου γίνεται κατανοητό γιατί η Γερμανίδα πρωθυπουργός Μέρκελ έχει προτείνει τη δημιουργία ενός μηχανισμού για την αναδιαπραγμάτευση του ελληνικού ΔΧ [59].
Σύμφωνα λοιπόν με τα αναφερόμενα στο συγκεκριμένο άρθρο, η γερμανική κυβέρνηση, η οποία φοβάται ένα διαρκές βάρος για τους φορολογούμενους, προετοιμάζει ένα σύνολο κανόνων χρεοκοπίας για χώρες της ευρωζώνης. Θα απαιτήσει ιδιώτες επενδυτές να φέρουν μερικό από το οικονομικό βάρος και θα υποχρεώσουν τις χώρες οι οποίες θα επηρεαστούν να παραδώσουν την εθνική τους κυριαρχία. Το σχέδιο είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει αντίσταση. Ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε σε πλήρη συμφωνία με την Μέρκελ, είπε: «Πρέπει να σκεφτούμε για το πώς σε μία ακραία περίπτωση, τα κράτη-μέλη θα πτωχεύουν με έναν εύρυθμο τρόπο χωρίς να απειλούν ολόκληρη την ευρωζώνη». Με το να εγκρίνουν το πακέτο άμεσης ανάγκης όλοι όσοι αναμείχθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της Μέρκελ, του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί, του Ευρωπαίου επιτρόπου Μπαρόσο και του Έλληνα πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, απλά κερδίζουν χρόνο τον οποίον πρέπει να χρησιμοποιήσουν για να μειώσουν τα ελλείμματα. Αυτό είναι αληθινό ειδικά για την Ελλάδα η οποία θα έχει να αναδιαρθρώσει τον προϋπολογισμό της όταν το πακέτο διάσωσης λήξει το 2013, αλλά και για ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Από την άλλη πλευρά αυτές οι χώρες θα αναγκαστούν να διατηρήσουν το δείκτη αξιοπιστίας τους εάν ελπίζουν να συνεχίσουν να δανείζονται. Ο σκοπός της ανάπτυξης αυτού του σχεδίου των ειδικών της γερμανικής κυβέρνησης είναι να τακτοποιήσουν μια κατάσταση η οποία ξέφυγε, ανάμεσα στον ενθουσιασμό για το πρόγραμμα σωτηρίας. «Ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να εμπλακεί στη διαδικασία, έτσι ώστε οι φορολογούμενοι να μην είναι οι μόνοι οι οποίοι θα φέρουν το οικονομικό βάρος», λέει το σχέδιο.
«Ο ομολογιούχος παίρνει ένα πρίμιουμ ρίσκου με το κουπόνι, έτσι λοιπόν θα πρέπει να φέρει και το ρίσκο». Η χρεωμένη χώρα παίρνει το μεγαλύτερο κέρδος. Το οικονομικό της βάρος μειώνεται, έτσι ώστε η κυβέρνηση δεν χρεώνεται καινούργια χρέη για να πληρώσει τα παλαιά. Αυτό μειώνει το βάρος των κυβερνητικών προϋπολογισμών, διότι η χώρα μπορεί να δανειστεί νέα κεφάλαια μόνον προσφέροντας υψηλότερα πρίμιουμ ρίσκου. Η κρίση αυτή της υπερχρέωσης πρίμιουμ ρίσκου δημιουργεί νέες τρύπες στους προϋπολογισμούς των χωρών, χειροτερεύοντας με αυτόν τον τρόπο την κρίση [60].
Το σκεπτικό σκληραίνει τη θέση, ειδικά απέναντι στους πιστωτές, αλλά επίσης και απέναντι στο υπερχρεωμένο κράτος. Εάν εφαρμοστεί θα σημαίνει τη θεσμοθετημένη απώλεια κυριαρχίας από την κυβέρνηση του υπερχρεωμένου κράτους από το ΔΝΤ και το νέο Κλαμπ του Βερολίνου, τουλάχιστον στην τελική φάση. Αυτή η προοπτική και μόνο θα είχε αποτέλεσμα πειθαρχίας σε χώρες οι οποίες δαπανούν υπέρμετρα. Σύμφωνα επίσης με ανταπόκριση του Γαλλικού Πρακτορείου [61] η Γαλλία στηρίζει το γερμανικό σχέδιο για να επιτραπεί η πτώχευση στην ΕΕ.
Το Βερολίνο και το Παρίσι πλησιάζουν σε μια συμφωνία για κανόνες πτώχευσης για χρεωμένες χώρες-μέλη του ευρώ. Γάλλοι αξιωματούχοι υπέδειξαν την υποστήριξή τους για τους κανόνες της γερμανικής κυβέρνησης για την κατάσταση πτώχευσης μιας χώρας-μέλους του ευρώ. Εξέφρασαν όμως τον σκεπτικισμό τους για την πρόταση δημιουργίας του νέου «Κλαμπ του Βερολίνου» για αυτό το σκοπό. Το ήδη υπάρχων «Κλαμπ των Παρισίων» για τις χώρες πιστωτές είναι αρκετό, λένε οι ίδιοι.
Παρόλα αυτά οι Γάλλοι επίσημοι αντέδρασαν στη γερμανική πρόταση να δημιουργηθεί ένα καινούργιος θεσμός με την ονομασία «Κλαμπ του Βερολίνου» για να διαχειρίζεται τα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του χρέους. Υπέδειξαν αντίθετα ότι το υπάρχον Κλαμπ των Παρισίων μπορεί να διεκπεραιώσει τη δουλειά. Το Κλαμπ των Παρισίων είναι ένα μη τυπικό γκρουπ επισήμων από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, οι οποίοι συναντώνται για να διευθετήσουν αναδιαρθρώσεις χρεών για χρεωμένες χώρες.
Οι πτωχεύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε διάφορα είδη αναδιαρθρώσεων τα οποία είναι δυνατόν να δεχτούν οι πιστωτές. Η υπόθεση της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Κατά μέσον όρο η διαδικασία αυτή για χώρες του Τρίτου Κόσμου διαρκούν 7,5 χρόνια [62]. Το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια αναδιαπραγμάτευση είναι ο χρόνος. Μακρόσυρτες διαδικασίες έστω και με «κούρεμα» στο τέλος καταλήγουν ίσως και σε υψηλότερα χρέη. Προφανώς, οι υποστηρικτές της άρνησης του χρέους θα πουν ότι επιχειρηματολογούμε σε βάρος της θέσης μας. Όμως, η προσπάθεια την οποίαν κάνουμε είναι να δοθεί μια συνολική εικόνα για το τι πραγματικά συμβαίνει και ποιες είναι οι πραγματικές πιθανότητες για κάθε λύση. Ζούμε σε έναν δύσκολο και πολύπλοκο κόσμο. Καμία λύση για την πατρίδα δεν είναι εύκολη. Δυστυχώς, παρόλο που η Anne Krueger, υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ από το 2001, έχει προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα διεθνές όργανο για την αντιμετώπιση των αναδιαπραγματεύσεων του δημόσιου χρέους, αυτό το σχέδιο δεν έχει προχωρήσει.
Καταρχάς ας δούμε μερικά στοιχεία για το τι εννοούμε με τον όρο «αναδιαπραγμάτευση». Έχει παρουσιαστεί [63] μια πολύ σοβαρή μελέτη για το δημόσιο χρέος της ευρωζώνης και της Ελλάδας, καθώς και ο υπολογισμός του «κουρέματος» του κεφαλαίου του δανείου για τις διάφορες χώρες της ευρωζώνης. Οι πίνακες τους οποίους παραθέτει ο Middleton προτείνουν πιθανό κούρεμα 30% για το άμεσο μέλλον και έως 47% το 2012 ανάλογα με το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ και ρυθμού αύξησης του χρέους.
Η ελληνική κυβέρνηση καθώς και η ΕΕ και το ΔΝΤ δεν θέλουν να ακούσουν για αναδιαπραγμάτευση. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτον, μια αναδιαπραγμάτευση εν αταξία θα δημιουργήσει προβλήματα στην Ελλάδα (θέμα χρόνου) και στην ΕΕ (θέμα εμπιστοσύνης στο ευρώ). Ο Thomas Mayer διευθυντής οικονομολόγος της Deutsche Bank είπε πρόσφατα: «Μόνον η μείωση του ελλείμματος δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα του χρέους […] σχεδόν κανένας από όσους ξέρω δεν πιστεύουν ότι μπορεί να λυθεί δίχως αναδιαπραγμάτευση». Ο C. Buiter, διευθυντής Οικονομικών Υπηρεσιών της Citicorp, στις 17 Ιουνίου 2010 σε ομιλία του, είπε χαρακτηριστικά:
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθυστερούν την αναπόφευκτη αναδιαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους γιατί είναι “δειλοί” [στην ουσία τους είπε “κατρουλήδες”] γιατί δεν θέλουν να σώσουν τις τράπεζές τους… Έχω νέα για αυτούς οι οποίοι έφτιαξαν αυτό το πρόγραμμα. Λογικά η στιγμή για να πτωχεύσει μια χώρα μονομερώς είναι η στιγμή που έχει μεγάλο χρέος και όχι έλλειμμα… Αυτό πρέπει να γίνει στην αρχή του επομένου έτους με κούρεμα 30%, ώστε η Ελλάδα να φτάσει σε ποσοστό 80% χρέους προς ΑΕΠ… Αν πάει ως το 2012 το κούρεμα θα φτάσει στο 40%... [αυτό περίπου το οποίο λέει η παραπάνω ανάλυση που παραθέσαμε]… Ο χρόνος τον οποίον χρειάζονται είναι ο χρόνος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες –γερμανικές και γαλλικές– για να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους [το ίδιο ισχύει και για τις ελληνικές οι οποίες έχουν μεγάλο αριθμό ομολόγων] ώστε να επιβιώσουν από το “κούρεμα” ή να αφαιρέσουν τα χρέη από τους ισολογισμούς τους….
Ερχόμαστε λοιπόν στο θέμα της αναδιαπραγμάτευσης με τάξη και οργάνωση. Στο νομικό κείμενο των Buchheit και Gulati, υπάρχει μια πλήρης νομική ανάλυση του θέματος [64]. Υπάρχουν και εδώ υπέρ και κατά, νομικά και κυρίως πολιτικά επιχειρήματα σε σχέση με τη θέση της ΕΕ, του ευρώ και της αξιοπιστίας του νομίσματος. Παρόλα αυτά οι δύο νομικοί θεωρούν ότι μια τέτοια διαδικασία, εφόσον έχει πολιτικά αποφασιστεί μπορεί να τελειώσει μέσα σε έξη μήνες. Αυτό είναι κεφαλαιώδες, γιατί μια αναδιαπραγμάτευση ετών θα καταλήξει σε καταστροφή όπως είπα πάρα πάνω.
Προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε το θέμα όσο πιο απλά γίνεται, αν και είναι σύνθετο και πολύπλοκο. Η πρώτη συνιστώσα της αναδιαπραγμάτευσης είναι η πολιτική βούληση η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα τέτοιο εγχείρημα. Η δεύτερη συνιστώσα είναι ο τομέας των διαπραγματεύσεων. Οι οικονομολόγοι έχουν κάνει μελέτες και έχουν κατασκευάσει μοντέλα τα οποία χρησιμοποιούν θεωρία παιγνίων όπως το «δίλλημα του φυλακισμένου» [65]. Προσπαθούν να αναλύσουν ποια θα ήταν η πιο κατάλληλη απόφαση για τους πιστωτές και τον δανειολήπτη σε μια διαπραγμάτευση. Πόση έκπτωση θα δεχτούν και πόση είναι απαραίτητη για τον δανειζόμενο να σταθεί οικονομικά στα πόδια του. Η τρίτη συνιστώσα σε μια αναδιαπραγμάτευση του χρέους είναι η νομική πλευρά. Αυτή η πλευρά είναι σημαντικότατη, γιατί το όλο θέμα βασίζεται στη νομοθεσία του κράτους χρεώστη και τη διεθνή νομοθεσία περί ομολόγων τα οποία υπόκεινται σε συλλογικές διαπραγματεύσεων, καθώς και στα νομικά πλαίσια της ΕΕ. Το σχέδιο της Γερμανίας είναι μια πρώτη θεσμική αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Πρόσφατα διέρρευσε η πληροφορία από τη γερμανική κυβέρνηση ότι βρέθηκε νομική φόρμουλα για τη δημιουργία του Κλαμπ του Βερολίνου δίχως την τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας [66].
Η Γερμανία στην πρόσφατή σύνοδο του Συμβουλίου πρότεινε αυτόματες κυρώσεις σε κράτη-μέλη τα οποία παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αυτό το έκανε διότι μέχρι την πρόσφατη κρίση το σχέδιο αυτό αποδείχτηκε αναποτελεσματικό. Η αποτυχία του ήταν ότι κανείς δεν πρότεινε κυρώσεις για όσους είχαν παραβεί το ΣΤΑ, πράγμα το οποίο είχε κάνει και η ίδια η Γερμανία λόγω του κόστους επανενοποίησης της Γερμανίας.
Στις συναντήσεις Μέρκελ-Σαρκοζί, μόλις πριν λίγες μέρες, η Μέρκελ υπέκυψε στις πιέσεις Σαρκοζί να αποσύρει το σχέδιο, και να συμβιβαστεί με την «όπισθεν ψήφο», δηλαδή με την ψηφοφορία η οποία μια σταθμισμένη μειοψηφία δεν θα υποστήριζε την επιβολή κυρώσεων. Επίσης αποφασίστηκε η τροποποίηση των συνθηκών από τους 27. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι θα πάρει πολλά χρόνια για να εγκριθεί μια τέτοια αλλαγή, αν ποτέ εγκριθεί. Μέσα σε αυτόν το συμβιβασμό υπάρχει πιθανόν και η συμφωνία για μία αναδιάρθρωση των χρεών, όπως αυτών της Ελλάδας. «Εάν μια συμφωνία για μια εύρυθμη αναδιάρθρωση χωρών δεν περάσει, τότε οι ΗΠΑ θα γιορτάσουν. Αυτό θα σημάνει ότι η σταθερότητα του ευρώ θα απολυθεί», είπε ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, Ζίμμερμαν [67]. Ο συμβιβασμός της Μέρκελ έγινε αρνητικά δεκτός στη Γερμανία. Το σημαντικότερο είναι ότι ο Τρισέ, πρόεδρος της ΕΚΤ, δεν προσυπέγραψε το ανακοινωθέν διότι είναι υπέρμαχος των αυτόματων κυρώσεων.
Είναι προφανές, ότι μετά από μια μεγάλη θύελλα, όπως η ελληνική, έρχεται, μια μικρή ανάπαυλα· οι κυβερνήσεις αρχίζουν να βλέπουν τα προβλήματα υπό το πρίσμα των συμβιβασμών και των λύσεων του μικρότερου κοινού παρονομαστή. Η συνέχεια της ΕΕ παίζεται σε κάθε απόφαση για αναθεώρηση λαθών και πραγματική απόφαση για κοινή οικονομική διακυβέρνηση.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η πολιτική βούληση και της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και της ΕΕ, σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητη προϋπόθεση και για την εύρυθμη αναδιάρθρωση του ελληνικού ΔΧ.
Η τρίτη λύση, η αναδιαπραγμάτευση του ΔΧ είναι τεχνικά δύσκολη, χρειάζεται τη θεσμική βάση της ΕΕ εφόσον η θέση μας είναι ότι αυτή πρέπει να γίνει μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και του ευρώ, αλλά νομίζουμε ότι είναι εφικτή. Αυτό άλλωστε είναι και το ουσιαστικό σημείο του γερμανικού σχεδίου εφόσον οι άλλες λύσεις δεν αποδώσουν. Και για την περίπτωση της Ελλάδος δεν φαίνεται να μπορούν να αποδώσουν. Στην ερώτηση γιατί οι τράπεζες και οι δανειστές μας να δεχτούν μια τέτοια λύση, απαντούμε ότι δεν θα μπορούν να κάνουν αλλιώς. Η απειλή της πτώχευσης, και η απώλεια όλων των χρημάτων τους θα τους κάνουν να δεχτούν τη μείωση του χρέους. Και αυτό βέβαια δεν είναι θέμα πολιτικής βούλησης μόνον, αλλά είναι ζήτημα οικονομικής ανάγκης.
Από το πακέτο των 80 δις η ΕΕ έφτασε να δημιουργήσει ένα πακέτο 750 δις. Αυτό μας δείχνει προς ποια κατεύθυνση οδεύει η ΕΕ, η οποία ακόμη προσπαθεί μαζί με άλλες αποφάσεις για το νόμισμα, τη δημοσιονομική σταθερότητα να οδεύσει προς την πολυπόθητη κοινή οικονομική πολιτική. Το σχέδιο της καγκελαρίου Μέρκελ εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος αντιμετώπισης των υπό πτώχευση κρατών. Οι κινήσεις αυτές δείχνουν προς την κατεύθυνση μιας προσπάθειας επιβίωσης της ΕΕ. Άλλωστε όπως έχουμε ήδη τονίσει στο πρόσφατο παρελθόν [68], η ελληνική κρίση χρέους αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα στην παρούσα διεθνή συγκυρία γιατί εμπεριέχει νέα προβλήματα οικονομικού και γεωπολιτικού ενδιαφέροντος τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι χώρες της Δύσης και κυρίως οι κυρίαρχες από αυτές. Παρότι από πρώτη άποψη φαίνεται ότι είναι ένα οικονομικό πρόβλημα που απασχολεί την ΕΕ και ως εκ τούτου κυρίως και πρωταρχικά τη Γερμανία στην πολύπλοκη σημερινή πλανητική πραγματικότητα, αποτελεί και ένα γεωπολιτικό πρόβλημα της Δύσης και ως εκ τούτου αφορά πρωτίστως την κυρίαρχη δύναμη αυτού του γεωπολιτικού χώρου, τις ΗΠΑ.
Κάθε απειλή για το ευρώ και τη συνοχή της ΕΕ αντιτίθεται στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον έχει υποστηρίξει σταθερά τη δημιουργία και τη διεύρυνση της ΕΕ –η οποία από τη δεκαετία του ’90 ακολουθεί σταθερά τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ– και η ελληνική κρίση μπορεί να ανακόψει αυτή τη διεύρυνση [69]. Ιδίως σε ό,τι αφορά το χώρο των Δυτικών Βαλκανίων, για την ένταξη των οποίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς επείγονται οι ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, οι ενδοευρωπαϊκές διαμάχες για την ελληνική κρίση, μπορεί να κάνουν πιο δύσκολη τη διαμόρφωση κοινών ευρωπαϊκών θέσεων σε ζητήματα που θεωρούνται κρίσιμα για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και οι νέες ρυθμίσεις για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι ΗΠΑ έχουν αποδεχτεί τη γερμανική ηγεμονία της Γερμανίας στην ΕΕ και μάλιστα κατά τη δεκαετία του 1990 την έχουν δρομολογήσει και υποστηρίξει θεωρώντας ότι η ευρωπαϊκή πλευρά της Δύσης θα πρέπει να εκπροσωπείται από τον γαλλογερμανικό άξονα τυπικά, αλλά από τη Γερμανία ουσιαστικά. Προτιμούν και είναι απολύτως κατανοητό για αυτούς, να συνομιλούν με τον ηγέτη της ζώνης, ο οποίος έχει την ικανότητα να επιβάλλεται και να καθοδηγεί τους υπολοίπους. Σήμερα οι ΗΠΑ κατανοούν ότι ολόκληρο το οικοδόμημα της ΕΕ βρίσκεται σε κίνδυνο και με υπαιτιότητα της Γερμανίας. Με τα σημερινά δεδομένα, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και στη διάλυση της ευρωζώνης γεγονός που αντιτίθεται στα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα. Η διαχείριση του χρέους πρωτίστως και ο τρόπος αντιμετώπισης της γενικότερης οικονομικής συγκυρίας δευτερευόντως αποτελούν σημαντικότατα προβλήματα σπρώχνοντας την ΕΕ στην ύφεση με τελικά αποτελέσματα κατ’ αρχάς τη μείωση της ευημερίας και του επιπέδου διαβίωσης των Ευρωπαίων πολιτών. Ο κίνδυνος απονομιμοποίησης της πολιτικής που ασκείται στην ευρωζώνη και μαζικών αντιδράσεων είναι πλέον ορατός. Για το λόγο αυτό οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποκτήσουν ενεργότερη συμμετοχή στην προσπάθεια συνολικής διάσωσης της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχει μια συγκεκριμένη κριτική στην πολιτική Ομπάμα σχετικά με τη σκοπιμότητα της ακύρωσης της συμμετοχής του στη σύνοδο ΗΠΑ–ΕΕ τον Μάιο. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Ομπάμα πρέπει να παρευρεθεί στη Σύνοδο, να στηρίξει τους Ευρωπαίους –δείχνοντας παράλληλα ότι παρά τη στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία, η αμερικανική κυβέρνηση επιθυμεί μία πιο ισορροπημένη προσέγγιση, διατηρώντας ισχυρές σχέσεις με την Ευρώπη– και να προωθήσει ενεργά τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης. Στην παρούσα φάση οι ΗΠΑ δεν θέλουν αποδυναμωμένη την κυβέρνηση Μέρκελ, γεγονός που μπορεί να συμβεί αν η γερμανική κυβέρνηση αψηφήσει τις εσωτερικές αντιδράσεις και χρηματοδοτήσει την ελληνική διάσωση. Οι ΗΠΑ συμπίπτουν με τη γερμανική κυβέρνηση για τη διατήρηση του ισχυρού ευρώ. Όμως η διάσωση της ευρωζώνης ιεραρχείται σε υψηλότερο επίπεδο στη σημερινή συγκυρία. Οι αντιφάσεις που γεννώνται στη διαχείριση της παρούσας κρίσης δεν είναι εύκολο να ξεπερασθούν. Έχουμε την γνώμη ότι οι αντιφάσεις προσεχώς θα οξυνθούν και το αποτέλεσμα θα είναι μη αναμενόμενα γεγονότα. Οι αντιφάσεις αυτές μπορεί να οξυνθούν από τις πρόσφατες ανακοινώσεις περί πολέμου νομισμάτων. Η πολιτική του «πτωχεύω το γείτονα για να μην πτωχεύσω εγώ» μέσω ενός πολέμου υποτιμήσεων νομισμάτων για κατάληψη καλύτερης θέσης στον τομέα των εξαγωγών μπορεί να επιφέρει μια διάσταση απόψεων ΗΠΑ–ΕΕ σχετικά με την αξία του ευρώ. Εδώ μπορεί να πει κανείς ότι σε έναν πόλεμο νομισμάτων η ΕΕ (δηλαδή η Γερμανία) προκειμένου να διαχειριστεί την αξία του ευρώ σύμφωνα με τα συμφέροντά της, μπορεί να δημιουργήσει παράπλευρες επιδράσεις που να έχουν σοβαρές συνέπειες στο ελληνικό πρόβλημα χρέους. Έτσι, π.χ. μπορεί να αφήσει την Ελλάδα να χρεοκοπήσει ή να την φέρει πιο γρήγορα σε μια εύρυθμη αναδιάρθρωση. Αν και αυτό είναι μάλλον ένα ευφάνταστο σενάριο, τίποτε δεν αποκλείεται σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων μέσω υποτιμήσεων ή και εμπορικού πολέμου. Βεβαίως μια τέτοια κατάληξη θα έχει μάλλον ως λύση της τραγωδίας κάποια επανακανονικοποίηση στους συσχετισμούς ισχύος. Εξάλλου, η εμπλοκή του ΔΝΤ, η οποία υποτίθεται ότι οφείλεται στην πολιτική μπλόφα του Έλληνα πρωθυπουργού και στην εμμονή στη συνέχεια της Γερμανίδας καγκελαρίου, νομίζουμε ότι μπορεί να διαβασθεί ως συγκεκριμένη παρέμβαση των ΗΠΑ για να επιτηρούν όχι μόνο το μηχανισμό διάσωσης της Ελλάδος και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που πιθανά θα βρεθούν σε παρόμοια θέση, αλλά και το γενικότερο πλαίσιο διάσωσης της ευρωζώνης τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Οι ΗΠΑ αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά όχι μόνο αποτελούν τον ηγεμόνα της Δύσης αλλά είναι και η μοναδική χώρα που διαθέτει ευκρινή στρατηγική για το προσεχές μέλλον.
Επαναλαμβάνουμε ότι οι παραλήψεις και τα λάθη της ΕΕ είναι πολλά από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και μετά. Πολλοί αναλυτές και διάσημοι οικονομολόγοι θεωρούν το χτίσιμο του ευρώ ένα μεγάλο λάθος από πλευράς δομής, δίχως κοινή οικονομική πολιτική και δίχως το εκδοτικό δικαίωμα μιας κάποιας κεντρικής κυβέρνησης [70]. Πέραν αυτών, οι ιδιομορφίες των οικονομιών της ΕΕ όπως της Γερμανίας και της Ελλάδας ή της Πορτογαλίας, ήταν μεγάλες σε σημείο η οικονομική σύγκλιση να είναι ανέφικτη με μόνο το κοινό νόμισμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ΕΕ έχει τελειώσει τον ιστορικό της κύκλο. Η τεράστια αυτή κρίση θεσμών και οικονομιών ίσως αποτελέσει μια ακόμη ευκαιρία να υπάρξει μια άλλη μορφή ενοποίησης της ΕΕ με εντελώς άλλη στόχευση και με εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτή των απλών ευχολογίων και λειτουργικών κινήσεων των τελευταίων είκοσι ετών. Μια αποτυχία της ΕΕ θα είναι και μια αποτυχία, όχι του καπιταλιστικού συστήματος. αλλά της ίδιας της Δύσης. Μια διάλυση της ΕΕ θα άρχιζε ένα νέο ιστορικό κύκλο, στον οποίον η Δύση θα είχε ένα μειωμένο ρόλο στην παγκόσμια σκακιέρα. Ίσως όμως εδώ να βρίσκεται η ιστορική αλήθεια. Ο ευροκεντρισμός έχει ήδη παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία στην πλανητική εποχή.
Υπάρχουν πολλές αναλύσεις οι οποίες θεωρούν ότι το ευρώ χτίστηκε με βάση και μόνον το γερμανικό όφελος, μια και η Γερμανία θα δημιουργούσε μια μεγάλη αγορά για τις εξαγωγές των προϊόντων της. Μια αγορά η οποία είχε μέλη της χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, χώρες οι οποίες βρίσκονταν σε άλλη φάση της παραγωγικής διαδικασίας και οι οποίες θα ήταν οι εισαγωγείς των γερμανικών προϊόντων. Με αυτόν τον τρόπο μετέφεραν πόρους από τον φτωχό Νότο στον βιομηχανικό Βορρά. Αν και αυτό συνέβη στην πραγματικότητα, εντούτοις δεν σημαίνει ότι η Γερμανία δεν θα μπορούσε να εξαπλωθεί και στην παγκόσμια αγορά. Επιπλέον, στο επιχείρημα που ακούγεται κατά κόρον και αφορά την ανάγκη επεκτατικής οικονομικής πολιτικής στη γερμανική οικονομία προκειμένου να αναδιανεμηθούν τα γερμανικά πλεονάσματα υπέρ των υπολοίπων ευρωπαϊκών οικονομιών της ζώνης του ευρώ, δεν είναι καθόλου βέβαιο αν αυτό θα επιβεβαιωθεί για χώρες όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία με τη συγκεκριμένη παραγωγική βάση της οικονομίας τους. Πάντως και για αυτό το ζήτημα χρειάζεται μια συστηματική ανάλυση και όχι άσχετες ρητορίες.
Είναι προφανές ότι αναλύουμε μια λύση-πρόταση μέσα στο ευρώ και την ΕΕ. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολλοί οι οποίοι θεωρούν το ευρώ καταστροφή, ανίκανο να εξελιχθεί σε νόμισμα όπως το δολάριο, και ότι η ΕΕ είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια και μάλιστα καταστροφική ειδικά για τις Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία και Ελλάδα. Σε αυτές τις κριτικές υπάρχουν μεγάλες δόσεις αλήθειας αλλά δεν συγκροτούν, σύμφωνα πάντα με τη δική μας γνώμη ένα ισχυρό επιχείρημα για να αποχωρήσουμε από την Ενωμένη Ευρώπη [71].
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και οι ελληνικές τράπεζες
Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα και ερωτηματικά για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι η θέση των ελληνικών τραπεζών μετά από μια τέτοια κίνηση. Το θέμα της θέσης των ελληνικών τραπεζών μετά από μια μείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων κατά 30% τουλάχιστον σημαίνει ότι το χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών θα μειωθεί κατά το αντίστοιχο ποσόν. Παραθέτουμε εδώ αναλύσεις για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της ΕΤΕ (ύψους 2,8 δις), η οποία έχει δημιουργήσει συζητήσεις για τους λόγους αυτής της αύξησης.
Η ΕΤΕ υποστηρίζει ότι η αύξηση θα δημιουργήσει ένα επιπλέον μαξιλάρι για να αντιμετωπίσει την μακροοικονομική κατάσταση στην Ελλάδα στο άμεσο και στο μεσο-μακροπρόθεσμο χρονικό διάστημα. Υπάρχει μια διαδεδομένη αντίληψη ότι η ΕΤΕ πραγματοποιεί τη συγκεκριμένη αύξηση για να καλύψει το «κούρεμα» σε κρατικά ομόλογα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως πολύ πιθανόν. Ενώ ο Δ/Σ της ΕΤΕ δηλώνει ότι η Ελλάδα δεν θα πτωχεύσει, εντούτοις δεν λέει τίποτε για αναδιάρθρωση. Ως υπόμνηση η ΕΤΕ κρατά στο χαρτοφυλάκιό της ομόλογα με έκπτωση 10%. Σύμφωνα με τους αναλυτές μια αύξηση των 2,8 δις ευρώ θα κάλυπτε ένα 13% επιπλέον κούρεμα σε μια σοβαρή αναδιαπραγμάτευση του Δ.Χ. Ο αναλυτής M. Lewis [72] παρουσιάζεται βέβαιος για την αναδιάρθρωση του ελληνικού ΔΧ. Η άποψή του είναι ότι το κούρεμα θα είναι 25% και η αύξηση της ΕΤΕ γίνεται για να καλυφθεί η μείωση των κεφαλαίων της Τράπεζας μετά από ένα τέτοιο κούρεμα. Προφανώς το ίδιο θα συμβεί και για τις άλλες ελληνικές Τράπεζες. Το ερώτημα κατά πόσον θα είναι ικανές να επιβιώσουν είναι ένας λόγος για να στηριχθούν με κάθε τρόπο. Μία κατάρρευση των τραπεζών θα είχε μια σοβαρή αρνητική επίπτωση στις προοπτικές της χώρας για ουσιαστική ανάκαμψη μετά από μια επιτυχή αναδιαπραγμάτευση του ΔΧ.
Η κίνηση αυτή θα μπορούσε να γίνει και από την ΕΚΤ. Θα μπορούσε να αγοράσει τα ομόλογα τα οποία έχουν οι ελληνικές τράπεζες και να δώσει ρευστότητα στην αγορά. Ένας λόγος για τον οποίον δεν το έχει κάνει μέχρι σήμερα –αν και αγοράζει ελληνικά ομόλογα τα οποία βρίσκονται σε χαρτοφυλάκια ευρωπαϊκών τραπεζών– είναι πιθανόν οι επιφυλάξεις της για την κατάσταση των ιρλανδικών τραπεζών και των άλλων προβληματικών οικονομιών σε σχέση με τα κεφάλαια τα οποία απαιτούνται για την κάλυψη δικών τους αναγκών. Βεβαίως, υπάρχουν τα 750 δις ως κεφάλαια εκτάκτου ανάγκης για την κάλυψη τέτοιων αναγκών αλλά τα ποσά σε μια κρίση είναι άγνωστο πια θα είναι και ποια θα είναι η επίπτωση της αγοράς ομολόγων σε τέτοια ύψη στον πληθωρισμό. Ήδη, η Ιρλανδία βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε τα διαφορικά επιτόκια της βρίσκονται στο 4,62%. Τις τελευταίες ημέρες οι αναλυτές συζητούν ότι η Ιρλανδία πρέπει να μπει στο μηχανισμό στήριξης όπως και η Ελλάδα. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, θα δώσει ένα αρνητικό σήμα στις αγορές για την κατάσταση του ΔΧ στην ευρωζώνη, όπως επίσης θα δημιουργήσει αρνητική αντίδραση σε κάθε αποτυχία εφαρμογής του Μνημονίου από την Ελλάδα. Επιπλέον θα δημιουργήσει αρνητική αντίδραση στην κοινή γνώμη της Γερμανίας έναντι των υποχρεώσεων της Γερμανίας να διασώσει το ευρώ. Ας μην ξεχνάμε ότι η περίπτωση της Ιρλανδίας δεν είναι ανάλογη της Ελλάδος. Τα χρέη των τραπεζών είναι τεράστια και αυτά πρέπει να καλύψει το ιρλανδικό δημόσιο με τον ορατό κίνδυνο να κηρύξει χρεοστάσιο. Μόνον η Aglo-Irish Βank έχει ανοίγματα 40 δις ευρώ. Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες λόγω της αδυναμίας τους να δανειστούν από τη διατραπεζική αγορά παίρνουν ρευστότητα από την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, έχει δώσει ρευστότητα 93 δις ευρώ επί τη βάσει των ελληνικών κρατικών ομολόγων τα οποία έχουν χορηγηθεί σε αυτές.
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg [73] ζήτησε από τις 32 τράπεζες οι οποίες λειτουργούν ως βασικοί διαπραγματευτές για τα γερμανικά ομόλογα τις προβλέψεις τους για τα διαφορικά επιτόκια για τα δεκαετή ομόλογα της Ελλάδος, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας σε σχέση με το βασικό επιτόκιο των γερμανικών. Δόθηκαν απαντήσεις από 15 τράπεζες υπό τον όρο ότι θα χρησιμοποιούντο συνολικά, διότι οι προβλέψεις δεν είχαν δημοσιευθεί. Ιδού τα αποτελέσματα των προβλέψεων για τα διαφορικά επιτόκια των δέκα πέντε τραπεζών.
Πίνακας 25
Προβλέψεις διαφορικών επιτοκίων
Προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε το θέμα όσο πιο απλά γίνεται, αν και είναι σύνθετο και πολύπλοκο. Η πρώτη συνιστώσα της αναδιαπραγμάτευσης είναι η πολιτική βούληση η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα τέτοιο εγχείρημα. Η δεύτερη συνιστώσα είναι ο τομέας των διαπραγματεύσεων. Οι οικονομολόγοι έχουν κάνει μελέτες και έχουν κατασκευάσει μοντέλα τα οποία χρησιμοποιούν θεωρία παιγνίων όπως το «δίλλημα του φυλακισμένου» [65]. Προσπαθούν να αναλύσουν ποια θα ήταν η πιο κατάλληλη απόφαση για τους πιστωτές και τον δανειολήπτη σε μια διαπραγμάτευση. Πόση έκπτωση θα δεχτούν και πόση είναι απαραίτητη για τον δανειζόμενο να σταθεί οικονομικά στα πόδια του. Η τρίτη συνιστώσα σε μια αναδιαπραγμάτευση του χρέους είναι η νομική πλευρά. Αυτή η πλευρά είναι σημαντικότατη, γιατί το όλο θέμα βασίζεται στη νομοθεσία του κράτους χρεώστη και τη διεθνή νομοθεσία περί ομολόγων τα οποία υπόκεινται σε συλλογικές διαπραγματεύσεων, καθώς και στα νομικά πλαίσια της ΕΕ. Το σχέδιο της Γερμανίας είναι μια πρώτη θεσμική αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Πρόσφατα διέρρευσε η πληροφορία από τη γερμανική κυβέρνηση ότι βρέθηκε νομική φόρμουλα για τη δημιουργία του Κλαμπ του Βερολίνου δίχως την τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας [66].
Η Γερμανία στην πρόσφατή σύνοδο του Συμβουλίου πρότεινε αυτόματες κυρώσεις σε κράτη-μέλη τα οποία παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αυτό το έκανε διότι μέχρι την πρόσφατη κρίση το σχέδιο αυτό αποδείχτηκε αναποτελεσματικό. Η αποτυχία του ήταν ότι κανείς δεν πρότεινε κυρώσεις για όσους είχαν παραβεί το ΣΤΑ, πράγμα το οποίο είχε κάνει και η ίδια η Γερμανία λόγω του κόστους επανενοποίησης της Γερμανίας.
Στις συναντήσεις Μέρκελ-Σαρκοζί, μόλις πριν λίγες μέρες, η Μέρκελ υπέκυψε στις πιέσεις Σαρκοζί να αποσύρει το σχέδιο, και να συμβιβαστεί με την «όπισθεν ψήφο», δηλαδή με την ψηφοφορία η οποία μια σταθμισμένη μειοψηφία δεν θα υποστήριζε την επιβολή κυρώσεων. Επίσης αποφασίστηκε η τροποποίηση των συνθηκών από τους 27. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι θα πάρει πολλά χρόνια για να εγκριθεί μια τέτοια αλλαγή, αν ποτέ εγκριθεί. Μέσα σε αυτόν το συμβιβασμό υπάρχει πιθανόν και η συμφωνία για μία αναδιάρθρωση των χρεών, όπως αυτών της Ελλάδας. «Εάν μια συμφωνία για μια εύρυθμη αναδιάρθρωση χωρών δεν περάσει, τότε οι ΗΠΑ θα γιορτάσουν. Αυτό θα σημάνει ότι η σταθερότητα του ευρώ θα απολυθεί», είπε ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, Ζίμμερμαν [67]. Ο συμβιβασμός της Μέρκελ έγινε αρνητικά δεκτός στη Γερμανία. Το σημαντικότερο είναι ότι ο Τρισέ, πρόεδρος της ΕΚΤ, δεν προσυπέγραψε το ανακοινωθέν διότι είναι υπέρμαχος των αυτόματων κυρώσεων.
Είναι προφανές, ότι μετά από μια μεγάλη θύελλα, όπως η ελληνική, έρχεται, μια μικρή ανάπαυλα· οι κυβερνήσεις αρχίζουν να βλέπουν τα προβλήματα υπό το πρίσμα των συμβιβασμών και των λύσεων του μικρότερου κοινού παρονομαστή. Η συνέχεια της ΕΕ παίζεται σε κάθε απόφαση για αναθεώρηση λαθών και πραγματική απόφαση για κοινή οικονομική διακυβέρνηση.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η πολιτική βούληση και της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και της ΕΕ, σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητη προϋπόθεση και για την εύρυθμη αναδιάρθρωση του ελληνικού ΔΧ.
Η τρίτη λύση, η αναδιαπραγμάτευση του ΔΧ είναι τεχνικά δύσκολη, χρειάζεται τη θεσμική βάση της ΕΕ εφόσον η θέση μας είναι ότι αυτή πρέπει να γίνει μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και του ευρώ, αλλά νομίζουμε ότι είναι εφικτή. Αυτό άλλωστε είναι και το ουσιαστικό σημείο του γερμανικού σχεδίου εφόσον οι άλλες λύσεις δεν αποδώσουν. Και για την περίπτωση της Ελλάδος δεν φαίνεται να μπορούν να αποδώσουν. Στην ερώτηση γιατί οι τράπεζες και οι δανειστές μας να δεχτούν μια τέτοια λύση, απαντούμε ότι δεν θα μπορούν να κάνουν αλλιώς. Η απειλή της πτώχευσης, και η απώλεια όλων των χρημάτων τους θα τους κάνουν να δεχτούν τη μείωση του χρέους. Και αυτό βέβαια δεν είναι θέμα πολιτικής βούλησης μόνον, αλλά είναι ζήτημα οικονομικής ανάγκης.
Από το πακέτο των 80 δις η ΕΕ έφτασε να δημιουργήσει ένα πακέτο 750 δις. Αυτό μας δείχνει προς ποια κατεύθυνση οδεύει η ΕΕ, η οποία ακόμη προσπαθεί μαζί με άλλες αποφάσεις για το νόμισμα, τη δημοσιονομική σταθερότητα να οδεύσει προς την πολυπόθητη κοινή οικονομική πολιτική. Το σχέδιο της καγκελαρίου Μέρκελ εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος αντιμετώπισης των υπό πτώχευση κρατών. Οι κινήσεις αυτές δείχνουν προς την κατεύθυνση μιας προσπάθειας επιβίωσης της ΕΕ. Άλλωστε όπως έχουμε ήδη τονίσει στο πρόσφατο παρελθόν [68], η ελληνική κρίση χρέους αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα στην παρούσα διεθνή συγκυρία γιατί εμπεριέχει νέα προβλήματα οικονομικού και γεωπολιτικού ενδιαφέροντος τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι χώρες της Δύσης και κυρίως οι κυρίαρχες από αυτές. Παρότι από πρώτη άποψη φαίνεται ότι είναι ένα οικονομικό πρόβλημα που απασχολεί την ΕΕ και ως εκ τούτου κυρίως και πρωταρχικά τη Γερμανία στην πολύπλοκη σημερινή πλανητική πραγματικότητα, αποτελεί και ένα γεωπολιτικό πρόβλημα της Δύσης και ως εκ τούτου αφορά πρωτίστως την κυρίαρχη δύναμη αυτού του γεωπολιτικού χώρου, τις ΗΠΑ.
Κάθε απειλή για το ευρώ και τη συνοχή της ΕΕ αντιτίθεται στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον έχει υποστηρίξει σταθερά τη δημιουργία και τη διεύρυνση της ΕΕ –η οποία από τη δεκαετία του ’90 ακολουθεί σταθερά τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ– και η ελληνική κρίση μπορεί να ανακόψει αυτή τη διεύρυνση [69]. Ιδίως σε ό,τι αφορά το χώρο των Δυτικών Βαλκανίων, για την ένταξη των οποίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς επείγονται οι ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, οι ενδοευρωπαϊκές διαμάχες για την ελληνική κρίση, μπορεί να κάνουν πιο δύσκολη τη διαμόρφωση κοινών ευρωπαϊκών θέσεων σε ζητήματα που θεωρούνται κρίσιμα για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και οι νέες ρυθμίσεις για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι ΗΠΑ έχουν αποδεχτεί τη γερμανική ηγεμονία της Γερμανίας στην ΕΕ και μάλιστα κατά τη δεκαετία του 1990 την έχουν δρομολογήσει και υποστηρίξει θεωρώντας ότι η ευρωπαϊκή πλευρά της Δύσης θα πρέπει να εκπροσωπείται από τον γαλλογερμανικό άξονα τυπικά, αλλά από τη Γερμανία ουσιαστικά. Προτιμούν και είναι απολύτως κατανοητό για αυτούς, να συνομιλούν με τον ηγέτη της ζώνης, ο οποίος έχει την ικανότητα να επιβάλλεται και να καθοδηγεί τους υπολοίπους. Σήμερα οι ΗΠΑ κατανοούν ότι ολόκληρο το οικοδόμημα της ΕΕ βρίσκεται σε κίνδυνο και με υπαιτιότητα της Γερμανίας. Με τα σημερινά δεδομένα, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και στη διάλυση της ευρωζώνης γεγονός που αντιτίθεται στα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα. Η διαχείριση του χρέους πρωτίστως και ο τρόπος αντιμετώπισης της γενικότερης οικονομικής συγκυρίας δευτερευόντως αποτελούν σημαντικότατα προβλήματα σπρώχνοντας την ΕΕ στην ύφεση με τελικά αποτελέσματα κατ’ αρχάς τη μείωση της ευημερίας και του επιπέδου διαβίωσης των Ευρωπαίων πολιτών. Ο κίνδυνος απονομιμοποίησης της πολιτικής που ασκείται στην ευρωζώνη και μαζικών αντιδράσεων είναι πλέον ορατός. Για το λόγο αυτό οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποκτήσουν ενεργότερη συμμετοχή στην προσπάθεια συνολικής διάσωσης της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχει μια συγκεκριμένη κριτική στην πολιτική Ομπάμα σχετικά με τη σκοπιμότητα της ακύρωσης της συμμετοχής του στη σύνοδο ΗΠΑ–ΕΕ τον Μάιο. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Ομπάμα πρέπει να παρευρεθεί στη Σύνοδο, να στηρίξει τους Ευρωπαίους –δείχνοντας παράλληλα ότι παρά τη στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία, η αμερικανική κυβέρνηση επιθυμεί μία πιο ισορροπημένη προσέγγιση, διατηρώντας ισχυρές σχέσεις με την Ευρώπη– και να προωθήσει ενεργά τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης. Στην παρούσα φάση οι ΗΠΑ δεν θέλουν αποδυναμωμένη την κυβέρνηση Μέρκελ, γεγονός που μπορεί να συμβεί αν η γερμανική κυβέρνηση αψηφήσει τις εσωτερικές αντιδράσεις και χρηματοδοτήσει την ελληνική διάσωση. Οι ΗΠΑ συμπίπτουν με τη γερμανική κυβέρνηση για τη διατήρηση του ισχυρού ευρώ. Όμως η διάσωση της ευρωζώνης ιεραρχείται σε υψηλότερο επίπεδο στη σημερινή συγκυρία. Οι αντιφάσεις που γεννώνται στη διαχείριση της παρούσας κρίσης δεν είναι εύκολο να ξεπερασθούν. Έχουμε την γνώμη ότι οι αντιφάσεις προσεχώς θα οξυνθούν και το αποτέλεσμα θα είναι μη αναμενόμενα γεγονότα. Οι αντιφάσεις αυτές μπορεί να οξυνθούν από τις πρόσφατες ανακοινώσεις περί πολέμου νομισμάτων. Η πολιτική του «πτωχεύω το γείτονα για να μην πτωχεύσω εγώ» μέσω ενός πολέμου υποτιμήσεων νομισμάτων για κατάληψη καλύτερης θέσης στον τομέα των εξαγωγών μπορεί να επιφέρει μια διάσταση απόψεων ΗΠΑ–ΕΕ σχετικά με την αξία του ευρώ. Εδώ μπορεί να πει κανείς ότι σε έναν πόλεμο νομισμάτων η ΕΕ (δηλαδή η Γερμανία) προκειμένου να διαχειριστεί την αξία του ευρώ σύμφωνα με τα συμφέροντά της, μπορεί να δημιουργήσει παράπλευρες επιδράσεις που να έχουν σοβαρές συνέπειες στο ελληνικό πρόβλημα χρέους. Έτσι, π.χ. μπορεί να αφήσει την Ελλάδα να χρεοκοπήσει ή να την φέρει πιο γρήγορα σε μια εύρυθμη αναδιάρθρωση. Αν και αυτό είναι μάλλον ένα ευφάνταστο σενάριο, τίποτε δεν αποκλείεται σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων μέσω υποτιμήσεων ή και εμπορικού πολέμου. Βεβαίως μια τέτοια κατάληξη θα έχει μάλλον ως λύση της τραγωδίας κάποια επανακανονικοποίηση στους συσχετισμούς ισχύος. Εξάλλου, η εμπλοκή του ΔΝΤ, η οποία υποτίθεται ότι οφείλεται στην πολιτική μπλόφα του Έλληνα πρωθυπουργού και στην εμμονή στη συνέχεια της Γερμανίδας καγκελαρίου, νομίζουμε ότι μπορεί να διαβασθεί ως συγκεκριμένη παρέμβαση των ΗΠΑ για να επιτηρούν όχι μόνο το μηχανισμό διάσωσης της Ελλάδος και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που πιθανά θα βρεθούν σε παρόμοια θέση, αλλά και το γενικότερο πλαίσιο διάσωσης της ευρωζώνης τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Οι ΗΠΑ αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά όχι μόνο αποτελούν τον ηγεμόνα της Δύσης αλλά είναι και η μοναδική χώρα που διαθέτει ευκρινή στρατηγική για το προσεχές μέλλον.
Επαναλαμβάνουμε ότι οι παραλήψεις και τα λάθη της ΕΕ είναι πολλά από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και μετά. Πολλοί αναλυτές και διάσημοι οικονομολόγοι θεωρούν το χτίσιμο του ευρώ ένα μεγάλο λάθος από πλευράς δομής, δίχως κοινή οικονομική πολιτική και δίχως το εκδοτικό δικαίωμα μιας κάποιας κεντρικής κυβέρνησης [70]. Πέραν αυτών, οι ιδιομορφίες των οικονομιών της ΕΕ όπως της Γερμανίας και της Ελλάδας ή της Πορτογαλίας, ήταν μεγάλες σε σημείο η οικονομική σύγκλιση να είναι ανέφικτη με μόνο το κοινό νόμισμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ΕΕ έχει τελειώσει τον ιστορικό της κύκλο. Η τεράστια αυτή κρίση θεσμών και οικονομιών ίσως αποτελέσει μια ακόμη ευκαιρία να υπάρξει μια άλλη μορφή ενοποίησης της ΕΕ με εντελώς άλλη στόχευση και με εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτή των απλών ευχολογίων και λειτουργικών κινήσεων των τελευταίων είκοσι ετών. Μια αποτυχία της ΕΕ θα είναι και μια αποτυχία, όχι του καπιταλιστικού συστήματος. αλλά της ίδιας της Δύσης. Μια διάλυση της ΕΕ θα άρχιζε ένα νέο ιστορικό κύκλο, στον οποίον η Δύση θα είχε ένα μειωμένο ρόλο στην παγκόσμια σκακιέρα. Ίσως όμως εδώ να βρίσκεται η ιστορική αλήθεια. Ο ευροκεντρισμός έχει ήδη παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία στην πλανητική εποχή.
Υπάρχουν πολλές αναλύσεις οι οποίες θεωρούν ότι το ευρώ χτίστηκε με βάση και μόνον το γερμανικό όφελος, μια και η Γερμανία θα δημιουργούσε μια μεγάλη αγορά για τις εξαγωγές των προϊόντων της. Μια αγορά η οποία είχε μέλη της χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, χώρες οι οποίες βρίσκονταν σε άλλη φάση της παραγωγικής διαδικασίας και οι οποίες θα ήταν οι εισαγωγείς των γερμανικών προϊόντων. Με αυτόν τον τρόπο μετέφεραν πόρους από τον φτωχό Νότο στον βιομηχανικό Βορρά. Αν και αυτό συνέβη στην πραγματικότητα, εντούτοις δεν σημαίνει ότι η Γερμανία δεν θα μπορούσε να εξαπλωθεί και στην παγκόσμια αγορά. Επιπλέον, στο επιχείρημα που ακούγεται κατά κόρον και αφορά την ανάγκη επεκτατικής οικονομικής πολιτικής στη γερμανική οικονομία προκειμένου να αναδιανεμηθούν τα γερμανικά πλεονάσματα υπέρ των υπολοίπων ευρωπαϊκών οικονομιών της ζώνης του ευρώ, δεν είναι καθόλου βέβαιο αν αυτό θα επιβεβαιωθεί για χώρες όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία με τη συγκεκριμένη παραγωγική βάση της οικονομίας τους. Πάντως και για αυτό το ζήτημα χρειάζεται μια συστηματική ανάλυση και όχι άσχετες ρητορίες.
Είναι προφανές ότι αναλύουμε μια λύση-πρόταση μέσα στο ευρώ και την ΕΕ. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολλοί οι οποίοι θεωρούν το ευρώ καταστροφή, ανίκανο να εξελιχθεί σε νόμισμα όπως το δολάριο, και ότι η ΕΕ είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια και μάλιστα καταστροφική ειδικά για τις Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία και Ελλάδα. Σε αυτές τις κριτικές υπάρχουν μεγάλες δόσεις αλήθειας αλλά δεν συγκροτούν, σύμφωνα πάντα με τη δική μας γνώμη ένα ισχυρό επιχείρημα για να αποχωρήσουμε από την Ενωμένη Ευρώπη [71].
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και οι ελληνικές τράπεζες
Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα και ερωτηματικά για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι η θέση των ελληνικών τραπεζών μετά από μια τέτοια κίνηση. Το θέμα της θέσης των ελληνικών τραπεζών μετά από μια μείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων κατά 30% τουλάχιστον σημαίνει ότι το χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών θα μειωθεί κατά το αντίστοιχο ποσόν. Παραθέτουμε εδώ αναλύσεις για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της ΕΤΕ (ύψους 2,8 δις), η οποία έχει δημιουργήσει συζητήσεις για τους λόγους αυτής της αύξησης.
Η ΕΤΕ υποστηρίζει ότι η αύξηση θα δημιουργήσει ένα επιπλέον μαξιλάρι για να αντιμετωπίσει την μακροοικονομική κατάσταση στην Ελλάδα στο άμεσο και στο μεσο-μακροπρόθεσμο χρονικό διάστημα. Υπάρχει μια διαδεδομένη αντίληψη ότι η ΕΤΕ πραγματοποιεί τη συγκεκριμένη αύξηση για να καλύψει το «κούρεμα» σε κρατικά ομόλογα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως πολύ πιθανόν. Ενώ ο Δ/Σ της ΕΤΕ δηλώνει ότι η Ελλάδα δεν θα πτωχεύσει, εντούτοις δεν λέει τίποτε για αναδιάρθρωση. Ως υπόμνηση η ΕΤΕ κρατά στο χαρτοφυλάκιό της ομόλογα με έκπτωση 10%. Σύμφωνα με τους αναλυτές μια αύξηση των 2,8 δις ευρώ θα κάλυπτε ένα 13% επιπλέον κούρεμα σε μια σοβαρή αναδιαπραγμάτευση του Δ.Χ. Ο αναλυτής M. Lewis [72] παρουσιάζεται βέβαιος για την αναδιάρθρωση του ελληνικού ΔΧ. Η άποψή του είναι ότι το κούρεμα θα είναι 25% και η αύξηση της ΕΤΕ γίνεται για να καλυφθεί η μείωση των κεφαλαίων της Τράπεζας μετά από ένα τέτοιο κούρεμα. Προφανώς το ίδιο θα συμβεί και για τις άλλες ελληνικές Τράπεζες. Το ερώτημα κατά πόσον θα είναι ικανές να επιβιώσουν είναι ένας λόγος για να στηριχθούν με κάθε τρόπο. Μία κατάρρευση των τραπεζών θα είχε μια σοβαρή αρνητική επίπτωση στις προοπτικές της χώρας για ουσιαστική ανάκαμψη μετά από μια επιτυχή αναδιαπραγμάτευση του ΔΧ.
Η κίνηση αυτή θα μπορούσε να γίνει και από την ΕΚΤ. Θα μπορούσε να αγοράσει τα ομόλογα τα οποία έχουν οι ελληνικές τράπεζες και να δώσει ρευστότητα στην αγορά. Ένας λόγος για τον οποίον δεν το έχει κάνει μέχρι σήμερα –αν και αγοράζει ελληνικά ομόλογα τα οποία βρίσκονται σε χαρτοφυλάκια ευρωπαϊκών τραπεζών– είναι πιθανόν οι επιφυλάξεις της για την κατάσταση των ιρλανδικών τραπεζών και των άλλων προβληματικών οικονομιών σε σχέση με τα κεφάλαια τα οποία απαιτούνται για την κάλυψη δικών τους αναγκών. Βεβαίως, υπάρχουν τα 750 δις ως κεφάλαια εκτάκτου ανάγκης για την κάλυψη τέτοιων αναγκών αλλά τα ποσά σε μια κρίση είναι άγνωστο πια θα είναι και ποια θα είναι η επίπτωση της αγοράς ομολόγων σε τέτοια ύψη στον πληθωρισμό. Ήδη, η Ιρλανδία βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε τα διαφορικά επιτόκια της βρίσκονται στο 4,62%. Τις τελευταίες ημέρες οι αναλυτές συζητούν ότι η Ιρλανδία πρέπει να μπει στο μηχανισμό στήριξης όπως και η Ελλάδα. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, θα δώσει ένα αρνητικό σήμα στις αγορές για την κατάσταση του ΔΧ στην ευρωζώνη, όπως επίσης θα δημιουργήσει αρνητική αντίδραση σε κάθε αποτυχία εφαρμογής του Μνημονίου από την Ελλάδα. Επιπλέον θα δημιουργήσει αρνητική αντίδραση στην κοινή γνώμη της Γερμανίας έναντι των υποχρεώσεων της Γερμανίας να διασώσει το ευρώ. Ας μην ξεχνάμε ότι η περίπτωση της Ιρλανδίας δεν είναι ανάλογη της Ελλάδος. Τα χρέη των τραπεζών είναι τεράστια και αυτά πρέπει να καλύψει το ιρλανδικό δημόσιο με τον ορατό κίνδυνο να κηρύξει χρεοστάσιο. Μόνον η Aglo-Irish Βank έχει ανοίγματα 40 δις ευρώ. Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες λόγω της αδυναμίας τους να δανειστούν από τη διατραπεζική αγορά παίρνουν ρευστότητα από την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, έχει δώσει ρευστότητα 93 δις ευρώ επί τη βάσει των ελληνικών κρατικών ομολόγων τα οποία έχουν χορηγηθεί σε αυτές.
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg [73] ζήτησε από τις 32 τράπεζες οι οποίες λειτουργούν ως βασικοί διαπραγματευτές για τα γερμανικά ομόλογα τις προβλέψεις τους για τα διαφορικά επιτόκια για τα δεκαετή ομόλογα της Ελλάδος, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας σε σχέση με το βασικό επιτόκιο των γερμανικών. Δόθηκαν απαντήσεις από 15 τράπεζες υπό τον όρο ότι θα χρησιμοποιούντο συνολικά, διότι οι προβλέψεις δεν είχαν δημοσιευθεί. Ιδού τα αποτελέσματα των προβλέψεων για τα διαφορικά επιτόκια των δέκα πέντε τραπεζών.
Πίνακας 25
Προβλέψεις διαφορικών επιτοκίων
Ο Ρόμπερτ Τάλμπουτ διευθυντής Διαχείρισης Κεφαλαίων στο Λονδίνο είπε ότι δεν έχουμε ξεπεράσει τον κίνδυνο σε σχέση με το δημόσιο χρέος. Αυτό θα παραμένει ένα διαρκές πρόβλημα για τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η Ελλάδα ακόμη είναι αντιμέτωπη με ένα «σημαντικό» κίνδυνο πτώχευσης καθώς η έλλειψη ρευστότητας αποτρέπει τη χώρα από το να πληρώνει το χρέος της όταν το πρόγραμμα σωτηρίας τελειώσει σε τρία χρόνια, είπε Andrew Bossomworth διοικητής του Pacific Investment Management Co., ενώ η J.P Morgan είπε ότι η Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί να επιμηκύνει το σχέδιο σωτηρίας της ΕΕ και ΔΝΤ για άλλα τρία ή έξι χρόνια για να αποφύγει την πτώχευση.
Συμπέρασμα
Σε κάθε περίπτωση, επειδή ό,τι γράφτηκε πιο πάνω δεν είναι άμοιρο κριτικής και αντίκρουσης από πολλές πλευρές, καλό θα ήταν να σκεφτούμε όλοι με προσοχή ένα θέμα το οποίο θα διαγράψει το μέλλον μας για πολλά χρόνια. Ίσως μάλιστα με τον τρόπο με τον οποίον το αντιμετωπίσαμε μέχρι σήμερα έχει ήδη προδιαγράψει περίπου αυτό το μέλλον. Κάθε λανθασμένη κίνηση από πολλές πλευρές, αλλά κυρίως από την πλευρά της πολιτικής ελίτ, μπορεί να προδιαγράψει ένα πολύ χειρότερο μέλλον για τις επερχόμενες γενεές των Ελλήνων. Έχουμε τη γνώμη ότι μεγάλο μέρος της πολιτικής ελίτ δεν έχει αντιληφθεί πλήρως το ζωτικό ή ακόμη και υπαρξιακό πρόβλημα της πατρίδας μας. Πολλοί ειδικοί οικονομολόγοι ή αναλυτές και διανοούμενοι κάνουν πολύ καλά και φέρνουν καίρια ερωτήματα στην επιφάνεια, αλλά όλα αυτά και τυχόν προτάσεις είναι ανοικτά θέματα προς συζήτηση. Η συζήτηση όμως αυτή έχει πολύπλοκες νομικές, οικονομικές, εθνικές αλλά και διεθνείς πολιτικές συνιστώσες, καθώς και θέματα εθνικής ασφάλειας πάνω στις οποίες έπρεπε να είχαμε κάνει πριν πολλά χρόνια όχι μόνο συζήτηση, αλλά και να είχαμε βγάλει πρακτικά συμπεράσματα τα οποία έπρεπε να είχαν ήδη εφαρμοστεί. Δεν μπορούμε να κάνουμε ατελείωτη ψυχανάλυση σε θέματα οικονομίας και της επιβίωσης της πατρίδας και του ελληνικού έθνους.
Επίλογος
Η ανάγκη, σε οποιαδήποτε μορφή πείθεται διά του λόγου, ώστε να ξεπεράσουμε ή να καθοδηγήσουμε την κάθε μία προς μία δική μας έμφρονα κατεύθυνση. «Με αυτόν τον τρόπο συστήθηκε καταρχάς αυτό το παν». Μετά από 24 αιώνες μάθαμε, ότι ο λόγος δεν αποτελεί πλέον συστατικό της δημιουργίας αυτού του παντός αλλά η τυχαιότητα. Η περιδίνηση και το χάος της ύλης ήταν βέβαια πάντα πρόδηλα και στη σκέψη της αρχαιότητας. Αλλά η συνύπαρξης χάους και ορθού λόγου και η προτεραιότητα του τελευταίου έναντι του πρώτου ήταν το μεγάλο επίτευγμα εκείνης της σκέψης. Για εμάς, σήμερα, είναι χρήσιμο να θυμόμαστε πού οδήγησε και να αναλογιζόμαστε πού μπορεί να οδηγήσει το ξεπέρασμα των ορίων του ορθού λόγου και του μέτρου.
Υποσημειώσεις
[1] Για τα ζητήματα αυτά βλ. Κ. Μελάς, «Η Ελλάδα τη δεκαπενταετία 1990–2005: Σκέψεις για την κατάσταση του δημόσιου χώρου», MonthlyReview.gr, 8/5/2006· του ίδιου, «Ελλάδα 1990–2005: Οικονομική πολιτική και κοινωνικές ανακατατάξεις», Monthly Review, No 21, Σεπτέμβριος 2006· Κ. Πατρινού, «Το πλαίσιο λειτουργίας της πολιτικής στην Ελλάδα (1990–2005)», Monthly Review, No 21, Σεπτέμβριος 2006.
[2] Βλέπε άρθρο του Michael Lewis στο περιοδικό Vanity Fair, 1/10/2010. Βλ. απάντηση στο άρθρο από τον Νίκο Μπινιάρη.
[3] Μέχρι σήμερα όλες οι εξηγήσεις κατατείνουν στην κακοδιαχείριση εκ μέρους της τότε κυβέρνησης (ραγδαία αύξηση των προσλήψεων, δημιουργία εκατοντάδων επιτροπών στο Δημόσιο, άλλες σπατάλες πάσης φύσεως κ.τ.λ.). Όμως μια ενδελεχής παρουσίαση της διαμορφωθείσας κατάστασης δεν έχει πραγματοποιηθεί.
[4] Μετά τη μεγάλη αύξηση που σημείωσε η διαφορά της απόδοσης μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων την περίοδο Δεκεμβρίου 2008–Μαρτίου 2009, επηρεαζόμενη και από την απόφαση του οίκου Standard & Poor’s (στις 14 Ιανουαρίου 2009) να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού Δημόσιου, η διαφορά αυτή άρχισε να περιορίζεται.
Η πτωτική τάση συνεχίστηκε όλο το καλοκαίρι και σε αυτό συνέβαλαν ο περιορισμός της διεθνούς κρίσης και η αποκατάσταση, εν μέρει, της λειτουργίας της διεθνούς διατραπεζικής αγοράς. Έτσι, την 1η Σεπτεμβρίου 2009 η διαφορά απόδοσης στο δεκαετές ομόλογο είχε περιοριστεί στις 126 μονάδες βάσης, έναντι 314 μονάδων βάσης στις 6 Μαρτίου 2009.
Παράλληλα, τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια διαμορφώθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στην έκδοση εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου στις 13 Οκτωβρίου το επιτόκιο των εξαμηνιαίων τίτλων διαμορφώθηκε σε 0,59% και των ετήσιων σε 0,91%. Μία εβδομάδα αργότερα (20 Οκτωβρίου), το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας διαμορφώθηκε σε 0,35%.
Όμως, όταν στις 22 Οκτωβρίου 2009 ανακοινώθηκε επίσημα από την Eurostat ότι το έλλειμμα του 2009 εκτιμάτο σε 12,5% του ΑΕΠ [συγκεκριμένα, το έλλειμμα του ΚΠ σε δημοσιονομική βάση αναθεωρήθηκε από 17.057 εκατ. ευρώ (2 Οκτωβρίου) σε 28.947 εκατ. ευρώ (21 Οκτωβρίου)] και το χρέος σε 113,4% του ΑΕΠ και την ίδια ημέρα ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, ξεκίνησε ένας νέος κύκλος επαναξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας και αύξησης της διαφοράς αποδόσεων, κυρίως των μεσοπρόθεσμων ομολόγων. Αν και με την κατάθεση του προϋπολογισμού (20 Νοεμβρίου) επιβεβαιωνόταν η πρόθεση της κυβέρνησης για μείωση του ελλείμματος κατά 3,6 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, οι αγορές δεν θεώρησαν τη μείωση αυτή επαρκή και οι πιέσεις συνεχίστηκαν, καθώς οι αγορές ανέμεναν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα μέτρα που περιλαμβάνονταν στον προϋπολογισμό. Επίσης, ο Προϋπολογισμός περιλάμβανε δαπάνες συνολικού ύψους 0,9% του ΑΕΠ για την υλοποίηση προεκλογικών εξαγγελιών, γεγονός που δεν ικανοποίησε τις αγορές.
Υπό τις συνθήκες αυτές, στις 8 Δεκεμβρίου ο οίκος Fitch, για δεύτερη φορά μέσα σε ενάμιση μήνα, και στις 16 Δεκεμβρίου ο οίκος Standard & Poor’s υποβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδος, με αποτέλεσμα η διαφορά απόδοσης μεταξύ ελληνικών και γερμανικών τίτλων δεκαετούς και πενταετούς διάρκειας να αυξηθεί μέσα σε ένα δεκαήμερο κατά 58 και 93 μονάδες βάσης αντίστοιχα. (Ειδικότερα, η διαφορά απόδοσης για τα πενταετή ομόλογα ήταν 184 μονάδες βάσης στις 7 Δεκεμβρίου, ενώ στις 17 Δεκεμβρίου έφθασε τις 277 μονάδες βάσης. Αντίστοιχα, για τα δεκαετή ομόλογα στις 7 Δεκεμβρίου η διαφορά απόδοσης ήταν 195 μονάδες βάσης και στις 17 Δεκεμβρίου 253 μονάδες βάσης).
Στις 22 Δεκεμβρίου ακολούθησε νέος υποβιβασμός της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος από τον οίκο Moody’s. Έτσι, στις 6 Ιανουαρίου 2010 ανακοινώθηκε ότι η μείωση του ελλείμματος το 2010 θα είναι 4 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ ο χρόνος μείωσής του κάτω από την τιμή αναφοράς της Συνθήκης του Μάαστριχτ (3% του ΑΕΠ) περιορίστηκε σε 3 αντί για 4 χρόνια. Το ΕΠΣΑ 2009–2013, που ανακοινώθηκε στις 15 Ιανουαρίου, είχε ενσωματώσει αυτές τις εξαγγελίες για εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή και περιέγραφε με αναλυτικό τρόπο πολλά από τα μέτρα για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Παρ’ όλα αυτά, οι αγορές και ο διεθνής Τύπος συνέχισαν την αρνητική τους στάση, με αποτέλεσμα στις 19 Ιανουαρίου 2010 οι διαφορές αποδόσεων να φθάσουν τις 288 μονάδες βάσης για τα πενταετή και τις 266 μονάδες βάσης για τα δεκαετή ομόλογα.
Στις 26 Ιανουαρίου εκδόθηκε κοινοπρακτικό πενταετές ομολογιακό δάνειο ύψους 8 δις ευρώ με απόδοση 6,1%. Η έκδοση υπερκαλύφθηκε (προσφορά 20 δις ευρώ), αλλά η διαφορά με το αντίστοιχο γερμανικό ομόλογο ήταν υψηλή, 381 μονάδες βάσης. Την ίδια ημέρα η διαφορά απόδοσης για το δεκαετές ομόλογο ήταν 299 μονάδες βάσης. Τις αμέσως επόμενες ημέρες (27 και 28 Ιανουαρίου) οι διαφορές απόδοσης με τους αντίστοιχους γερμανικούς τίτλους δεκαετούς διάρκειας σημείωσαν και νέα αύξηση (320 μονάδες βάσης στις 27 και 369 μονάδες βάσης στις 28 Ιανουαρίου), καθώς οι αγορές αντιδρούσαν με νευρικότητα σε διάφορα δημοσιεύματα. Οι εξελίξεις αυτές υποδηλώνουν την ανησυχία που συνεχίζει να επικρατεί στις αγορές, βοηθούντων και ορισμένων φημών και αρνητικών δημοσιευμάτων.
Στο επόμενο διάστημα οι διαφορές αποδόσεων συνέχισαν να διευρύνονται και έφθασαν έως και τις 400 μονάδες βάσης. Για το λόγο αυτό στις 9 Φεβρουαρίου 2010 ανακοινώθηκαν πρόσθετα μέτρα, τα οποία περιλάμβαναν αύξηση της φορολογίας υγρών καυσίμων και «πάγωμα» όλων των αποδοχών στον δημόσιο τομέα, με στόχο να εξοικονομηθεί επιπλέον ποσό ύψους 1 έως 1,1 δις ευρώ.
Στις 3 Μαρτίου αποφασίστηκαν και ανακοινώθηκαν επιπρόσθετα σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα. Με τις ρυθμίσεις αυτές εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί μείωση του ελλείμματος τουλάχιστον κατά 4,8 δις ευρώ. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλα μέτρα (η ποσοτική εκτίμηση των οποίων είναι δυσχερής), ο συνυπολογισμός των οποίων συνεπάγεται μείωση του ελλείμματος πάνω από 5 δις ευρώ. Τα μέτρα περιλαμβάνουν: αύξηση συντελεστών ΦΠΑ, περαιτέρω αύξηση ειδικών φόρων κατανάλωσης (ΕΦΚ) και εισαγωγή νέων ΕΦΚ σε είδη πολυτελείας, μεγαλύτερη περικοπή επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων που περιλαμβάνει και τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, μείωση αποδοχών σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου δημόσιου τομέα, διάφορες παρεμβάσεις εξορθολογισμού των δαπανών για αμοιβές, πάγωμα των συντάξεων, περικοπή των δαπανών του ΠΔΕ, επιβολή εφάπαξ έκτακτης οικονομικής εισφοράς στα υψηλά εισοδήματα των φυσικών προσώπων. Συνολικά, τα μέτρα αναμένεται να μειώσουν σημαντικά το έλλειμμα, συντελώντας στον περιορισμό της διαφοράς αποδόσεων μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών κρατικών τίτλων και στην επάνοδό τους σε εύλογα επίπεδα.
Τέλος, στις 4 Μαρτίου εκδόθηκε κοινοπρακτικό δεκαετές ομολογιακό δάνειο, ύψους 5 δις ευρώ.
[5] Η περιορισμένη ζήτηση τίτλων του ελληνικού δημοσίου εκ μέρους των επενδυτών και οι ιδιαίτερα υψηλές αποδόσεις που διαμορφώθηκαν στη δευτερογενή αγορά είχαν αποτέλεσμα τη μη έκδοση ομολογιακών τίτλων από το ελληνικό δημόσιο την περίοδο Απριλίου–Σεπτεμβρίου 2010. Οι μόνες νέες εκδόσεις στις οποίες προέβη το Δημόσιο μετά το α’ τρίμηνο του 2010 αφορούσαν έντοκα γραμμάτια διάρκειας 13, 26 και 52 εβδομάδων τον Απρίλιο του 2010 (ύψους 2,5, 1,0 και 1,0 δις ευρώ αντίστοιχα) και 13 και 26 εβδομάδων τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 2010 (ύψους 2,4 και 2,1 δις ευρώ αντίστοιχα τον Ιούλιο και 415 εκατ. ευρώ και 1,2 δις ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2010). Το δυσμενές, ως προς τους τίτλους του ελληνικού δημοσίου, επενδυτικό κλίμα διαμόρφωσε αναπόφευκτα σε υψηλά επίπεδα το επιτόκιο των τίτλων αυτών στην πρωτογενή αγορά.
[6] Τα Δάνεια Οικονομικής Εξυγίανσης αφορούν: Ασφαλιστικά Ταμεία, Αμυντική Βιομηχανία, Συγκοινωνιακούς Φορείς, Συνεταιριστικές Οργανώσεις, ΟΑΕ κ.τ.λ. Πρόκειται για συμμετοχή στην αύξηση του ΜΚ των ΕΤΒΑ, ΕΛΤΑ, ΕΡΤ, ΟΑΟ κ.τ.λ.
Τα Ειδικά Δάνεια αφορούν τη ρύθμιση χρεών Συνεταιριστικών Οργανώσεων, αποδοχών δικαστικών και βουλευτών, εισφορές του κράτους στα ασφαλιστικά ταμεία, υποχρεώσεις προς την Τράπεζα της Ελλάδος κ.τ.λ.
[7] OECD, Economic Outlook No 85 (Ιούνιος 2009), Chapter 4, «Beyond the Crisis: Medium-term Challenges Relating to Potential Output, Unemployment and Fiscal Positions».
[8] Τράπεζα της Ελλάδος, «Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2009–2010», Μάρτιος 2010.
[9] Έκθεση του Διοικητή και Εκθέσεις για τη Νομισματική Πολιτική, διάφορα τεύχη.
[10] Τράπεζα της Ελλάδος, «Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική», Οκτώβρης 2010.
[11] Τα μέτρα χαρακτηρίζονται ως «μη συμβατικά» (non-standard measures), διότι συνδέονται με σημαντικές τροποποιήσεις στο λειτουργικό πλαίσιο (operational framework) –δηλ. στα μέσα και τις διαδικασίες– για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Τα εν λόγω μέτρα παρέχουν «ενισχυμένη πιστωτική στήριξη» στην οικονομία της ζώνης του ευρώ. Συγκεκριμένα, επιτυγχάνουν βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης και ενίσχυση της ροής των χρηματοδοτικών πόρων από το χρηματοπιστωτικό σύστημα –δηλ., στη ζώνη του ευρώ, κυρίως από τις τράπεζες– προς την οικονομία, η οποία είναι μεγαλύτερη από ό,τι ήταν δυνατόν να επιτευχθεί αποκλειστικά και μόνο με μειώσεις των βασικών επιτοκίων.
[12] Όπως εκτίθεται αναλυτικότερα παρακάτω, στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος το ευρωσύστημα παρεμβαίνει στις αγορές τίτλων (εκφρασμένων σε ευρώ) με στόχο την εξασφάλιση επαρκούς βάθους και την ενίσχυση της ρευστότητας. Είναι αναγκαίο να αρθούν οι δυσλειτουργίες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, διότι διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης των επιδράσεων της νομισματικής πολιτικής
[13] Δηλ. τις πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας τριών και έξι μηνών με σταθερό επιτόκιο και χωρίς ποσοτικό περιορισμό στη χορήγηση ρευστότητας προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Σημειώνεται ότι το σταθερό επιτόκιο στην περίπτωση της εξάμηνης πράξης τον Μάιο, όπως επίσης, από τον Οκτώβριο 2010, και στις τρίμηνες πράξεις, θα υπολογιστεί εκ των υστέρων.
[14] Σημειώνεται ότι τα κρατικά ομόλογα και τα χρεόγραφα των λοιπών δημόσιων φορέων αγοράζονται αποκλειστικά από τη δευτερογενή αγορά, δεδομένου ότι το ευρωσύστημα απαγορεύεται να αποκτά τίτλους του δημόσιου τομέα από την πρωτογενή αγορά, σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 123) και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ/ ΕΚΤ (άρθρο 21). Τα ιδιωτικά χρεόγραφα είναι καταρχήν δυνατόν να αποκτηθούν και στην πρωτογενή αγορά. Παρεμβάσεις, στο πλαίσιο του προγράμματος, είναι δυνατόν να πραγματοποιήσουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, με αντισυμβαλλομένους όσα πιστωτικά ιδρύματα είναι αποδεκτά στις πράξεις νομισματικής πολιτικής ή για την τοποθέτηση του χαρτοφυλακίου επενδύσεων σε ευρώ κάποιας εθνικής κεντρικής τράπεζας ή της ΕΚΤ: βλ. Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 14ης Μαΐου 2010 σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος για τις αγορές τίτλων (ΕΚΤ/2010/5).
[15] Το ποσό αυτό καταβλήθηκε από το ευρωσύστημα για την απόκτηση των τίτλων. Κατά συνέπεια, αντιστοιχεί στην πρόσθετη ρευστότητα η οποία δημιουργήθηκε από το Πρόγραμμα για τις Αγορές Τίτλων και ακολούθως εξουδετερώθηκε μέσω πράξεων εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας, όπως περιγράφεται παρακάτω και στον Πίνακα ΙΙΙ.2. Σημειώνεται ότι το ποσό αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην ίσο με την ονομαστική αξία των κτηθέντων από το ευρωσύστημα τίτλων.
[16] Δηλαδή το ευρωσύστημα ικανοποιούσε όλες τις προσφορές που υπέβαλλαν τα πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο αυτών των πράξεων, εφόσον βέβαια τα πιστωτικά ιδρύματα παρείχαν επαρκείς εξασφαλίσεις, κυρίως με τη μορφή αποδεκτών τίτλων.
[17] Το επιτόκιο θα υπολογιστεί ως ο μέσος όρος του σταθερού επιτοκίου στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν κατά την εξάμηνη περίοδο για την οποία χορηγήθηκε ρευστότητα μέσω της πράξης πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης.
[18] Η διάρκεια των περιόδων τήρησης των υποχρεωτικών καταθέσεων (maintenance periods) εντός του 2010 κυμαίνεται από 21 έως 42 ημέρες (μέση διάρκεια: 30,3 ημέρες). Εντός του 2009 κυμάνθηκε από 21 έως 43 ημέρες (μέση διάρκεια: 30,3 ημέρες). Η περίοδος τήρησης είναι εκείνο το προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, για τη διάρκεια του οποίου λαμβάνεται ο μέσος όρος των ημερήσιων υπολοίπων στην κατάθεση που κάθε πιστωτικό ίδρυμα είναι υποχρεωμένο να διατηρεί στην αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα.
Ο μέσος όρος των ημερήσιων υπολοίπων δεν επιτρέπεται να υπολείπεται δεδομένης τιμής (ίσης προς το γινόμενο του συντελεστή υποχρεωτικών καταθέσεων 2% επί το ύψος ενός υποσυνόλου των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος, όπως διαμορφώθηκε στο τέλος του προ-προηγούμενου μήνα). Εάν αντίθετα ο μέσος όρος των ημερήσιων υπολοίπων είναι μικρότερος από την προαναφερθείσα τιμή, θεωρείται ότι η υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να τηρεί κατάθεση στο ευρωσύστημα (minimum reserve requirement) δεν εκπληρώνεται και επιβάλλεται ποινή στο πιστωτικό ίδρυμα. Από την άλλη πλευρά, το υπόλοιπο της υποχρεωτικής κατάθεσης επιτρέπεται να κυμαίνεται από μέρα σε μέρα.
[19] Οι εν λόγω κατηγορίες περιλάμβαναν: (1) τα εμπορεύσιμα ομόλογα που έχουν εκδοθεί στη ζώνη του ευρώ, αλλά είναι εκφρασμένα σε δολάρια ΗΠΑ, λίρες Αγγλίας και γιεν Ιαπωνίας, (2) τα πιστοποιητικά καταθέσεων και άλλα χρεόγραφα που έχουν εκδοθεί από πιστωτικά ιδρύματα και έχουν εισαχθεί σε αναγνωρισμένες από το ευρωσύστημα μη οργανωμένες (non-regulated) αγορές και (3) εμπορεύσιμα χρεόγραφα μειωμένης εξασφάλισης (subordinated) τα οποία όμως καλύπτονται από επαρκείς εγγυήσεις.
[20] Υπενθυμίζεται ότι περικοπή αποτίμησης (haircut) ονομάζεται το ποσοστό το οποίο το ευρωσύστημα αφαιρεί από την αγοραία αξία ενός στοιχείου προκειμένου να καθορίσει το ύψος της χρηματοδότησης που επιτρέπεται να αντλήσει ένα πιστωτικό ίδρυμα εάν το εν λόγω στοιχείο κατατεθεί ως εξασφάλιση.
[21] Δηλ. κατά πόσον το τοκομερίδιο είναι μηδενικό (zero-coupon ή discount bond), σταθερού επιτοκίου ή μεταβλητού επιτοκίου ή αντιστρόφως κυμαινόμενου επιτοκίου.
[22] Κατά μέσο όρο τον Σεπτέμβριο του 2010 το επιτόκιο Euribor τριών μηνών διαμορφώθηκε στο 0,881% ενώ την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου αυξήθηκε σε 0,958% – από την έναρξη της Νομισματικής Ένωσης, χαμηλότερα επίπεδα είχαν παρατηρηθεί για το εν λόγω επιτόκιο (σε μέση μηνιαία βάση) μόνο την περίοδο Αυγούστου 2009–Ιουλίου 2010.
[23] Βλ. Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2008, σελ. 74, υποσημείωση 6, όπου μεταξύ άλλων αναλύεται η σημασία αυτής της διαφοράς ως δείκτη του ασφαλίστρου που ενσωματώνει το επιτόκιο Euribor, επιπλέον από τις προσδοκίες για το επίπεδο του επιτοκίου μίας ημέρας.
[24] Πρόκειται για τον κίνδυνο ο οφειλέτης σε ένα διατραπεζικό δάνειο να αθετήσει τις υποχρεώσεις του.
[25] Στα τέλη Ιουνίου 2009 τα πιστωτικά ιδρύματα είχαν αντλήσει μέσω της πρώτης πράξης με ετήσια διάρκεια μεγάλα ποσά από το ευρωσύστημα τα οποία εξόφλησαν την 1η Ιουλίου 2010.
[26] Το υπόλοιπο των καταθέσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων στην πάγια διευκόλυνση του ευρωσυστήματος παρουσιάζει περιοδική διακύμανση στη διάρκεια της περιόδου τήρησης.
Συνεπώς, η ανοδική τάση, η οποία αναφέρεται παραπάνω, γίνεται εμφανέστερη εάν ληφθεί ο μέσος όρος του εν λόγω υπολοίπου σε διαδοχικές περιόδους τήρησης. Πράγματι, το ανά περίοδο τήρησης μέσο υπόλοιπο καταθέσεων στο πλαίσιο αυτής της πάγιας διευκόλυνσης αυξήθηκε από περίπου 66 δις ευρώ, κατά την περίοδο τήρησης που διήρκεσε από τις 11 Νοεμβρίου έως τις 7 Δεκεμβρίου 2009, σε περίπου 289 δις ευρώ κατά την περίοδο τήρησης που διήρκεσε από τις 12 Μαΐου μέχρι τις 15 Ιουνίου 2010. Την περίοδο τήρησης που διήρκεσε από τις 8 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 12 Οκτωβρίου 2010 το υπόλοιπο αυτών των καταθέσεων μειώθηκε σε περίπου 69 δις ευρώ.
[27] Deutsche Bank Research, Public Debt in 2020, Απρίλης 2010.
[28] «Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική»,Οκτώβρης 2010, σελ.163.
[29] Με βάση τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Ιουλίου, η Ελλάδα κατέχει δυστυχώς πολλές πρωτιές μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τα ποσοστά των αυξήσεων σε προϊόντα και υπηρεσίες. Σύμφωνα με το Ελληνικό Κέντρο Καταναλωτών (ΕΛΚΕΚΑ) έχει τον υψηλότερο πληθωρισμό (5,5%) με μέσο κοινοτικό όρο 1,7%. Επίσης στην Ελλάδα καταγράφεται η μεγαλύτερη αύξηση σε ετήσια βάση στην τιμή του κρέατος (1,9% έναντι μηδενικής στην ΕΕ), στα καύσιμα (39,6% έναντι 25,6% στην ΕΕ), στις σιδηροδρομικές μεταφορές (36,6% έναντι 3,5% στην ΕΕ), στις οδικές μεταφορές επιβατών (17,2% έναντι 2,2% στην ΕΕ), σε καφετέριες και ξενοδοχεία (3,6% έναντι 1,4% στην EE), στις ασφαλίσεις μεταφορών (11,3% έναντι 5,4% στην EE), στις υπηρεσίες μεταφορών (αύξηση 10,2% έναντι 2,6% στην EE), στις επικοινωνίες (3,7% έναντι μείωσης -0,8% στην ΕΕ), στις ταχυδρομικές υπηρεσίες (6,4% έναντι 1,4% στην EE).
[30] Γενική Γραμματεία Εμπορίου: Ανάλυση του Πληθωρισμού. Ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομίας.
[31] Άλλωστε, η Ελλάδα έχει σήμερα ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανακτήσεως του κόστους των δημοσίων υπηρεσιών από τους χρήστες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
[32] Για τα ζητήματα αυτά βλ., Κ. Μελάς, Η Σαστισμένη Ευρώπη, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 2009.
[33] Α. Μπαλφούσιας, «Αξιολόγηση της ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής», ΚΕΠΕ, Oικονομικές εξελίξεις 2010/12.
[34] Για το ζήτημα αυτό βλ., Κ. Μελάς, «Η ελληνική οικονομία αντιμέτωπη με την παγκόσμια οικονομική κρίση», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου και Πολιτισμού, τεύχ. 55/56, Άνοιξη/Καλοκαίρι 2009.
[35] Όλα αυτά τα μέτρα συμβάλλουν αποφασιστικά στην περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ γεγονός που φαίνεται να μην απασχολεί καθόλου το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και τους εκπροσώπους της ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ.
[36] Σε προσεχές άρθρο θα χρειαστεί να αναλυθούν αυτά τα ζητήματα.
[37] Η παραγωγικότητα αντανακλά παράγοντες που δεν αποτυπώνονται στην ποσότητα των παραγωγικών συντελεστών, όπως π.χ. η αποτελεσματικότητα της παραγωγικής διαδικασίας, η τεχνολογία, η βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού κ.λπ.
[38] Οι δύο (το εμπόριο και οι κατασκευές) είναι προστατευμένοι από τον διεθνή ανταγωνισμό και σχετικά χαμηλής έντασης τεχνολογίας. Κλάδοι εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό, όπως η μεταποίηση και ο τουρισμός, δεν αναπτύχθηκαν με τον ίδιο ταχύ ρυθμό, ίσως επειδή δεν μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό.
[39] Αρκεί να αναφερθεί ότι το 2009, η δημοσιονομική ένεση άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ στη συνολική ζήτηση μέσω του δημοσιονομικού ελλείμματος, δεν εμπόδισε τη συνολική εγχώρια ζήτηση να μειωθεί κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες.
[40] Ο Κ. Μελάς έχει παρουσιάσει ένα τέτοιο υπόδειγμα: «Το Υπόδειγμα της “Νέας Συναίνεσης” (New consensus model)», MonthlyReview.gr, 19/03/2008.
[41] J.M. Keynes, Η Γενική Θεωρία του Χρήματος, της Απασχόλησης και του Τόκου, εκδ. Παπαζήση. Επίσης τα ζητήματα αυτά διαπραγματεύεται ο Κ. Μελάς στο υπό έκδοση βιβλίο του Η Διαχρονική Πορεία της Μακροοικονομίας.
[42] Οι κριτικές τοποθετήσεις έναντι του υποδείγματος DSGE είναι πάρα πολλές, παραπέμπουμε μεταξύ άλλων: Robert Solow, «Building a Science of Economics for the Real World», House Committee on Science and Technology Subcommittee on Investigations and Oversight, 20 Ιουλίου 2010· Willem Buiter, «Τhe unfortunate uselessness of mos ’state of the art’ academic monetary economics», ft.com/maverecon, 3 Μαρτίου 2009.
[43] Bloomberg: Τράπεζες με κρατικά χρέη αγνοούν το εάν αλλά το πότε θα γίνει η πτώχευση των χωρών, 11 Ιουνίου 2010.
[44] Βλ. «Τhe Center for Geoeconomic Studies», 2 Σεπτεμβρίου 2010.
[45] Lindert, Peter H. and Peter J. Morton, «How Sovereign Debt Has Worked», στο Jeffrey Sachs (επιμ.) Developing Country Debt and Economic Performance, τόμ. 1, University of Chicago Press, σελ. 39-106· Suter, Christian, Debt Cycles in the World-Economy: Foreign Loans, Financial Crises,and Debt Settlements, 1820–1990, Boulder: Westview Press, 1992.
[46] Danske research, Research Euroland, 4 Ιανουαρίου 2010.
[47] The University of Iowa: Center of International Finance and Development. Foreign Dept: Forgiveness and Repudiation, Απρίλιος 2007.
[48] http://georgewashington2.blogspot.com/2010/04/is-it-time-for-debt-jubilee.html.
[49] http://www.ecorealty.org/sovereign_debt2.htm Dave Hopkins.
[50] U.N: The concept of odious debt in Public International Law, no 185, 2007.
[51] «How to challenge Illegitimate debt», Aktion Finantzplatz Schweiz, 2009, σελ. 11.
[52] «Withdrawal and expulsion from the EU and EMU, some reflections», ECB Legal working papers, 10 Δεκεμβρίου 2009.
[53] «Demystifying the Doctrine of odious debt» Duke Law School: Mitu Gulati et al., 2009.
[54] Thomas S. Wyler, Wiping the slate, University of Pennsylvania Law School, 2008.
[55] How to challenge illegitimate debt, Legal cases, Βασιλεία, 2009.
[56] C.M. Reinhart & K.S. Rogoff, This time is different, Princeton University Press, 2009.
[57] Suter, Christian, Debt Cycles in the World-Economy: Foreign Loans, Financial Crises, and Debt Settlements, 1820–1990, Westview Press, Boulder 1992.
[58] Jorgensen, Erika, & Jeffrey Sachs, «Default and Renegotiation of Latin American Foreign Bonds in the Interwar Period», στο Eichengreen, Barry & Peter Lindert (επιμ.), The International Debt Crisis in Historical Perspective, MIT Cambridge Press, 1989, σελ. 48-85.
[59] Παραθέτουμε σε περίληψη παρακάτω το κείμενο: «Δημιουργώντας τάξη στην ευρωζώνη.Οι κανόνες της Μέρκελ για πτώχευση» του Κρίστιαν Ράιερμαν το οποίο δημοσιεύτηκε στον Spiegel στις 12/7/2010.
[60] Επειδή σε μια διαδικασία κουρέματος το λιγότερο από το ήμισυ των χρεών συγχωρείται, οι πτωχευμένες χώρες παραμένουν με ένα «αρχικό ρίσκο της χώρας». Αυτό το εναπομένον ποσόν λειτουργεί ως σήμα, διότι οι ομολογίες της χώρας συνεχίζουν να διαπραγματεύονται στην αγορά. Αν η πιστοληπτική τους αξιολόγηση μειώνεται τότε τα επιτόκια ανεβαίνουν. Με άλλα λόγια οι επενδυτές, κυβερνήσεις και οργανισμοί σωτηρίας είναι μονίμως εν γνώσει της αξιολόγησης της αγοράς. Ένα νέο θεσπισμένο Κλαμπ του Βερολίνου θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «διεθνής εγγυητής». Οι Γερμανοί ειδικοί βλέπουν αυτόν τον οργανισμό σαν έναν «απολιτικό και νομικά ανεξάρτητο οργανισμό» […] Το ΔΝΤ θα εμπλακεί στην αναχρηματοδότηση από την αρχική φάση. Οι Γερμανοί ειδικοί βλέπουν το ΔΝΤ να παίζει καθοριστικό ρόλο. Εάν οι εκπρόσωποι του οργανισμού ο οποίος εδρεύει στην Ουάσινγκτον αποφασίσουν ότι κούρεμα και αναδιάρθρωση απέτυχαν, τότε αρχίζει η δεύτερη φάση της διαδικασίας […] Είναι πλέον πλήρης αναχρηματοδότηση. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό «αυτό θα απαιτήσει περιορισμούς στις διακριτές εξουσίες εθνικής κυριαρχίας». Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση του κράτους δεν θα μπορεί να διαχειρίζεται πλήρως το ταμείο του […] [Η κυβέρνηση] θα αντικαθίσταται με «ένα άτομο ή ένα γκρουπ από άτομα γνώστες των τοπικών χαρακτηριστικών του χρεωμένου κράτους» ο οποίος/το οποίο θα διασφαλίζει τα συμφέροντα του πτωχευμένου κράτους. Το Κλαμπ θα έχει την εξουσία να τοποθετήσει τέτοια άτομα…
[61] Δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Spiegel, 9/8/2010.
[62] Mark. L. J Wright, Restructuring foreign debt with private sector creditors: theory and practice, University of California, 2 Ιουνίου 2010.
[63] Στο boombustblog.com/reggie-middleton.
[64] «How to restructure Greek debt», http:/ssm.com/abstract=1603304, 7/5/2010.
[65] Eric Rasmusen, «The Strategy of Sovereign Debt Renegotiation», στο The handbook of Country Risk Analysis, Routledge 1992.
[66] Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα υπάρχουσες πληροφορίες, «Η Γερμανία βρήκε νομική φόρμουλα βάσει της οποίας η πρόταση για ελεγχόμενo default μιας χώρας-μέλους της ευρωζώνης δεν χρειάζεται να μπει στη Συνθήκη της Λισαβόνας, άρα να επικυρωθεί από τα 27 εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ», δήλωσε υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών. Ο ίδιος αξιωματούχος ανέφερε ότι με αυτόν τον τρόπο η πρόταση θα μπορεί να περάσει με πολιτική συμφωνία από το Eurogroup. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι τελική απόφαση θα παρθεί στο Συμβούλιο Κορυφής του Οκτωβρίου και όχι σήμερα. «Είναι ένα από τα θέματα που δεν έχουν συζητηθεί ακόμη σε επίπεδο task force υπό τον κύριο Ρομπέι. Θα συμπεριλαμβάνεται όμως στη δέσμη μέτρων που θα καταθέσει η ομάδα στο τέλος Οκτωβρίου, η εφαρμογή των οποίων δεν προϋποθέτει αλλαγή της συνθήκης», αναφέρει η πηγή. Ήδη, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έχει επιβεβαιώσει ότι όλα τα μέλη της ΕΕ «γνωρίζουν ότι η γερμανική πρόταση για ελεγχόμενη πτώχευση είναι μέρος των μέτρων προς συζήτηση». «Υπάρχουν θεωρητικά δύο πιθανότητες: η ομάδα Ρομπέι είτε να συζητήσει την πρότασή μας τον Οκτώβριο είτε να την αναβάλει για μεταγενέστερη συζήτηση λόγω της πολυπλοκότητάς της», επισήμανε ο Γερμανός αξιωματούχος, ο οποίος ωστόσο επανέλαβε ότι η χώρα του θα συνεχίσει να πιέζει για να τεθεί η πρόταση στο συμβούλιο του Οκτωβρίου.
[67] Anna Seith, «Why Europe’s avoidance of automatic penalties is a mistake», Spiegel, 20/10/2010.
[68] Κ. Μελάς, «Η ελληνική κρίση χρέους, η ΕΕ και οι ΗΠΑ», MonthlyReview.gr, 8/4/2010.
[69] Κ. Μελάς, Η Σαστισμένη Ευρώπη, ό.π.
[70] Κ. Μελάς, «Η ΕΕ και οι όψεις της ενωσιακής διαδικασίας», Monthly Review, Νο 54, Ιούνιος 2009· του ίδιου, «Μια πρώτη αποτίμηση της ευρωζώνης και του κοινού νομίσματος», στο ίδιο, Νο 64, Απρίλιος 2010· του ίδιου, «Παγκόσμια Κρίση, ΕΕ και Ελλάδα», ΕΝΕΚΕΝ, Νο17, Ιούλιος–Σεπτέμβριος 2010.
[71] Αυτό αναλύεται στην εργασία μας που αναφέρεται στην παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας η οποία σύντομα θα δει το φως της δημοσιότητας.
[72] Michael Lewis, «Beware of Greeks Bearing Bonds», Vanity Fair, 1 Οκτωβρίου 2010.
[73] To contact the reporters on this story: Matthew Brown in London at mbrown42@bloomberg.net; Paul Dobson in London at pdobson2@bloomberg.net
Μήπως χρειάζεστε μια επείγουσα χρηματοδοτική πίστωση δάνειο;
ΑπάντησηΔιαγραφή* Πολύ γρήγορη και άμεση μεταφορά στον τραπεζικό λογαριασμό σας
* Επιστροφή ξεκινά οκτώ μήνες μετά μπορείτε να πάρετε τα χρήματα
τραπεζικός λογαριασμός
* Χαμηλό επιτόκιο του 2%
* Μακροχρόνια αποπληρωμής (1-30 χρόνια) Μήκος
* Ευέλικτη όρων του δανείου και μηνιαία πληρωμή
*. Πόσο καιρό χρειάζεται για να χρηματοδοτήσει; Μετά την υποβολή της αίτησης δανείου
Μπορείτε να αναμένετε μια προκαταρκτική απάντηση λιγότερο από 24 ώρες
χρηματοδότηση σε 72-96 ώρες μετά τη λήψη των πληροφοριών που χρειάζονται
από σένα.
Επικοινωνήστε νόμιμη και επίσημη αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισης
ότι η οικονομική βοήθεια σε άλλες χώρες.
Για περισσότερες πληροφορίες και αίτηση δανείου αποτελούν κοινή επιχείρηση, μέσω της
e-mail: cashfirmarena@gmail.com
SIR EVA ΔΗΜΗΤΡΑ
Γενικός Διευθυντής
CASHFIRM
Μήπως χρειάζεστε μια επείγουσα χρηματοδοτική πίστωση δάνειο;
ΑπάντησηΔιαγραφή* Πολύ γρήγορη και άμεση μεταφορά στον τραπεζικό λογαριασμό σας
* Επιστροφή ξεκινά οκτώ μήνες μετά μπορείτε να πάρετε τα χρήματα
τραπεζικός λογαριασμός
* Χαμηλό επιτόκιο του 2%
* Μακροχρόνια αποπληρωμής (1-30 χρόνια) Μήκος
* Ευέλικτη όρων του δανείου και μηνιαία πληρωμή
*. Πόσο καιρό χρειάζεται για να χρηματοδοτήσει; Μετά την υποβολή της αίτησης δανείου
Μπορείτε να αναμένετε μια προκαταρκτική απάντηση λιγότερο από 24 ώρες
χρηματοδότηση σε 72-96 ώρες μετά τη λήψη των πληροφοριών που χρειάζονται
από σένα.
Επικοινωνήστε νόμιμη και επίσημη αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισης
ότι η οικονομική βοήθεια σε άλλες χώρες.
Για περισσότερες πληροφορίες και αίτηση δανείου αποτελούν κοινή επιχείρηση, μέσω της
e-mail: cashfirmarena@gmail.com
SIR EVA ΔΗΜΗΤΡΑ
Γενικός Διευθυντής
CASHFIRM