του Ξενοφώντα Γιαταγάνα
Μπορεί κανείς να αρνηθεί λογικά ότι ζούσαμε για χρόνια με δανεικά, ότι συγχρόνως ξοδεύαμε πολύ περισσότερα από όσα βγάζαμε και ότι δημιουργήσαμε έτσι μεγάλα ελλείμματα και τεράστιο χρέος, το οποίο είμαστε σήμερα ανήμποροι να πληρώσουμε; Οσοι δεν συμμερίζονται αυτή την αυτονόητη πραγματικότητα και προσχωρούν στη συνθηματολογία του «δεν χρωστάω, δεν πουλάω, δεν πληρώνω» κάνουν στη χώρα πολλαπλό κακό. Πρώτον, νομιμοποιούν και διαιωνίζουν τη δημοσιονομική ασυδοσία που εγκυμονεί ακόμα χειρότερες μέρες. Δεύτερον, τοποθετούν στο απυρόβλητο την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, που αποτελείται είτε από αναξιοποίητα ακίνητα που ερημώνουν, είτε από εταιρείες σπάταλες και μη ανταγωνιστικές που πίνουν το αίμα του ιδιωτικού τομέα. Τρίτον, οδηγούν την Ελλάδα στον δρόμο της πλήρους αναξιοπιστίας που θα την καταστήσει παρία της διεθνούς κοινότητας. Οι φωνές αυτές, που επικρατούν δυστυχώς και μέσα στο κίνημα των δίκαια αγανακτισμένων πολιτών, κρατούν τη χώρα φυλακισμένη στις αγκυλώσεις της και ουσιαστικά εναντιώνονται σε κάθε μεταρρύθμιση και αλλαγή. Είναι οι σειρήνες της ακινησίας και της οπισθοδρόμησης.
Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο δύσκολος δρόμος της δημοσιονομικής εξισορρόπησης και εξυγίανσης, της διαφανούς και επωφελούς αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και της δραστικής μείωσης του χρέους της χώρας, που θα τη φέρουν πάλι σε τροχιά στερεής και βιώσιμης ανάπτυξης. Τον δρόμο αυτόν χαράζει η δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο που τη συνοδεύει. Το μεν δάνειο από τους εταίρους μας αποτρέπει μια βίαιη πτώχευση με τραγικές συνέπειες για όλους τους Ελληνες και ιδιαίτερα για τους πλέον ευάλωτους, το δε Μνημόνιο επιβάλλει τους όρους εκείνους - δημοσιονομικούς και διαρθρωτικούς - που, εφόσον πληρωθούν, θα επιτρέψουν την επάνοδο της χώρας στην κοινότητα των εύτακτων κρατών του ανεπτυγμένου κόσμου.
Ετσι θα έπρεπε να είχαμε δει εξ αρχής το ζήτημα. Αντ' αυτού, τι πράξαμε; Η μεν κυβέρνηση, εξ ανάγκης και όχι εκ πεποιθήσεως, εφάρμοσε, εκούσα άκουσα, την πολιτική αυτή. Ολοφυρόμενη και συντετριμμένη, ζητώντας συγγνώμη για τα βάρη που επιβάλλει άθελά της στους πολίτες. Η αξιωματική αντιπολίτευση, ακόμα χειρότερα, πολέμησε και πολεμά ανοιχτά την πολιτική αυτή γιατί δεν αποτελεί αξιόπιστη λύση στα προβλήματα του τόπου, γιατί υπάρχουν δήθεν καλύτερες και αποτελεσματικότερες πολιτικές που θα οδηγούσαν, ως διά μαγείας, σε άμεση εξομάλυνση της κατάστασης. Επιδίδεται, με τον τρόπο αυτόν, σε άκρατο λαϊκισμό, χαϊδεύοντας τα αυτιά ενός κόσμου που βλέπει να ψαλιδίζονται προνόμια και παροχές δεκαετιών χωρίς να θέλει να σκεφθεί και να αποδεχθεί τα πραγματικά αίτια της κατάρρευσης. Και η Αριστερά βρίσκεται στον κόσμο της, επαγγελλόμενη είτε την αποδέσμευση από την Ευρώπη και τον παράδεισο της κομμουνιστικής κοινωνίας, είτε τα αγαθά της διαγραφής του χρέους και της διατήρησης του στάτους κβο. Κατά κάποιον τρόπο, το σύνολο του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα αρνείται να κοιτάξει την κρίση κατάματα και να την αντιμετωπίσει ρεαλιστικά. Προτιμά να την ξορκίζει, αντί να μάχεται για την υπέρβασή της.
Στην πραγματικότητα, το Μνημόνιο συνιστά πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας και ανάταξης του παραγωγικού της δυναμικού. Το μόνο κρίμα είναι ίσως ότι δεν το επεξεργαστήκαμε και δεν το εφαρμόσαμε οι ίδιοι, αλλά αφεθήκαμε να μας το επιβάλουν οι εταίροι μας, προκειμένου να μας διασώσουν και να διασωθούν, βέβαια, και αυτοί, στο σημερινό αλληλοεξαρτώμενο παγκοσμιοποιημένο σύστημα.
Είχαμε πολλές ευκαιρίες να το πράξουμε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Από το 1981, που μπήκαμε στην τότε ΕΟΚ, αφήσαμε να περάσουν τέσσερα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (πάνω από 100 δισ. ευρώ) χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Κατασπαταλήσαμε το μεγαλύτερο μέρος του πακτωλού αυτού σε αλόγιστο καταναλωτισμό, μετατρέψαμε τους αγρότες μας σε δημοσίους υπαλλήλους και εμπεδώσαμε τη διαφθορά μέσω ενός πελατειακού συστήματος διανομής των πόρων. Το δειλό εκσυγχρονιστικό εγχείρημα της τετραετίας 1996-2000 πνίγηκε και αυτό μέσα στην περιρρέουσα επικρατούσα ατμόσφαιρα. Οι όροι του Μνημονίου, που θα μπορούσαν να είχαν υλοποιηθεί σταδιακά και ομαλά σε συνθήκες συνεχούς αύξησης του ΑΕΠ με ρυθμούς κοντά στο 5% ετησίως, οφείλουν να πραγματοποιηθούν σήμερα τάχιστα και βίαια μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς ύφεσης. Ας θυμηθούμε το σχέδιο Γιαννίτση για την κοινωνική ασφάλιση και τις προσπάθειες της σημερινής κυβέρνησης για το ίδιο ζήτημα. Οι χαμένες ευκαιρίες καθιστούν τα πράγματα ακόμα δυσκολότερα. Αν δεν πραγματοποιηθούν τώρα οι αλλαγές αυτές, το μέλλον θα είναι ακόμα πιο ζοφερό. Γιατί, πρέπει να κατανοήσουμε και το εξής: ανάπτυξη χωρίς σταθεροποίηση δεν είναι δυνατή, παρά τα όσα λέγονται στα τηλεοπτικά παράθυρα από αυτοσχέδιους πολιτικολογούντες οικονομολόγους και οικονομολογούντες πολιτικάντηδες. Το προαπαιτούμενο της δημοσιονομικής σταθεροποίησης απαιτεί θυσίες από όλους. Και βέβαια, θα ήταν δικαιότερο να πληρώσουν περισσότερα όσοι συνέβαλαν καθοριστικότερα στο σημερινό αδιέξοδο, ώσπου όμως να βρεθούν και να λογοδοτήσουν, θα υποφέρουμε όλοι.
Η πρόσφατη ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος δημιουργεί κάποιες ελπίδες. Σκιαγραφεί τις αναγκαίες περιστολές του βιοτικού μας επιπέδου σε βάθος τετραετίας και διαγράφει τις αναγκαίες αντίστοιχες διαρθρωτικές αλλαγές, που θα καταλήξουν - εφόσον υλοποιηθούν - στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στην επαναφορά της σε αναπτυξιακή κατεύθυνση. Ανοίγει επίσης τον δρόμο για μια νέα δανειακή σύμβαση που θα μας επιτρέψει να σταθούμε στα πόδια μας για όσον χρόνο δεν μας εμπιστεύονται οι αγορές. Πρόκειται για άκρως φιλική χειρονομία, την οποία οφείλουμε να τιμήσουμε. Οι κερδοσκόποι και οι τοκογλύφοι ποντάρουν στη συνεχή και εντεινόμενη αδυναμία των οφειλετών προκειμένου να τους θέτουν ολοένα επαχθέστερους όρους. Οι εταίροι μάς δανείζουν με 4% όταν οι αγορές μάς ζητούν πάνω από 15% και μας υποβάλλουν συγχρόνως σε επώδυνη μεν αλλά σωτήρια θεραπευτική αγωγή που εξαλείφει προοπτικά τις αδυναμίες μας. Στον δρόμο αυτόν, θα βοηθούσε σίγουρα η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης και η αναμόρφωση του πολιτικού μας συστήματος. Αυτά είναι όμως μια άλλη ιστορία.
Ας αντιστρέψουμε, επομένως, την κρατούσα συνθηματολογία. Ας παραδεχτούμε ότι χρωστάμε και ότι πουλάμε (αλλάζουμε) για να πληρώσουμε. Οπωσδήποτε, θα αισθανθούμε καλύτερα!
_________________________________
Ο Ξενοφών Γιαταγάνας είναι επιστημονικός διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών (ΕΚΕΜΕ) και πρώην νομικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(από τα "Νέα")
(από τα "Νέα")
Πραγματικά χρειάζεται ένας πολύ μεγάλο υποκριτικός καθωσπρεπισμός, για να φθάσει κάποιος στο σημείο να υπερασπίζεται το "δίκαιο" των τοκογλυφικών δανειστών του ελληνικού δημοσίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι σε αυτόν τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό επιδίδεται (και) με το παρόν άρθρο του ο "Mr. ατσαλάκωτος".
Πρέπει, λοιπόν, μας λέει το γνήσιο τέκνο της ευρωπαϊκής γραφειοκρατικής ελίτ, η Ελλάδα να μην απειλεί τους εκπροσώπους των τοκογλυφικών δανειστών της χώρας, ότι δεν θα πληρώσει τα χρέη της, να σκύψει το κεφάλι, να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των δανειστών και ... να δεχθεί τα νέα (τοκογλυφικά) δάνεια, που της προτείνουν, για να αυξήσει το, πέραν οιουδήποτε ελέγχου, χρέος της, εις το διηνεκές και επ' άπειρον, μετατρέποντας την κοινωνία της σε μια κοινωνία υπό ένα μοντέρνο καθεστώς πεονίας.
(Ότι τα νέα δάνεια που έδωσαν στην χώρα από τον Μάϊο του 2010, με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης και του Μνημονίου, είναι τοκογλυφικά, μας το είπε, εκ του πλαγίου ο ατυχής Ντομινίκ Στρως-Καν πριν έναν μήνα περίπου, από την ... Κίνα. Εκεί ο εκπεσών leader του Δ.Ν.Τ., είπε ότι "δυστυχώς η ευρωζώνη είναι μια ζώνη ανταγωνισμού, χωρίς να συμπληρώνεται από το στοιχείο της αλληλεγγύης, όπως θα έπρεπε να είναι μια νομισματική και οικονομική ένωση". - Εδώ, βέβαια, ο Ντομινίκ Στρως-Καν σφάλλει. Ουδέποτε μια νομισματική και οικονομική ένωση υπήρξε ζώνη αλληλεγγύης. Οι νομισματικές ενώσεις, πάντοτε, υπήρξαν ενώσεις ανταγωνισμού. Γι' αυτό και κατέρρευσαν -. Για να συνεχίσει ο Στρως-Καν, λέγοντας ότι "οι ευρωζωνίτες, όταν η Ελλάδα ζήτησε την βοήθειά τους, της επέβαλαν υψηλότοκα δάνεια, για να την τιμωρήσουν για τις ... αμαρτίες της, με σκοπό να της επιβάλουν μια μεγάλη ύφεση, επίσης για να την τιμωρήσουν, για τις ... αμαρτίες της. Δεν σχολιάζω ηθικά την υπόθεση, αλλά πρέπει να πω ότι από οικονομική σκοπιά, αυτή η πολιτική δεν βοήθησε").
Ο πολύπειρος Γάλλος σοσιαλιστής, επισημαίνοντας την λουθηρανικής προέλευσης ηθική πλευρά του ζητήματος του δανεισμού προς την χώρα μας, δεν είχε άδικο, αλλά η πρακτική πλευρά του ζητήματος βρίσκεται αλλού. Και συγκεκριμένα, βρίσκεται στην καθαρή τοκογλυφία στην οποία επιδίδονται οι άλλες χώρες της ευρωζώνης, σε βάρος της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, όπως ακριβώς πράττουν και εις βάρος της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, που έχουν μπει στην διαδικασία του Μνημονίου και όπως, ακριβώς πράττουν και εις βάρος της Ισπανίας και της Ιταλίας, οι οποίες, ουσιαστικά, βρίσκονται και αυτές σε ένα καθεστώς άτυπου, αλλά πολύ ενεργού Μνημονίου, το οποίο θα πάρει και επίσημη μορφή. (Όταν οι χώρες αυτές υποχρεώνονται να δανείζονται με επιτόκια κοντά στο 7%, τότε ο γαλλογερμανικός άξονας δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να φορτώνει με νέα τοκογλυφικά δάνεια τις χώρες αυτές, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος τους, μόνο και μόνο με την επιτοκιακή και ανατοκιστική επιβάρυνση, γεγονός που τις έχει οδηγήσει στην εν τοις πράγμασι χρεωκοπία, η οποία οδεύει προς επισημοποίηση. Και όλα αυτά,όταν ο Γάλλος πρώην πρωθυπουργός Μισέλ Ροκάρ ρωτάει, δημοσίως, το γιατί πρέπει τα κράτη της ευρωζώνης να δανείζονται με επιτόκιο 6% και οι τράπεζες με επιτόκιο, γύρω στο 1%, ή και μικρότερο και φυσικά ουδεμία απάντηση παίρνει από την ευρωμπατιτραπεζοκρατία και τους πολιτικούς και τους επικοινωνιακούς, καθώς και τους λοιπούς εκφραστές της).
Και μέσα σε όλα αυτά, έρχεται ο κυρ-Γιαταγάνας, για να ψέξει εκείνους, οι οποίοι λένε ότι η χώρα πρέπει να ασκήσει τα διαπραγματευτικά της όπλα και να απειλήσει την μη πληρωμή των δόσεων των τοκογλυφικών δανείων που της έχουν χρεωθεί!!!
Άβυσσος η ψυχή του κ. Ξενοφώντα, που βλέπει το όραμά του (την φαντασιακή εικόνα της ενωμένης Ευρώπης, όπως αυτή υλοποιήθηκε από την ευρωζώνη) να καταρρέει και θέλει να την σώσει, σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού, βεβαίως-βεβαίως (για να θυμηθούμε και τον αείμνηστο Χρήστο Τσαγανέα).
Το μόνο που μπορεί να πει είναι ότι όλα αυτά είναι γιαταγάνειες παπάρες. Και τίποτε περισσότερο...