του Γιώργου Μαυρωτά, από το "protagon"
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια ομάδα. Ήταν ιστορική και πριν πολλά χρόνια είχε πάρει τίτλους πολλούς, διακρίσεις και κύπελλα. Τα πρόσφατα χρόνια, στην κατάταξη του πρωταθλήματος τερμάτιζε περίπου στη μέση της βαθμολογίας. Είχε κι έναν χορηγό που τη χρηματοδοτούσε και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Η ομάδα όμως, αντί να επενδύσει τα χρήματα στις υποδομές, τα σκόρπιζε ανάμεσα στους πρωτοκλασάτους παίκτες της και σε αμφίβολης αξίας μεταγραφές (τα περισσότερα τα «έτρωγαν» βέβαια οι μεσάζοντες…) κι έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Οι παίκτες άρχισαν να καλομαθαίνουν στην ελάχιστη προσπάθεια, με αποτέλεσμα η ομάδα να υποχωρεί σιγά-σιγά στον βαθμολογικό πίνακα. Κι αν υπήρχε κανένας προπονητής που προσπαθούσε να ταράξει τα νερά, οι βολεμένοι παίκτες τον υπέσκαπταν και τελικά έφευγε ως αποτυχημένος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αδειάζουν και οι κερκίδες από θεατές. Κάποια στιγμή μάλιστα, ο χορηγός την κοπάνησε κι η ομάδα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Χρειαζόταν καλές εμφανίσεις και νίκες για να αποφύγει καταρχήν τον υποβιβασμό και στη συνέχεια να πάρει μια ανάσα και να αρχίζει να προσελκύει πάλι θεατές στα παιχνίδια της.
Ο Γιώργος, γιος ενός προηγούμενου προπονητή που είχε αφήσει έντονα τη σφραγίδα του, ήταν ο αρχηγός της ομάδας. Βλέποντας λοιπόν το φάσμα της καταστροφής, ξαφνικά σοβάρεψε. Το πήρε πατριωτικά κι άρχισε να ζητάει πιο σκληρές προπονήσεις από τους καλομαθημένους συμπαίκτες του για να ανακάμψουν αγωνιστικά. Μέσα στο παιχνίδι προσπαθούσε φιλότιμα κι ήθελε να παίρνει το παιχνίδι πάνω του, παίζοντας πολλές φορές ατομικά. Από την άλλη μεριά οι συμπαίκτες του και κυρίως ο Αντώνης, που εποφθαλμιούσε τη θέση του Γιώργου, δεν τον κάλυπταν στην άμυνα και τον άφηναν πολλές φορές εκτεθειμένο.
Υπήρχε και ο Αλέκος που ως συνήθως αυτοσχεδίαζε γιατί ονειρευόταν να φύγει, να πάει να παίξει σε άλλο πρωτάθλημα (δεν τολμούσε να του πει κανένας ότι το πρωτάθλημα που ονειρευόταν είχε από καιρό καταργηθεί). Έτσι, η ομάδα με πολύ κόπο έβαζε γκολ, αλλά τα έτρωγε πολύ εύκολα γιατί έπαιζε χωρίς αλληλοκάλυψη. Αντί λοιπόν το φάσμα της καταστροφής να ενώσει τους συμπαίκτες, έβγαλε όλους τους εγωισμούς στην επιφάνεια.
Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα η ομάδα να χάνει τα κρίσιμα παιχνίδια το ένα μετά το άλλο. Του Αντώνη όμως και των άλλων τους αρκούσε ότι «έφταιγε ο Γιώργος»...
Τελικά η ομάδα δεν κατάφερε να αποφύγει τον υποβιβασμό. Ο Αντώνης όμως τα κατάφερε κι έγινε αρχηγός στην ομάδα που έπαιζε πια στην Β’ εθνική, σε άδειες κερκίδες. Εν τω μεταξύ, όσοι καλοί παίκτες είχαν απομείνει, δεν άντεχαν τη μιζέρια κι άρχιζαν να φεύγουν σε άλλες ομάδες. Τώρα ήταν ο Αντώνης αυτός που έφταιγε, καθότι έπρεπε πάντα να βρίσκουν, όχι τι θα κάνουν για να πετύχουν, αλλά σε ποιον να ρίξουν το φταίξιμο της αποτυχίας. Μετά από καιρό το μόνο που έμεινε τελικά ήταν το εγκαταλειμμένο γήπεδο με κάποια παλιά κύπελλα στη βιτρίνα για να θυμίζουν περασμένα μεγαλεία. Κάποια στιγμή τα έδωσαν κι αυτά σε ένα παλιατζή για να ξεχρεώσουν τον μπακάλη, τον Άγγελο.
Κι όλα αυτά γιατί τις κρίσιμες ώρες δεν έπαιξαν ποτέ σαν ομάδα…
*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια ομάδα. Ήταν ιστορική και πριν πολλά χρόνια είχε πάρει τίτλους πολλούς, διακρίσεις και κύπελλα. Τα πρόσφατα χρόνια, στην κατάταξη του πρωταθλήματος τερμάτιζε περίπου στη μέση της βαθμολογίας. Είχε κι έναν χορηγό που τη χρηματοδοτούσε και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Η ομάδα όμως, αντί να επενδύσει τα χρήματα στις υποδομές, τα σκόρπιζε ανάμεσα στους πρωτοκλασάτους παίκτες της και σε αμφίβολης αξίας μεταγραφές (τα περισσότερα τα «έτρωγαν» βέβαια οι μεσάζοντες…) κι έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Οι παίκτες άρχισαν να καλομαθαίνουν στην ελάχιστη προσπάθεια, με αποτέλεσμα η ομάδα να υποχωρεί σιγά-σιγά στον βαθμολογικό πίνακα. Κι αν υπήρχε κανένας προπονητής που προσπαθούσε να ταράξει τα νερά, οι βολεμένοι παίκτες τον υπέσκαπταν και τελικά έφευγε ως αποτυχημένος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αδειάζουν και οι κερκίδες από θεατές. Κάποια στιγμή μάλιστα, ο χορηγός την κοπάνησε κι η ομάδα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Χρειαζόταν καλές εμφανίσεις και νίκες για να αποφύγει καταρχήν τον υποβιβασμό και στη συνέχεια να πάρει μια ανάσα και να αρχίζει να προσελκύει πάλι θεατές στα παιχνίδια της.
Ο Γιώργος, γιος ενός προηγούμενου προπονητή που είχε αφήσει έντονα τη σφραγίδα του, ήταν ο αρχηγός της ομάδας. Βλέποντας λοιπόν το φάσμα της καταστροφής, ξαφνικά σοβάρεψε. Το πήρε πατριωτικά κι άρχισε να ζητάει πιο σκληρές προπονήσεις από τους καλομαθημένους συμπαίκτες του για να ανακάμψουν αγωνιστικά. Μέσα στο παιχνίδι προσπαθούσε φιλότιμα κι ήθελε να παίρνει το παιχνίδι πάνω του, παίζοντας πολλές φορές ατομικά. Από την άλλη μεριά οι συμπαίκτες του και κυρίως ο Αντώνης, που εποφθαλμιούσε τη θέση του Γιώργου, δεν τον κάλυπταν στην άμυνα και τον άφηναν πολλές φορές εκτεθειμένο.
Υπήρχε και ο Αλέκος που ως συνήθως αυτοσχεδίαζε γιατί ονειρευόταν να φύγει, να πάει να παίξει σε άλλο πρωτάθλημα (δεν τολμούσε να του πει κανένας ότι το πρωτάθλημα που ονειρευόταν είχε από καιρό καταργηθεί). Έτσι, η ομάδα με πολύ κόπο έβαζε γκολ, αλλά τα έτρωγε πολύ εύκολα γιατί έπαιζε χωρίς αλληλοκάλυψη. Αντί λοιπόν το φάσμα της καταστροφής να ενώσει τους συμπαίκτες, έβγαλε όλους τους εγωισμούς στην επιφάνεια.
Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα η ομάδα να χάνει τα κρίσιμα παιχνίδια το ένα μετά το άλλο. Του Αντώνη όμως και των άλλων τους αρκούσε ότι «έφταιγε ο Γιώργος»...
Τελικά η ομάδα δεν κατάφερε να αποφύγει τον υποβιβασμό. Ο Αντώνης όμως τα κατάφερε κι έγινε αρχηγός στην ομάδα που έπαιζε πια στην Β’ εθνική, σε άδειες κερκίδες. Εν τω μεταξύ, όσοι καλοί παίκτες είχαν απομείνει, δεν άντεχαν τη μιζέρια κι άρχιζαν να φεύγουν σε άλλες ομάδες. Τώρα ήταν ο Αντώνης αυτός που έφταιγε, καθότι έπρεπε πάντα να βρίσκουν, όχι τι θα κάνουν για να πετύχουν, αλλά σε ποιον να ρίξουν το φταίξιμο της αποτυχίας. Μετά από καιρό το μόνο που έμεινε τελικά ήταν το εγκαταλειμμένο γήπεδο με κάποια παλιά κύπελλα στη βιτρίνα για να θυμίζουν περασμένα μεγαλεία. Κάποια στιγμή τα έδωσαν κι αυτά σε ένα παλιατζή για να ξεχρεώσουν τον μπακάλη, τον Άγγελο.
Κι όλα αυτά γιατί τις κρίσιμες ώρες δεν έπαιξαν ποτέ σαν ομάδα…
*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου