του Ιωάννη Στουρνάρα*
Δύο είναι σήµερα οι επιλογές-διέξοδοι-λύσεις στην κρίση του δηµόσιου χρέους. Η πρώτη είναι αυτή που µας προτείνουν οι εταίροι µας στην ευρωζώνη µαζί µε το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο (ΔΝΤ). Στην ουσία, οι χώρες-µέλη της ευρωζώνης, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ µάς προτείνουν την εξής ανταλλακτική σχέση («κοινωνικό συµβόλαιο»): «Αναλαµβάνουµε να σας αναχρηµατοδοτούµε το παλαιό δηµόσιο χρέος σας, αρκεί το 2015 να έχετε µειώσει το έλλειµµα της γενικής κυβέρνησης κάτω από το 2% του ΑΕΠ». Βεβαίως, κάτω από τη λύση αυτή οι ελληνικές τράπεζες, άρα και ο ιδιωτικός τοµέας της χώρας, θα συνεχίσουν να χρηµατοδοτούνται από την ΕΚΤ.
Η λύση αυτή έχει νόηµα αν το παλαιό δηµόσιο χρέος µπορεί να αρχίσει να αποπληρώνεται µε τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις, την παραγωγή πρωτογενών πλεονασµάτων και την επιστροφή σε θετικούς ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης. Σηµαντικές παράµετροι βιωσιµότητας αυτής της διαδικασίας είναι:
* Το επιτόκιο µε το οποίο θα δανείζει την Ελλάδα ο µηχανισµός διάσωσης (EFSF/ESM).
* Ο ρυθµός οικονοµικής ανάπτυξης.
* Το ύψος των πρωτογενών πλεονασµάτων.
* Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που µπορούν να αξιοποιηθούν προκειµένου να αποπληρωθούν παλαιά οµόλογα.
Σε αντίθεση µε την παραπάνω λύση, η οποία αποκλείει κάθε είδους «πιστωτικό γεγονός» (δηλαδή χρεοκοπία µερική ή ολική) και παρεµπιπτόντως προβλέπει ότι περισσότερο από τα 2/3 του ελληνικού δηµόσιου χρέους θα καταλήξει στα κρατικά χαρτοφυλάκια των χωρών-µελών της ευρωζώνης, στο ΔΝΤ, στην ΕΚΤ και το ESM, το βρετανικό περιοδικό «The Economist» προτείνει για µία ακόµη φορά, αντανακλώντας τις απόψεις πολλών αναλυτών και ακαδηµαϊκών, τη διαγραφή του µισού, περίπου, ελληνικού δηµόσιου χρέους.
Λύσεις του τύπου που προτείνει ο «Economist» είναι επιλογές στις οποίες καταφεύγουν χώρες που έχουν εξαντλήσει όλες τις άλλες διαθέσιµες. Είναι λύσεις απελπισίας, διότι χώρες που έχουν χρεοκοπήσει αποκλείονται από τις αγορές για πολύ µεγάλα χρονικά διαστήµατα, µε αποτέλεσµα να ανταλλάσσουν ένα βραχυπρόθεσµο όφελος (τη µείωση του βάρους των τοκοχρεολυσίων) µε ένα µακροπρόθεσµο, µόνιµο κόστος: τα περιθώρια δανεισµού τους (spreads) δεν θα µειωθούν σχεδόν ποτέ και το τραπεζικό τους σύστηµα θα υποστεί ανήκεστο βλάβη. Αυτή ακριβώς είναι η εµπειρία της Αργεντινής. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα έχει ακόµη µεγάλο πρωτογενές έλλειµµα τόσο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όσο και στη γενική κυβέρνηση, µε αποτέλεσµα να αναγκαστεί να το µηδενίσει αµέσως, µειώνοντας δραστικά µισθούς, συντάξεις, δηµόσιες επενδύσεις, δαπάνες εισαγοµένων ειδών πρώτης ανάγκης, όπως φάρµακα, καύσιµα, πρώτες ύλες κτλ. Η σηµαντικότερη όµως επίπτωση αυτής της λύσης είναι ότι το «κούρεµα» των κρατικών οµολόγων κατά 50% θα οδηγήσει σε χρεοκοπία το ελληνικό τραπεζικό σύστηµα, το οποίο κατέχει ελληνικά κρατικά οµόλογα αξίας 55 δισ. ευρώ, και σε σηµαντικές ζηµίες την ΕΚΤ, ξένες τράπεζες, κυρίως γαλλικές και γερµανικές, τα ασφαλιστικά µας ταµεία, ελληνικές και ξένες ασφαλιστικές εταιρείες.
Εχει η Ελλάδα φθάσει σε τέτοιο σηµείο απελπισίας, έχει εξαντλήσει το οπλοστάσιό της ώστε να σηκώσει λευκή σηµαία και να παραδοθεί στη χρεοκοπία και τις συνέπειές της; Ουδείς καλόπιστος παρατηρητής µπορεί να ισχυριστεί κάτι ανάλογο.
1. Διότι ο δηµόσιος τοµέας της διαθέτει αναξιοποίητη ακίνητη περιουσία πολύ µεγαλύτερης αξίας σε σύγκριση µε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωζώνης.
2. Διότι το άνοιγµα της πλέον κλειστής οικονοµίας του ΟΟΣΑ στις δυνάµεις του ανταγωνισµού και η κατάργηση των 200, περίπου, εµποδίων-αντικινήτρων στην επιχειρηµατικότητα και στις επενδύσεις θα δηµιουργήσουν, σε µεσοπρόθεσµο ορίζοντα, αναπτυξιακή δυναµική και θέσεις εργασίας. Αυτή ακριβώς είναι η εµπειρία σε Δύση και Ανατολή.
3. Διότι πρωτογενή πλεονάσµατα της τάξης του 3%-4% του ΑΕΠ δεν είναι πρωτόγνωρα: υπήρχαν κατά την περίοδο σύγκλισης στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Αυτά τα πρωτογενή πλεονάσµατα είναι επαρκή για τη δραστική αποκλιµάκωση του λόγου του χρέους ως προς το ΑΕΠ, αρκεί να συνδυαστούν µε αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας, άνοιγµα αγορών στον ανταγωνισµό.
4. Διότι η Ελλάδα παρουσιάζει µεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες: οδικοί άξονες, λιµάνια, µαρίνες, αεροδρόµια, τουριστική κατοικία, ενεργειακά δίκτυα και ανανεώσιµες πηγές ενέργειας.
5. Διότι διαθέτει αναπορρόφητα κονδύλια του ΕΣΠΑ, για υποδοµές της τάξης των 17 δισ. ευρώ, τα οποία µπορούν να «µοχλευθούν» µε κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα.
6. Διότι διαθέτει βοήθεια πρωτοφανούς, ιστορικά, µεγέθους από τους µηχανισµούς διάσωσης της ευρωζώνης, και από το ΔΝΤ, το οποίο έχει διαφορετική συµπεριφορά σήµερα σε σχέση µε την κρίση της Αργεντινής.
Με βάση τα παραπάνω θεµελιώδη στοιχεία, ένα εύλογο ερώτηµα είναι το εξής: Μπορεί το πολιτικό σύστηµα της χώρας να συναινέσει ώστε να οδηγήσει την οικονοµία σε δηµοσιονοµικά πρωτογενή πλεονάσµατα της τάξης του 4% του ΑΕΠ και να υλοποιήσει ένα ευρύ πρόγραµµα αξιοποίησης της κρατικής ακίνητης περιουσίας ως το 2015; Από την απάντηση στο ερώτηµα αυτό θα εξαρτηθεί η επιτυχία ή όχι του εγχειρήµατος.
Τέλος, αυτό που θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει ήδη είναι η λεπτοµερής ενηµέρωση όλων των πολιτών αυτής της χώρας, συµπεριλαµβανοµένων των πολιτικών, για τις δύο προαναφερόµενες εναλλακτικές λύσεις και, κυρίως, για το κόστος και το όφελος της κάθε µιας. Ενδεχοµένως µια εκστρατεία ενηµέρωσης για το συγκεκριµένο θέµα να είχε αποσοβήσει ορισµένες από τις εξελίξεις της τελευταίας περιόδου, αλλά και να είχε δροµολογήσει άλλες, σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Η έλλειψη δραστηριότητας τους προηγούµενους µήνες σε αυτό το επίπεδο δεν σηµαίνει ότι κάτι τέτοιο δεν µπορεί να δροµολογηθεί τώρα.
* ο κ. Ιωάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής Οικονοµικών του Πανεπιστηµίου Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ
(από το "Βήμα")
Δύο είναι σήµερα οι επιλογές-διέξοδοι-λύσεις στην κρίση του δηµόσιου χρέους. Η πρώτη είναι αυτή που µας προτείνουν οι εταίροι µας στην ευρωζώνη µαζί µε το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο (ΔΝΤ). Στην ουσία, οι χώρες-µέλη της ευρωζώνης, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ µάς προτείνουν την εξής ανταλλακτική σχέση («κοινωνικό συµβόλαιο»): «Αναλαµβάνουµε να σας αναχρηµατοδοτούµε το παλαιό δηµόσιο χρέος σας, αρκεί το 2015 να έχετε µειώσει το έλλειµµα της γενικής κυβέρνησης κάτω από το 2% του ΑΕΠ». Βεβαίως, κάτω από τη λύση αυτή οι ελληνικές τράπεζες, άρα και ο ιδιωτικός τοµέας της χώρας, θα συνεχίσουν να χρηµατοδοτούνται από την ΕΚΤ.
Η λύση αυτή έχει νόηµα αν το παλαιό δηµόσιο χρέος µπορεί να αρχίσει να αποπληρώνεται µε τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις, την παραγωγή πρωτογενών πλεονασµάτων και την επιστροφή σε θετικούς ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης. Σηµαντικές παράµετροι βιωσιµότητας αυτής της διαδικασίας είναι:
* Το επιτόκιο µε το οποίο θα δανείζει την Ελλάδα ο µηχανισµός διάσωσης (EFSF/ESM).
* Ο ρυθµός οικονοµικής ανάπτυξης.
* Το ύψος των πρωτογενών πλεονασµάτων.
* Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που µπορούν να αξιοποιηθούν προκειµένου να αποπληρωθούν παλαιά οµόλογα.
Σε αντίθεση µε την παραπάνω λύση, η οποία αποκλείει κάθε είδους «πιστωτικό γεγονός» (δηλαδή χρεοκοπία µερική ή ολική) και παρεµπιπτόντως προβλέπει ότι περισσότερο από τα 2/3 του ελληνικού δηµόσιου χρέους θα καταλήξει στα κρατικά χαρτοφυλάκια των χωρών-µελών της ευρωζώνης, στο ΔΝΤ, στην ΕΚΤ και το ESM, το βρετανικό περιοδικό «The Economist» προτείνει για µία ακόµη φορά, αντανακλώντας τις απόψεις πολλών αναλυτών και ακαδηµαϊκών, τη διαγραφή του µισού, περίπου, ελληνικού δηµόσιου χρέους.
Λύσεις του τύπου που προτείνει ο «Economist» είναι επιλογές στις οποίες καταφεύγουν χώρες που έχουν εξαντλήσει όλες τις άλλες διαθέσιµες. Είναι λύσεις απελπισίας, διότι χώρες που έχουν χρεοκοπήσει αποκλείονται από τις αγορές για πολύ µεγάλα χρονικά διαστήµατα, µε αποτέλεσµα να ανταλλάσσουν ένα βραχυπρόθεσµο όφελος (τη µείωση του βάρους των τοκοχρεολυσίων) µε ένα µακροπρόθεσµο, µόνιµο κόστος: τα περιθώρια δανεισµού τους (spreads) δεν θα µειωθούν σχεδόν ποτέ και το τραπεζικό τους σύστηµα θα υποστεί ανήκεστο βλάβη. Αυτή ακριβώς είναι η εµπειρία της Αργεντινής. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα έχει ακόµη µεγάλο πρωτογενές έλλειµµα τόσο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όσο και στη γενική κυβέρνηση, µε αποτέλεσµα να αναγκαστεί να το µηδενίσει αµέσως, µειώνοντας δραστικά µισθούς, συντάξεις, δηµόσιες επενδύσεις, δαπάνες εισαγοµένων ειδών πρώτης ανάγκης, όπως φάρµακα, καύσιµα, πρώτες ύλες κτλ. Η σηµαντικότερη όµως επίπτωση αυτής της λύσης είναι ότι το «κούρεµα» των κρατικών οµολόγων κατά 50% θα οδηγήσει σε χρεοκοπία το ελληνικό τραπεζικό σύστηµα, το οποίο κατέχει ελληνικά κρατικά οµόλογα αξίας 55 δισ. ευρώ, και σε σηµαντικές ζηµίες την ΕΚΤ, ξένες τράπεζες, κυρίως γαλλικές και γερµανικές, τα ασφαλιστικά µας ταµεία, ελληνικές και ξένες ασφαλιστικές εταιρείες.
Εχει η Ελλάδα φθάσει σε τέτοιο σηµείο απελπισίας, έχει εξαντλήσει το οπλοστάσιό της ώστε να σηκώσει λευκή σηµαία και να παραδοθεί στη χρεοκοπία και τις συνέπειές της; Ουδείς καλόπιστος παρατηρητής µπορεί να ισχυριστεί κάτι ανάλογο.
1. Διότι ο δηµόσιος τοµέας της διαθέτει αναξιοποίητη ακίνητη περιουσία πολύ µεγαλύτερης αξίας σε σύγκριση µε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωζώνης.
2. Διότι το άνοιγµα της πλέον κλειστής οικονοµίας του ΟΟΣΑ στις δυνάµεις του ανταγωνισµού και η κατάργηση των 200, περίπου, εµποδίων-αντικινήτρων στην επιχειρηµατικότητα και στις επενδύσεις θα δηµιουργήσουν, σε µεσοπρόθεσµο ορίζοντα, αναπτυξιακή δυναµική και θέσεις εργασίας. Αυτή ακριβώς είναι η εµπειρία σε Δύση και Ανατολή.
3. Διότι πρωτογενή πλεονάσµατα της τάξης του 3%-4% του ΑΕΠ δεν είναι πρωτόγνωρα: υπήρχαν κατά την περίοδο σύγκλισης στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Αυτά τα πρωτογενή πλεονάσµατα είναι επαρκή για τη δραστική αποκλιµάκωση του λόγου του χρέους ως προς το ΑΕΠ, αρκεί να συνδυαστούν µε αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας, άνοιγµα αγορών στον ανταγωνισµό.
4. Διότι η Ελλάδα παρουσιάζει µεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες: οδικοί άξονες, λιµάνια, µαρίνες, αεροδρόµια, τουριστική κατοικία, ενεργειακά δίκτυα και ανανεώσιµες πηγές ενέργειας.
5. Διότι διαθέτει αναπορρόφητα κονδύλια του ΕΣΠΑ, για υποδοµές της τάξης των 17 δισ. ευρώ, τα οποία µπορούν να «µοχλευθούν» µε κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα.
6. Διότι διαθέτει βοήθεια πρωτοφανούς, ιστορικά, µεγέθους από τους µηχανισµούς διάσωσης της ευρωζώνης, και από το ΔΝΤ, το οποίο έχει διαφορετική συµπεριφορά σήµερα σε σχέση µε την κρίση της Αργεντινής.
Με βάση τα παραπάνω θεµελιώδη στοιχεία, ένα εύλογο ερώτηµα είναι το εξής: Μπορεί το πολιτικό σύστηµα της χώρας να συναινέσει ώστε να οδηγήσει την οικονοµία σε δηµοσιονοµικά πρωτογενή πλεονάσµατα της τάξης του 4% του ΑΕΠ και να υλοποιήσει ένα ευρύ πρόγραµµα αξιοποίησης της κρατικής ακίνητης περιουσίας ως το 2015; Από την απάντηση στο ερώτηµα αυτό θα εξαρτηθεί η επιτυχία ή όχι του εγχειρήµατος.
Τέλος, αυτό που θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει ήδη είναι η λεπτοµερής ενηµέρωση όλων των πολιτών αυτής της χώρας, συµπεριλαµβανοµένων των πολιτικών, για τις δύο προαναφερόµενες εναλλακτικές λύσεις και, κυρίως, για το κόστος και το όφελος της κάθε µιας. Ενδεχοµένως µια εκστρατεία ενηµέρωσης για το συγκεκριµένο θέµα να είχε αποσοβήσει ορισµένες από τις εξελίξεις της τελευταίας περιόδου, αλλά και να είχε δροµολογήσει άλλες, σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Η έλλειψη δραστηριότητας τους προηγούµενους µήνες σε αυτό το επίπεδο δεν σηµαίνει ότι κάτι τέτοιο δεν µπορεί να δροµολογηθεί τώρα.
* ο κ. Ιωάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής Οικονοµικών του Πανεπιστηµίου Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ
(από το "Βήμα")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου