του Γιάννη Βούλγαρη*
Αυτή η διπλή διαδικασία θα εξελιχθεί σε ένα ιδιαίτερα δυσµενές κλίµα, γεγονός που µόνο εν µέρει έχουµε συνειδητοποιήσει. Εννοώ, ότι σήµερα διαβρώνεται πλέον µε επιταχυνόµενο ρυθµό κάθε προηγούµενο κοινό ηθικοπολιτικό βίωµα στο οποίο η κοινωνία θα µπορούσε να καταφύγει για να ενισχύσει την ηθική και διανοητική συνοχή της. Χάνεται πλέον µια κοινή «αφήγηση» για τη µεταπολιτευτική Ελλάδα που να περιέχει ένα θετικό δηµιουργικό πυρήνα για το µέλλον, καθώς η αποτίµηση συρρικνώνεται στο «έξω οι κλέφτες». Ο,τι υπήρχε σπάει. Αν αυτό ισχύει, η εξήγηση νοµίζω πρέπει να αναζητηθεί στον διττό χαρακτήρα που προσέλαβε η κρίση στην Ελλάδα. Αυτό που ζούµε σήµερα είναι από τη µια, η εκδήλωση της παγκόσµιας χρηµατοπιστωτικής κρίσης σε ένα συγκεκριµένο εθνικό κράτος, όπως συµβαίνει και σε άλλα, και από την άλλη, µια ιδιαίτερη εθνική κρίση που οφείλεται σε ενδογενείς αιτίες, πολλαπλά αναλυµένες.
Η παγκόσµια και η εγχώρια κρίση έχουν αντίθετο ιδεολογικό πρόσηµο, µε αποτέλεσµα να εντείνεται η σύγχυση και η αποδιάρθρωση. Η παγκόσµια κρίση έφερε στην επιφάνεια τα όρια και τις καταστροφικές επιπτώσεις της «νεοφιλελεύθερης ηγεµονίας» 1973-2008. Η εγχώρια κρίση πήγασε αντιθέτως από τον «κρατισµό», µε την έννοια του αναποτελεσµατικού, πελατειακού, συντεχνιακού εκφυλισµού του µεταπολιτευτικού πολιτικού και διοικητικού συστήµατος. Είναι βέβαιο ότι οι Ελληνες, όπως και πολλοί πολίτες άλλων χωρών, είτε κινητοποιούνται είτε όχι, αντιλαµβάνονται ότι ο τρόπος που εξελίχθηκε η παγκόσµια κρίση έχει µια έκδηλη ανηθικότητα. Οι περίφηµες «διεθνείς αγορές» (δηλαδή το αποχαλινωµένο παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα) προκάλεσαν την κρίση, διασώθηκαν από τα κράτη και τώρα επιτίθενται σε αυτά, εκµεταλλευόµενα βεβαίως την έλλειψη πολιτικών πλειοψηφιών υπέρ τολµηρών µέτρων ρύθµισης. Αυτή η ανηθικότητα υπονοµεύει την έκκληση για θυσίες που οι εθνικές κυβερνήσεις απευθύνουν στους λαούς τους, ακόµα και όταν αυτές οι θυσίες είναι αναπόφευκτες για να διασωθεί η χώρα.
Από την άλλη όµως, η πολυδιάστατη κρίση του ελληνικού µεταπολιτευτικού «κρατισµού» έχει τις δικές της, ιδιαίτερες και αυτοτελείς, αρνητικές αξιακές και ηθικοπολιτικές επιπτώσεις. Και αυτή η ιδιαιτερότητα πηγάζει από τον τρόπο που η Ελλάδα δέχτηκε την επιρροή της «νεοφιλελεύθερης ηγεµονίας» τα τελευταία χρόνια. Εννοώ ότι στη χώρα µας η διάχυση της αγοραίας κουλτούρας, του ατοµισµού και του καταναλωτισµού δεν προήλθε από την επίθεση των εγχώριων υποστηρικτών του «νεοφιλελευθερισµού» ούτε από την ηγεµονική ισχύ ενός δυναµικού καπιταλιστικού κοινωνικοπολιτικού συνασπισµού, όπως π.χ. στις αγγλοσαξονικές χώρες. Εγινε µέσω της ατοµιστικής και συντεχνιακής ιδιοποίησης του ∆ηµοσίου. Με άλλα λόγια, το ∆ηµόσιο όχι µόνο δεν αποτέλεσε αντίβαρο στην ατοµιστική ιδιοτέλεια και τον καταναλωτισµό, αλλά υπήρξε ένας από τους σηµαντικότερους αγωγούς εξάπλωσής τους.
Ανάλογο φαινόµενο παρατηρήθηκε και σε άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες, αλλά η Ελλάδα υπήρξε ακραία περίπτωση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η κρίση του «µεταπολιτευτικού µοντέλου» που ζούµε από το 2008 άθροισε και συναίρεσε την ηθική απαξίωση του χρηµατιστικού καπιταλισµού µε αυτήν του πελατειακού - συντεχνιακού κρατισµού. Για να είµαστε ακριβέστεροι χωρίς όµως να επεκταθούµε εδώ σε ένα σύνθετο θέµα, η κρίση του κρατισµού και η ατοµιστική ιδιοποίηση του ∆ηµοσίου ωθούν όλο και περισσότερο στην υποβάθµιση της δηµοκρατικής κουλτούρας που µε κόπο κατακτήθηκε στη µεταπολιτευτική περίοδο µέσω της διαδικασίας εκδηµοκρατισµού. Στην πραγµατικότητα, εκδηλώνεται ένα γνωστό πρόβληµα που έχει απασχολήσει επανειληµµένα την πολιτική επιστήµη: η έκρηξη των εγγενών αντινοµιών της δηµοκρατίας και του εκδηµοκρατισµού, καθώς χάθηκε η αναγκαία εξισορρόπηση συλλογικότητας και ατοµισµού, υποχρέωσης και δικαιώµατος, ελευθερίας και ευθύνης.
Ετσι, η µεταπολιτευτική δηµοκρατία έχει «κάψει» προκαταβολικά τις δυνατότητες να βρει σωσίβια και θετικές αναφορές για µια αποτελεσµατικότερη διέξοδο από την κρίση. Γι’ αυτό σήµερα τα φαινόµενα εκδηλώνονται µε σεισµική καταστροφικότητα: τάσεις διάλυσης του δηµόσιου χώρου, αποδυνάµωση των πολιτικών ταυτοτήτων και του σταθεροποιητικού ρόλου που είχαν, µαζοχιστική επιµονή του µικροκοµµατισµού και του καιροσκοπισµού, αµυντικός κοινοτισµός, έκρηξη των συντεχνιασµών και των «έξω από την αυλή µου» στάσεων, διάχυση της µαζικής βίας και του πολιτικού χουλιγκανισµού.
Βρισκόµαστε λοιπόν στην καρδιά της πιο δραµατικής κρίσης χωρίς να έχουµε τη δυνατότητα να «ανασύρουµε» ένα υγιές κοινό ηθικοπολιτικό βίωµα για να ανατάξουµε τη χώρα. Το συλλογικό φαντασιακό δεν µπορεί να προχωρήσει πέρα από την ενδόµυχη ουτοπική διάθεση «να µην αλλάξει τίποτα». Οι κινητοποιήσεις διαµαρτυρίας, αγανακτισµένες ή όχι, όταν δεν περιορίζονται στην αντικοινοβουλευτική µούντζα, οχυρώνονται στην ψυχολογική άρνηση του «δεν χρωστάω, δεν πουλάω, δεν πληρώνω». Την ίδια στιγµή όµως, µια φαιοκόκκινη συµπόρευση υποσκάπτει το ιστορικό κεκτηµένο της µεταπολίτευσης: την απόλυτη διάκριση της χουντικής περιόδου από τη δηµοκρατική. Επί µέρες τώρα στο Σύνταγµα, χιλιάδες κόσµου κάθονται κάτω από το άθλιο πανό «η χούντα δεν τέλειωσε το 1973» αµφισβητώντας (συνειδητά; αµέριµνα;) την ιστορική σηµασία της µεταπολιτευτικής ρήξης. Το πολιτικό σύστηµα αδυνατεί να καθοδηγήσει την κοινωνία στην πιο κρίσιµη στιγµή της. Η µόνη αυθεντική ηθική και πολιτισµική διάσταση της πολιτικής πράξης επικεντρώνεται σήµερα στο απολύτως απαραίτητο: να µη φθαρεί ανεπανόρθωτα η δηµοκρατική κουλτούρα που κατακτήθηκε στη µεταπολιτευτική Ελλάδα. Ο µόνος αυθεντικός εθνικός στόχος επικεντρώνεται σήµερα στο απολύτως απαραίτητο: να µην αυτοεξοβελιστούµε από την Ευρώπη. Αυτός δεν είναι καιρός για προβλέψεις, αλλά για επιλογές.
[Πώς το έλεγε ο Μιχάλης Κατσαρός; «Πάρτε µαζί σας νερό, το µέλλον έχει πολλή ξηρασία»].
* ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τµήµα Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστηµίου
(από τα "Νέα")
Ο πρώτος στόχος τώρα είναι να µην αυτοκτονήσουµε ως χώρα. Ο κίνδυνος είναι µεγάλος καθώς πολιτικό σύστηµα και κοινωνία έχουµε µετατρέψει µια δύσκολη αλλά διαχειρίσιµη στο πλαίσιο της ευρωζώνης δηµοσιονοµική κρίση, σε επικείµενη εθνική καταστροφή.
Μια και αρκετά στελέχη του κυβερνώντος κόµµατος ανασκάλεψαν την κρίση του ‘65, καλό θα είναι να θυµούνται το βασικό. Η Ελλάδα τότε κατέληξε στη δικτατορία γιατί το πολιτικό σύστηµα δεν µπόρεσε να διαχειριστεί µε διαύγεια την κρίση. Οι πολιτικοί και οι ισχυροί παράγοντες εκείνης της εποχής έπαιζαν µε τη φωτιά, έµπλεξαν το µείζον µε δευτερεύουσες κοµµατικές στοχεύσεις και οδηγήθηκαν τελικά σε ένα αποτέλεσµα που µόνο ένα µέρος τους, το πιο αντιδραστικό, επιδίωκε. Ετσι και σήµερα έχουµε εισέλθει στη φάση του απρόβλεπτου. Αν δεν προσέξουµε, οι ανεπάρκειες των ηγεσιών και του πολιτικού συστήµατος, µπορεί να καταλήξουν εύκολα στη χρεοκοπία της χώρας. Η επίκληση των εκλογών έχει ενισχυθεί, αλλά και να γίνονταν, δεν θα δώσουν οριστική λύση όποιο και αν είναι το αποτέλεσµα. «Ωριµα φρούτα» δεν θα υπάρξουν. Το πολιτικό κεκτηµένο της µεταπολίτευσης, η εναλλαγή σταθερών κυβερνήσεων που διαρκούσαν για µιάµιση ώς δύο θητείες, δεν φαίνεται πιθανό. Τα παρόν κοµµατικό σκηνικό και οι ηγεσίες έχουν απαξιωθεί κατά τρόπο που οι περίοδοι χάριτος κάθε νέας κυβέρνησης θα είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ευχής έργον θα ήταν να µπορούσαµε να αντιµετωπίσουµε την κρίση υπό καθεστώς µακροπρόθεσµης πολιτικής σταθερότητας. ∆υστυχώς όµως φαίνεται ότι στα επόµενα δύο-τρία χρόνια θα επικαλυφθούν δύο διακριτές διαδικασίες: η προσπάθεια οικονοµικής διάσωσης της χώρας και η µεταβολή του υπάρχοντας πολιτικοκοµµατικού σκηνικού ή τουλάχιστον της λειτουργίας του.
Αυτή η διπλή διαδικασία θα εξελιχθεί σε ένα ιδιαίτερα δυσµενές κλίµα, γεγονός που µόνο εν µέρει έχουµε συνειδητοποιήσει. Εννοώ, ότι σήµερα διαβρώνεται πλέον µε επιταχυνόµενο ρυθµό κάθε προηγούµενο κοινό ηθικοπολιτικό βίωµα στο οποίο η κοινωνία θα µπορούσε να καταφύγει για να ενισχύσει την ηθική και διανοητική συνοχή της. Χάνεται πλέον µια κοινή «αφήγηση» για τη µεταπολιτευτική Ελλάδα που να περιέχει ένα θετικό δηµιουργικό πυρήνα για το µέλλον, καθώς η αποτίµηση συρρικνώνεται στο «έξω οι κλέφτες». Ο,τι υπήρχε σπάει. Αν αυτό ισχύει, η εξήγηση νοµίζω πρέπει να αναζητηθεί στον διττό χαρακτήρα που προσέλαβε η κρίση στην Ελλάδα. Αυτό που ζούµε σήµερα είναι από τη µια, η εκδήλωση της παγκόσµιας χρηµατοπιστωτικής κρίσης σε ένα συγκεκριµένο εθνικό κράτος, όπως συµβαίνει και σε άλλα, και από την άλλη, µια ιδιαίτερη εθνική κρίση που οφείλεται σε ενδογενείς αιτίες, πολλαπλά αναλυµένες.
Η παγκόσµια και η εγχώρια κρίση έχουν αντίθετο ιδεολογικό πρόσηµο, µε αποτέλεσµα να εντείνεται η σύγχυση και η αποδιάρθρωση. Η παγκόσµια κρίση έφερε στην επιφάνεια τα όρια και τις καταστροφικές επιπτώσεις της «νεοφιλελεύθερης ηγεµονίας» 1973-2008. Η εγχώρια κρίση πήγασε αντιθέτως από τον «κρατισµό», µε την έννοια του αναποτελεσµατικού, πελατειακού, συντεχνιακού εκφυλισµού του µεταπολιτευτικού πολιτικού και διοικητικού συστήµατος. Είναι βέβαιο ότι οι Ελληνες, όπως και πολλοί πολίτες άλλων χωρών, είτε κινητοποιούνται είτε όχι, αντιλαµβάνονται ότι ο τρόπος που εξελίχθηκε η παγκόσµια κρίση έχει µια έκδηλη ανηθικότητα. Οι περίφηµες «διεθνείς αγορές» (δηλαδή το αποχαλινωµένο παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα) προκάλεσαν την κρίση, διασώθηκαν από τα κράτη και τώρα επιτίθενται σε αυτά, εκµεταλλευόµενα βεβαίως την έλλειψη πολιτικών πλειοψηφιών υπέρ τολµηρών µέτρων ρύθµισης. Αυτή η ανηθικότητα υπονοµεύει την έκκληση για θυσίες που οι εθνικές κυβερνήσεις απευθύνουν στους λαούς τους, ακόµα και όταν αυτές οι θυσίες είναι αναπόφευκτες για να διασωθεί η χώρα.
Από την άλλη όµως, η πολυδιάστατη κρίση του ελληνικού µεταπολιτευτικού «κρατισµού» έχει τις δικές της, ιδιαίτερες και αυτοτελείς, αρνητικές αξιακές και ηθικοπολιτικές επιπτώσεις. Και αυτή η ιδιαιτερότητα πηγάζει από τον τρόπο που η Ελλάδα δέχτηκε την επιρροή της «νεοφιλελεύθερης ηγεµονίας» τα τελευταία χρόνια. Εννοώ ότι στη χώρα µας η διάχυση της αγοραίας κουλτούρας, του ατοµισµού και του καταναλωτισµού δεν προήλθε από την επίθεση των εγχώριων υποστηρικτών του «νεοφιλελευθερισµού» ούτε από την ηγεµονική ισχύ ενός δυναµικού καπιταλιστικού κοινωνικοπολιτικού συνασπισµού, όπως π.χ. στις αγγλοσαξονικές χώρες. Εγινε µέσω της ατοµιστικής και συντεχνιακής ιδιοποίησης του ∆ηµοσίου. Με άλλα λόγια, το ∆ηµόσιο όχι µόνο δεν αποτέλεσε αντίβαρο στην ατοµιστική ιδιοτέλεια και τον καταναλωτισµό, αλλά υπήρξε ένας από τους σηµαντικότερους αγωγούς εξάπλωσής τους.
Ανάλογο φαινόµενο παρατηρήθηκε και σε άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες, αλλά η Ελλάδα υπήρξε ακραία περίπτωση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η κρίση του «µεταπολιτευτικού µοντέλου» που ζούµε από το 2008 άθροισε και συναίρεσε την ηθική απαξίωση του χρηµατιστικού καπιταλισµού µε αυτήν του πελατειακού - συντεχνιακού κρατισµού. Για να είµαστε ακριβέστεροι χωρίς όµως να επεκταθούµε εδώ σε ένα σύνθετο θέµα, η κρίση του κρατισµού και η ατοµιστική ιδιοποίηση του ∆ηµοσίου ωθούν όλο και περισσότερο στην υποβάθµιση της δηµοκρατικής κουλτούρας που µε κόπο κατακτήθηκε στη µεταπολιτευτική περίοδο µέσω της διαδικασίας εκδηµοκρατισµού. Στην πραγµατικότητα, εκδηλώνεται ένα γνωστό πρόβληµα που έχει απασχολήσει επανειληµµένα την πολιτική επιστήµη: η έκρηξη των εγγενών αντινοµιών της δηµοκρατίας και του εκδηµοκρατισµού, καθώς χάθηκε η αναγκαία εξισορρόπηση συλλογικότητας και ατοµισµού, υποχρέωσης και δικαιώµατος, ελευθερίας και ευθύνης.
Ετσι, η µεταπολιτευτική δηµοκρατία έχει «κάψει» προκαταβολικά τις δυνατότητες να βρει σωσίβια και θετικές αναφορές για µια αποτελεσµατικότερη διέξοδο από την κρίση. Γι’ αυτό σήµερα τα φαινόµενα εκδηλώνονται µε σεισµική καταστροφικότητα: τάσεις διάλυσης του δηµόσιου χώρου, αποδυνάµωση των πολιτικών ταυτοτήτων και του σταθεροποιητικού ρόλου που είχαν, µαζοχιστική επιµονή του µικροκοµµατισµού και του καιροσκοπισµού, αµυντικός κοινοτισµός, έκρηξη των συντεχνιασµών και των «έξω από την αυλή µου» στάσεων, διάχυση της µαζικής βίας και του πολιτικού χουλιγκανισµού.
Βρισκόµαστε λοιπόν στην καρδιά της πιο δραµατικής κρίσης χωρίς να έχουµε τη δυνατότητα να «ανασύρουµε» ένα υγιές κοινό ηθικοπολιτικό βίωµα για να ανατάξουµε τη χώρα. Το συλλογικό φαντασιακό δεν µπορεί να προχωρήσει πέρα από την ενδόµυχη ουτοπική διάθεση «να µην αλλάξει τίποτα». Οι κινητοποιήσεις διαµαρτυρίας, αγανακτισµένες ή όχι, όταν δεν περιορίζονται στην αντικοινοβουλευτική µούντζα, οχυρώνονται στην ψυχολογική άρνηση του «δεν χρωστάω, δεν πουλάω, δεν πληρώνω». Την ίδια στιγµή όµως, µια φαιοκόκκινη συµπόρευση υποσκάπτει το ιστορικό κεκτηµένο της µεταπολίτευσης: την απόλυτη διάκριση της χουντικής περιόδου από τη δηµοκρατική. Επί µέρες τώρα στο Σύνταγµα, χιλιάδες κόσµου κάθονται κάτω από το άθλιο πανό «η χούντα δεν τέλειωσε το 1973» αµφισβητώντας (συνειδητά; αµέριµνα;) την ιστορική σηµασία της µεταπολιτευτικής ρήξης. Το πολιτικό σύστηµα αδυνατεί να καθοδηγήσει την κοινωνία στην πιο κρίσιµη στιγµή της. Η µόνη αυθεντική ηθική και πολιτισµική διάσταση της πολιτικής πράξης επικεντρώνεται σήµερα στο απολύτως απαραίτητο: να µη φθαρεί ανεπανόρθωτα η δηµοκρατική κουλτούρα που κατακτήθηκε στη µεταπολιτευτική Ελλάδα. Ο µόνος αυθεντικός εθνικός στόχος επικεντρώνεται σήµερα στο απολύτως απαραίτητο: να µην αυτοεξοβελιστούµε από την Ευρώπη. Αυτός δεν είναι καιρός για προβλέψεις, αλλά για επιλογές.
[Πώς το έλεγε ο Μιχάλης Κατσαρός; «Πάρτε µαζί σας νερό, το µέλλον έχει πολλή ξηρασία»].
* ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τµήµα Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστηµίου
(από τα "Νέα")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου