του Βασίλη Βαμβακά*
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών δημιουργούν την εντύπωση ότι δύο διαφορετικοί «κόσμοι» έχουν διαμορφωθεί από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα. Τα χθεσινά τηλεοπτικά παράθυρα που είχαν μοιραστεί ανάμεσα στη συζήτηση και την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Προγράμματος στη Βουλή και στις εικόνες διαμαρτυρίας και βίαιων επεισοδίων που συνέβαιναν έξω από τη Βουλή αποτυπώνουν - στο επίπεδο της εικόνας - με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο αυτή τη διχοτόμηση. Η δύναμη της εικόνας είναι τόσο ισχυρή που δύσκολα κανείς συνειδητοποιεί ότι «εντός του εντός» και «εντός του εκτός» της Βουλής υπάρχουν μεγάλες διαφορές, όσο και ότι το «πολιτικό σύστημα» και το πολιτικό αντισύστημα έχουν πολλές συγγένειες. Σε ένα σημείο όμως που το μέσα και το έξω έδειξαν με κυριολεκτικό και μεταφορικό τρόπο τη συνάντησή τους ήταν στην πραγματικότητα ή την εικονικότητα της καταστροφής: ο νεαρός κουκουλοφόρος με τη μολότοφ και ο κυβερνητικός βουλευτής που θα ψηφίσει «όχι», τα επιθετικά πανό της Πλατείας Συντάγματος και η αντιπολιτευτική ρητορεία, οι αμυντικές τακτικές της Αστυνομίας και ο κυβερνητικός λόγος χωρίς θετικά επιχειρήματα γι' αυτό που υποστηρίζει (πέρα από το εθνικό ή παραταξιακό φιλότιμο).
Η εξοικείωση με την πραγματικότητα και την εικόνα εκτεταμένων καταστροφών έχει δρομολογηθεί από το 2007 με τις μεγάλες πυρκαγιές και τους δεκάδες νεκρούς που άφησαν πίσω τους. Η καταστροφή δεν τρομοκρατεί αναγκαστικά μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, δεν επηρεάζει τις πολιτικές επιλογές, δεν αναπροσαρμόζει τις προσωπικές σκοπιμότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 δεν επήλθε καμία αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό μέσα από τις εκλογές, αλλά αντίθετα δρομολογήθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας.
Το ενδεχόμενο της οικονομικής χρεοκοπίας τρομάζει ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, ίσως τη σιωπηρή πλειοψηφία, το τμήμα της που βρίσκει λιγότερο χώρο έκφρασης στον δημόσιο λόγο (ενδεχομένως επαναπαυμένο από το ότι τον ρόλο αυτό επωμίζονται ορισμένοι διακεκριμένοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης). Ενα άλλο μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που βρίσκει πολύ χώρο στα συμβατικά αλλά και στα «εναλλακτικά» μέσα επικοινωνίας, το τμήμα εκείνο που επιχειρηματολογεί ή καταθέτει τη γνώμη του σε πρόχειρες δημοσκοπήσεις, το τμήμα που κάνει τον δικό του επικοινωνιακό πόλεμο μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στις διαδηλώσεις, έχει αποφασίσει ότι το πείραμα της χρεοκοπίας είναι ο καλύτερος δείκτης εθνικής γενναιότητας και δημοκρατικής αξιοπρέπειας. Με υλικά επαναστατικού λόγου και πρακτικής εμποτισμένα από τον «προοδευτισμό» της μεταπολιτευτικής περιόδου, οι υποστηρικτές ενός σεναρίου ελεγχόμενης χρεοκοπίας έχουν κηρύξει τον αγώνα όχι υπέρ του ξεπεράσματος της μεταπολίτευσης αλλά της επιβεβαίωσης όλων όσα αυτή επέβαλε μέσα από τον κρατικιστικό της προστατευτισμό. Η ελεγχόμενη πτώχευση, με τις προπαραδοχές του παρελθόντος προσκεφάλι, φαντάζει προτιμότερη από τη σκληρή πειθαρχία και τη λιτότητα ενός αγνώστου μέλλοντος, που επιπλέον θα κρατήσει και πολύ χρόνο.
Η απόφαση «ναι ή όχι» στο Μεσοπρόθεσμο πολιτικοποίησε εκ νέου την ελληνική κοινωνία και ομαδοποίησε διαιρέσεις που μέχρι σήμερα δεν είχαν ευδιάκριτα όρια. Από τη μια ριζοσπαστικοποίησε πολλούς πολίτες, οι οποίοι είτε δεν αντέχουν μεγαλύτερες επιβαρύνσεις είτε δεν θέλουν να χάσουν τα προνόμια της μεταπολιτευτικής ευδαιμονίας. Από την άλλη πλευρά - και αντίθετα απ' ό,τι συνέβη με το Μνημόνιο - ενεργοποίησε ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής διανόησης υπέρ της υποστήριξης του ευρωπαϊκού δρόμου και της προσπάθειας να παραμείνει η χώρα στην ευρωζώνη με θυσίες, εκφράζοντας ίσως το «σιωπηλό» μέρος της μετριοπαθούς ελληνικής κοινής γνώμης. Ετσι ενώ μέχρι λίγο καιρό πριν μιλούσαμε για τους «τροϊκανούς», τους «αλληλέγγυους», τους «εξαγώγιμους», τους «αγανακτισμένους» και άλλες ταυτότητες διαμορφωμένες εντός και εκτός των ΜΜΕ, χωρίς σαφές το στίγμα της πολιτικής τους τοποθέτησης, σήμερα διακρίνουμε σε όλο το φάσμα του δημόσιου λόγου μια σαφή αντιπαράθεση που παίρνει τα χαρακτηριστικά της παλιάς και γνωστής διαμάχης: της θέσης που υποστηρίζει τον εκσυγχρονισμό και την κανονική πορεία της Ελλάδας προς τον ευρωπαϊκό δρόμο των οργανωμένων με ορθολογικούς κανόνες κοινωνιών σε αντίθεση με εκείνη που εμμένει στον λαϊκισμό και τον εθνοκεντρισμό της.
Το «ναι» της Βουλής και το «όχι» της πλατείας βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε προφανή ασυμφωνία. Η διαφωνία αυτή, όμως, δεν είναι ούτε ομοιόμορφη ούτε διαχρονική. Σε μεγάλο βαθμό, σηματοδοτεί τη μετωπική αντιπαράθεση επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν από την αρχή της κρίσης, όχι τόσο με πολιτικό αλλά κυρίως με οικονομολογικό και ηθικολογικό περίβλημα. Η ανασφάλεια που δημιουργεί αυτή η νέα πόλωση είναι ισχυρή. Το ίδιο όμως και η προσδοκία ότι οι ενδεχόμενες συμμαχίες έχουν πιο ξεκάθαρο δρόμο από ποτέ.
*Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ
(από τα "Νέα")
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών δημιουργούν την εντύπωση ότι δύο διαφορετικοί «κόσμοι» έχουν διαμορφωθεί από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα. Τα χθεσινά τηλεοπτικά παράθυρα που είχαν μοιραστεί ανάμεσα στη συζήτηση και την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Προγράμματος στη Βουλή και στις εικόνες διαμαρτυρίας και βίαιων επεισοδίων που συνέβαιναν έξω από τη Βουλή αποτυπώνουν - στο επίπεδο της εικόνας - με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο αυτή τη διχοτόμηση. Η δύναμη της εικόνας είναι τόσο ισχυρή που δύσκολα κανείς συνειδητοποιεί ότι «εντός του εντός» και «εντός του εκτός» της Βουλής υπάρχουν μεγάλες διαφορές, όσο και ότι το «πολιτικό σύστημα» και το πολιτικό αντισύστημα έχουν πολλές συγγένειες. Σε ένα σημείο όμως που το μέσα και το έξω έδειξαν με κυριολεκτικό και μεταφορικό τρόπο τη συνάντησή τους ήταν στην πραγματικότητα ή την εικονικότητα της καταστροφής: ο νεαρός κουκουλοφόρος με τη μολότοφ και ο κυβερνητικός βουλευτής που θα ψηφίσει «όχι», τα επιθετικά πανό της Πλατείας Συντάγματος και η αντιπολιτευτική ρητορεία, οι αμυντικές τακτικές της Αστυνομίας και ο κυβερνητικός λόγος χωρίς θετικά επιχειρήματα γι' αυτό που υποστηρίζει (πέρα από το εθνικό ή παραταξιακό φιλότιμο).
Η εξοικείωση με την πραγματικότητα και την εικόνα εκτεταμένων καταστροφών έχει δρομολογηθεί από το 2007 με τις μεγάλες πυρκαγιές και τους δεκάδες νεκρούς που άφησαν πίσω τους. Η καταστροφή δεν τρομοκρατεί αναγκαστικά μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, δεν επηρεάζει τις πολιτικές επιλογές, δεν αναπροσαρμόζει τις προσωπικές σκοπιμότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 δεν επήλθε καμία αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό μέσα από τις εκλογές, αλλά αντίθετα δρομολογήθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας.
Το ενδεχόμενο της οικονομικής χρεοκοπίας τρομάζει ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, ίσως τη σιωπηρή πλειοψηφία, το τμήμα της που βρίσκει λιγότερο χώρο έκφρασης στον δημόσιο λόγο (ενδεχομένως επαναπαυμένο από το ότι τον ρόλο αυτό επωμίζονται ορισμένοι διακεκριμένοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης). Ενα άλλο μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που βρίσκει πολύ χώρο στα συμβατικά αλλά και στα «εναλλακτικά» μέσα επικοινωνίας, το τμήμα εκείνο που επιχειρηματολογεί ή καταθέτει τη γνώμη του σε πρόχειρες δημοσκοπήσεις, το τμήμα που κάνει τον δικό του επικοινωνιακό πόλεμο μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στις διαδηλώσεις, έχει αποφασίσει ότι το πείραμα της χρεοκοπίας είναι ο καλύτερος δείκτης εθνικής γενναιότητας και δημοκρατικής αξιοπρέπειας. Με υλικά επαναστατικού λόγου και πρακτικής εμποτισμένα από τον «προοδευτισμό» της μεταπολιτευτικής περιόδου, οι υποστηρικτές ενός σεναρίου ελεγχόμενης χρεοκοπίας έχουν κηρύξει τον αγώνα όχι υπέρ του ξεπεράσματος της μεταπολίτευσης αλλά της επιβεβαίωσης όλων όσα αυτή επέβαλε μέσα από τον κρατικιστικό της προστατευτισμό. Η ελεγχόμενη πτώχευση, με τις προπαραδοχές του παρελθόντος προσκεφάλι, φαντάζει προτιμότερη από τη σκληρή πειθαρχία και τη λιτότητα ενός αγνώστου μέλλοντος, που επιπλέον θα κρατήσει και πολύ χρόνο.
Η απόφαση «ναι ή όχι» στο Μεσοπρόθεσμο πολιτικοποίησε εκ νέου την ελληνική κοινωνία και ομαδοποίησε διαιρέσεις που μέχρι σήμερα δεν είχαν ευδιάκριτα όρια. Από τη μια ριζοσπαστικοποίησε πολλούς πολίτες, οι οποίοι είτε δεν αντέχουν μεγαλύτερες επιβαρύνσεις είτε δεν θέλουν να χάσουν τα προνόμια της μεταπολιτευτικής ευδαιμονίας. Από την άλλη πλευρά - και αντίθετα απ' ό,τι συνέβη με το Μνημόνιο - ενεργοποίησε ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής διανόησης υπέρ της υποστήριξης του ευρωπαϊκού δρόμου και της προσπάθειας να παραμείνει η χώρα στην ευρωζώνη με θυσίες, εκφράζοντας ίσως το «σιωπηλό» μέρος της μετριοπαθούς ελληνικής κοινής γνώμης. Ετσι ενώ μέχρι λίγο καιρό πριν μιλούσαμε για τους «τροϊκανούς», τους «αλληλέγγυους», τους «εξαγώγιμους», τους «αγανακτισμένους» και άλλες ταυτότητες διαμορφωμένες εντός και εκτός των ΜΜΕ, χωρίς σαφές το στίγμα της πολιτικής τους τοποθέτησης, σήμερα διακρίνουμε σε όλο το φάσμα του δημόσιου λόγου μια σαφή αντιπαράθεση που παίρνει τα χαρακτηριστικά της παλιάς και γνωστής διαμάχης: της θέσης που υποστηρίζει τον εκσυγχρονισμό και την κανονική πορεία της Ελλάδας προς τον ευρωπαϊκό δρόμο των οργανωμένων με ορθολογικούς κανόνες κοινωνιών σε αντίθεση με εκείνη που εμμένει στον λαϊκισμό και τον εθνοκεντρισμό της.
Το «ναι» της Βουλής και το «όχι» της πλατείας βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε προφανή ασυμφωνία. Η διαφωνία αυτή, όμως, δεν είναι ούτε ομοιόμορφη ούτε διαχρονική. Σε μεγάλο βαθμό, σηματοδοτεί τη μετωπική αντιπαράθεση επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν από την αρχή της κρίσης, όχι τόσο με πολιτικό αλλά κυρίως με οικονομολογικό και ηθικολογικό περίβλημα. Η ανασφάλεια που δημιουργεί αυτή η νέα πόλωση είναι ισχυρή. Το ίδιο όμως και η προσδοκία ότι οι ενδεχόμενες συμμαχίες έχουν πιο ξεκάθαρο δρόμο από ποτέ.
*Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ
(από τα "Νέα")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου