Το Φεβρουάριο του 2009, αρκετούς μήνες πριν την ένταξη της Ελλάδας στον άτυπο μηχανισμό στήριξης, είχαμε υποστηρίξει ότι η Γερμανία –μαθαίνοντας the hard way- θα ενέδιδε τελικά στην παροχή οικονομικής βοήθειας σε κράτη μέλη που βρίσκονται σε κρίση, με αντάλλαγμα μια αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και εκτεταμένες διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτή η εξέλιξη είχαμε εκτιμήσει τότε, θα έθετε τη βάση για το επόμενο βήμα στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτό της σταδιακής δημιουργίας μιας δημοσιονομικής ένωσης στην ΕΕ.
Πράγματι, η Γερμανία πείστηκε το 2009 να παράσχει μαζί με τα υπόλοιπα κράτη μέλη οικονομική βοήθεια, αρχικά προς την Ελλάδα και στη συνέχεια προς την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Η πολιτική αυτή, ανέτρεψε ολόκληρη την αντίληψη πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το Μάαστριχτ και στη συνέχεια το Άμστερνταμ, σύμφωνα με την οποία απαγορεύονταν τόσο στην ΕΚΤ, όσο και στα κράτη μέλη να παρέχουν οικονομική βοήθεια σε δεύτερο κράτος μέλος σε περίπτωση κακής δημοσιονομικής κατάστασης του τελευταίου. Μέσα σε είκοσι μήνες η Ευρώπη άρχισε να κάνει μεγάλα βήματα προς τη δημιουργία ενός μόνιμου κεντρικού μηχανισμού διαχείρισης οικονομικών κρίσεων, βασικό στοιχείο οποιασδήποτε δημοσιονομικής ένωσης. Από τον άτυπο μηχανισμό στήριξης που φτιάχτηκε για την Ελλάδα, περάσαμε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (EFSM) και στη συνέχεια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), ενώ προβλέφτηκε ακόμα και η δυνατότητα ενός κράτους να προχωρήσει σε ελεγχόμενη αναδιάρθρωση των χρεών του εντός του EFSF από το 2013.
Το όποιο βήμα, βέβαια, υπήρξε αργό και ελλιπές. Σήμερα που το μέλλον της ίδιας της ευρωζώνης τίθεται σε αμφιβολία, λόγω των επιθέσεων των αγορών και των οίκων αξιολόγησης στην Ιταλία και την Ισπανία, κινδυνεύει να μείνει και μετέωρο. Οι εθνικοί εγωισμοί σε συνδυασμό με την ιδεολογική και πολιτική μυωπία των ευρωπαίων συντηρητικών, έχουν φροντίσει να ρίξουν την Ευρώπη και τον κόσμο σε μια διαρκή κρίση χωρίς τελειωμό. Πλέον το ενδεχόμενο να διαλυθεί το μαγαζί αποτελεί μαθηματική πιθανότητα. Όμως, και παρά τις Κασσάνδρες που φέρνουν με αναλύσεις τους την καταστροφή, δεν πιστεύουμε ότι αυτό τελικά θα συμβεί.
Όπως στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης χρέους, έτσι και στην περίπτωση της ιταλικής, η Ευρώπη θα βρεθεί για μία ακόμη φορά αντιμέτωπη με τις θεμελιώδεις αδυναμίες της αρχιτεκτονικής της.
Της οικονομικής: η σταθεροποιητική λειτουργία ενός κεντρικού προϋπολογισμού σε περίοδο κρίσης, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την ασυντόνιστη δράση πολλών δημοσιονομικών πολιτικών, ούτε βέβαια από μηχανισμούς στήριξης που ανταλλάσουν τη διάσωση με την τιμωρία.
Της πολιτικής: ο πόλεμος ενάντια στους οίκους αξιολόγησης και το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και το σινάφι των καταστροφολόγων που πλέον κλονίζει οικονομίες με πολύ πιο σοβαρή διάρθρωση και παραγωγή από της Ελλάδας, δεν μπορεί να κερδηθεί με έκτακτα Συμβούλια Κορυφής και διακηρύξεις καλών προθέσεων.
Αντιλαμβανόμενη το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί, η Ευρώπη θα κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη και πολύ σύντομα θα οδηγηθεί στο αυτονόητο: την έκδοση ευρωομολόγου σε συνδυασμό με τη θεσμοθέτηση ενός πιο στιβαρού συστήματος οικονομικής διακυβέρνησης. Ήδη, με μισόλογα και διαρροές το έχουν προανακοινώσει. Η ουσία, όμως, είναι η δημιουργία μιας πραγματικής οικονομικής και πολιτικής ένωσης.
Στη συνέχεια, ωστόσο, η Ευρώπη θα πρέπει να απαντήσει άλλα δύο θεμελιώδη ζητήματα. Πρώτον, τι είδους δημοκρατία έχουμε στην Ευρώπη της δημοσιονομικής ένωσης όπου τα ιερατεία θα αποφασίζουν (στις χώρες του μνημονίου ήδη αποφασίζουν) για τις δαπάνες σε παιδεία και υγεία. Δεύτερον, ποιος θα κληθεί να πληρώσει τη φούσκα του πιστωτικού χρήματος που πέρασε από τους ισολογισμούς των χρεοκοπημένων τραπεζών στο δημόσιο χρέος, που στην περίπτωση των ανεπτυγμένων χωρών αναμένεται να φτάσει στο 100% του ΑΕΠ σχετικά άμεσα . Η πρόχειρη απάντηση που ήδη έχουμε είναι τα άγρια μέτρα λιτότητας που εφαρμόζονται σε όλη την ευρωζώνη.
(από το G700)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου