του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Μετεωριζόμενη στο ένα πόδι και μέσα σε θολό τοπίο, η ελληνική διανόηση υποδέχτηκε τη κρίση που ξέσπασε μεν στο οικονομικό πεδίο, αποκάλυψε δε τη γύμνια, την υποκρισία και τη διαφθορά του κοινωνικού μοντέλου που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα τον καιρό της «Μεταπολίτευσης».
Το «Κείμενο των 17» στοίχειωνε τους Έλληνες διανοούμενους από το 1974 και μετά. Εκείνη η τολμηρή πράξη στο μέσο της δικτατορίας, είχε θέσει πολύ υψηλά τον πήχη των προσδοκιών μιας μερίδας, τουλάχιστον, σκεπτόμενων πολιτών. Το τσουνάμι όμως της «Μεταπολίτευσης» τα σάρωσε όλα. Οι προηγούμενες αξίες και αρχές καταδικάστηκαν απερίφραστα και ένα μεγάλο μέρος του νεοελληνικού πολιτισμού παραδόθηκε στην πυρά. Εκείνο που ήρθε να το αντικαταστήσει ήταν η ελευθεριότητα που ερχόταν (για άλλη μια φορά) από την Εσπερία, ο απόηχος του Μάη του ’68, το dominium της «προοδευτικής – ανατρεπτικής» σκέψης, το αλληθώρισμα προς την κραταιά, τότε, Ε.Σ.Σ.Δ, το φλερτ με τον Μάο τσε Τουνγκ, η λατρεία κάθε τι που ήταν εχθρικό προς τις Η.Π.Α. ακόμη κι αν επρόκειτο για τον διαβόητο Πολ Ποτ των Ερυθρών Κχμέρ της Καμπότζης. Ήταν δε τόσο ισχυρός ο αντιαμερικανισμός την εποχή εκείνη που πολλοί «πνευματικοί άνθρωποι» απέρριπταν συλλήβδην τον αμερικανικό πολιτισμό, συντασσόμενοι με απόψεις του τύπου «η τζαζ είναι η μουσική της παρακμής», ενώ ένας μεγάλος μουσικοσυνθέτης και επίδοξος πολιτικός ταγός δε δίστασε να χαρακτηρίσει το ταγκό «ως ερωτική πράξη στα όρθια» και ως εκ τούτου καταδικαστέα ως υπεύθυνη για την αποπλάνηση των εργατικών μαζών από το στόχο τους που δεν ήταν άλλος από τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Για να είμαστε όμως δίκαιοι, θα πρέπει να τονίσουμε πως σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτιστικής – πνευματικής ζωής της εποχής κυριαρχούσε το αίτημα των κρατικών επιδοτήσεων των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων. Προοδευτικοί ή μη οι διανοούμενοι εξυμνούσαν το ρόλο του κράτους στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών. Με άλλα λόγια, ήθελαν τις επιχορηγήσεις του Κέντρου Κινηματογράφου, αλλά δεν ήθελαν τον απλό έλεγχο του παραγόμενου προϊόντος τους, δηλαδή τον αριθμό των εισιτηρίων που έκοβαν στις αίθουσες προβολείς. Φυσικά, οι οπαδοί της σχολής «η ματιά του σκηνοθέτη» κατέληξαν να κάνουν ταινίες που τις έβλεπαν μόνο οι στενοί τους συγγενείς. Στη μουσική κυριαρχούσαν τα αντάρτικα, τα ρεμπέτικα και κάθε είδους τραγουδιού που υμνούσε τον απλό λαό, ενώ η κλασσική μουσική, η όπερα, η τζαζ θεωρούνταν παρακμιακά αστικά παραδείγματα του πως εκφυλίζεται η τέχνη όταν απομακρύνεται από το λαό. Για την ροκ, ούτε κουβέντα. Ανάλογα παραδείγματα θα μπορούσε να παραθέσει κανείς από το χώρο της λογοτεχνίας, της ποίησης, των εικαστικών τεχνών κλπ. αφού η κολυμβήθρα των κομματικών φεστιβάλ ήταν εκείνη που αναδείκνυε και καθαγίαζε τους πραγματικούς «λαϊκούς καλλιτέχνες» και απέρριπτε με βδελυγμίας κάθε έναν που μοχθούσε πραγματικά στη τέχνη του, μα δεν ήταν ευπειθές όργανο των κομματικών ιερατείων.
Και ήρθε το 1981 η «Αλλαγή» και ένα δεύτερο τσουνάμι σάρωσε την πνευματική ζωή – ή όση είχε απομείνει από αυτή, - του τόπου. Το μουσολινικής εμπνεύσεως κράτος – «πατέρας – αφέντης» ανέλαβε και το ρόλο του μαικήνα των τεχνών. Αφειδώς μοιράστηκαν επιχορηγήσεις σε θέατρα, μουσικά σχήματα, ενώσεις καλλιτεχνών, συγγραφέων με άμεσο ή έμμεσο τρόπο (χρηματοδοτώντας διάφορες δράσεις που ήταν αδιάφορες για το ευρύ κοινό) μεταμορφώνοντας πολλούς πνευματικούς ανθρώπους από παραγωγούς πολιτισμού σε διαχειριστές πολιτιστικών προϊόντων. Έτσι, ξεφύτρωσαν πάσης φύσεως τοπικά, περιφερειακά και εθνικά φεστιβάλ, εμποροπανηγύρεις του παλιού καιρού, μόνο που τώρα ήταν βαπτισμένες στα νάματα του «λαϊκού πολιτισμού» και της «προσέγγισης της τέχνης στο λαό».
Την ίδια ακριβώς περίοδο, ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής διανόησης, οι πανεπιστημιακοί αποδέχτηκαν την άνευ όρων παράδοση των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην κομματοκρατία, στη συναλλαγή και στη συνδιοίκηση των ιδρυμάτων με τους φοιτητές, οι οποίοι κατέχουν δια νόμου το 40% των εκλεκτορικών ψήφων. Και όλα αυτά εν ονόματι της «αποχουντοποίησης» και της κατάργησης του «καθηγητικού κατεστημένου». Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Ένα μεγάλο μέρος των πανεπιστημιακών εκόντες άκοντες ήρθαν σε περίεργες συναλλαγές με το «φοιτητικό κατεστημένο» αυτή τη φορά, ανταλλάσοντας ψήφους με διάφορες διευκολύνσεις στους κομματικούς στρατούς. ενώ, παράλληλα, προσπαθούσαν να ενισχύσουν το εισόδημα τους μέσω των περίφημων «ευρωπαϊκών προγραμμάτων». Υπήρξαν ορισμένοι που αντέδρασαν, αλλά σύντομα εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Υπήρξαν δε και πολλά επίλεκτα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας της χώρας που με εφαλτήριο τα Α.Ε.Ι έκαναν λαμπρές σταδιοδρομίες είτε τους διαδρόμους και τους προθαλάμους της εξουσίας, είτε μετέχοντας σε αυτή αναλαμβάνοντας μέχρι και υπουργικά καθήκοντα. Για να μη μιλήσουμε καθόλου για τις περίφημες «επιτροπές», οι οποίες επεξεργάζονταν από συντάγματα και νόμους, μέχρι τις ποσοστώσεις στην αγροτική παραγωγή. Ήταν η εποχή όπου κάθε τι «λαϊκό» βαπτίζονταν και «αληθινό», «γνήσιο», «προοδευτικό», ενώ οτιδήποτε δε συμφωνούσε με τα γούστα του χύδην όχλου εξοβελίζονταν στο πυρ το εξώτερο. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στις περιπτώσεις εκείνες ελλήνων διανοουμένων, οι οποίοι υπέστησαν διώξεις εκ μέρους του ακαδημαϊκού κατεστημένου με πρώτη και καλύτερη την περίπτωση του Παναγιώτη Κονδύλη, ενός από τα πιο λαμπρά πνεύματα της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Ελάχιστοι ήταν οι διανοούμενοι που τόλμησαν να ορθώσουν το ανάστημα τους απέναντι στο εκχυδαϊσμό, τη σήψη και την παρακμή ενός ολόκληρου λαού, ενός ολόκληρου πολιτισμού, που έμοιαζε να επαναπαύεται στις δόξες του παρελθόντος και να κινείται με βάση τη δύναμη της αδράνειας παλαιοτέρων εποχών. Φωτεινή εξαίρεση ο Μάνος Χατζηδάκις που τόλμησε την εποχή της παντοδυναμίας της «Αυριανής» να ορθώσει το ανάστημα του απέναντι στην φασίζουσα αυτή απειλή. Ήταν όμως απελπιστικά μόνος του. Πολλοί έκαναν την πάπια. Σώπασαν, φοβούμενοι την κατακραυγή αλλά και την απομάκρυνση από το συσσίτιο του πρυτανείου. Υπήρξαν και ορισμένοι που αποσύρθηκαν στη σιωπή. Πράγμα ακόμη πιο επικίνδυνο μα και τολμηρό, οφείλουμε να το ομολογήσουμε. Οι υπόλοιποι έτρεχαν από «φεστιβάλ» σε «φεστιβάλ» επιδεικνύοντας τα βιβλιάρια με τα κομματικά τους ένσημα, τα pedigree των «επαναστατικών τους αντιλήψεων», τα πιστοποιητικά «ποιότητας» (νομιμοφροσύνης) στο νέο status quo της πνευματικής ζωής του τόπου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης της ελληνικής διανόησης ήταν η σιωπή, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στην υπόθεση της καύσης των φακέλων στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής. Ενώ θα περίμενε κανείς να ξεσηκωθούν και να αποτρέψουν το έγκλημα κατά της μνήμης ενός ολόκληρου λαού, πλήθος εξ αυτών τραύλιζε έωλα επιχειρήματα περί εθνικής συμφιλίωσης και άλλα φαιδρά.
Και μετά ήρθε η «άνοιξη» των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ένα μεγάλο μέρος εκείνων που αυτάρεσκα και αυτιστικά αποκαλούνται «πνευματικοί άνθρωποι» άρχισαν να παράγουν πολυσέλιδα μυθιστορήματα με την ελπίδα ότι θα γυριστούν τηλεοπτικά σίριαλ και οι ίδιοι θα εξασφαλίσουν μια πλούσια και άνετη ζωή. Σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων ανθρώπων άρχισαν να κυκλοφορούν 9.500 τίτλοι βιβλίων ετησίως, η πλειοψηφία των οποίων θυμίζει κονσερβοποιημένη τροφή με ημερομηνία λήξης. Παρότι οι ίδιοι διατείνονται ότι εμφορούνται από περιβαλλοντικές ευαισθησίες δε διστάζουν να θυσιάσουν τόνους χαρτοπολτού (ο οποίος ως γνωστό παράγεται από δέντρα) προκειμένου να τυπώσουν τα «αριστουργήματα» τους, καταβάλλοντας ταυτόχρονα το αντίτιμο σε επιτήδειους εκδότες, αφού προηγουμένως έχουν εκποιήσει προικώα, εφάπαξ κλπ.
Η εθνική τηλοψία υπηρετήθηκε με πίστη και αφοσίωση από πολλούς πνευματικούς ανθρώπους με το επιχείρημα ότι «κάπως πρέπει να ζήσω κι εγώ». Το θέατρο, ενώ γνωρίζει μια πρωτοφανή άνθιση όσον αφορά στις παραστάσεις και τις αίθουσες (400 παραστάσεις κατά μέσον όρο ετησίως μόνο στην Αθήνα), παρακμάζει σταδιακά, αφού λείπει η έμπνευση, το καλό ελληνικό έργο, οι πεπαιδευμένοι ηθοποιοί, οι ταλαντούχοι σκηνοθέτες. Το ίδιο συμβαίνει και στη μουσική, όπως ο τελευταίος νεωτερισμός έγινε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από τον μακαρίτη πλέον Νίκο Παπάζογλου και το πάντρεμα των λαϊκών οργάνων με τη ρόκ μουσική. Έκτοτε, επαναλήψεις, ατυχείς μιμήσεις και μια επιτηδευμένη μελαγχολία που ονομάστηκε «έντεχνο τραγούδι» κι έστειλε τον κόσμο στον ψυχαναλυτή και στον πολύχρωμα κόσμο των αντικαταθλιπτικών χαπιών. Κλεμμένες μελωδίες, πιασάρικα στιχάκια και μια στρατιά κολαούζων δημοσιογράφων αναδείκνυαν τη μετριότητα και θεοποιούσαν το απόλυτο τίποτα κολακεύοντας τα ευαίσθητα αυτιά των ημιμαθών ιθαγενών.
Ακολούθησε το «έπος του Χρηματιστηρίου», το μοναδικό λαϊκό κίνημα από την εποχή της Εθνικής Αντίστασης, υπό την έννοια της συμμετοχής των πλατιών λαϊκών μαζών. Ο κάθε νεόπλουτος ήθελε να έχει στο σπίτι του πίνακες ζωγραφικής (που να ταιριάζουν με το χρώμα των κουρτινών και των κουβερλί του καναπέ), να επιδεικνύει την αγάπη του προς τις τέχνες και έτσι διαμορφώθηκε μια ιδιόμορφη, ανατολικού τύπου, αγορά της τέχνης. Το αποτέλεσμα ήταν να ευτελιστεί η ίδια η έννοια της τέχνης, να πλουτίσουν όμως ταυτόχρονα οι έμποροι και οι γκαλερίστες. Το κιτς έγινε καθεστώς, το ευτελές υπερτιμήθηκε, η φιλαυτία «καλλιτεχνών» και «καταναλωτών» της τέχνης έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη και κάθε τι που ενοχλούσε υπόκειτο σε διώξεις πρωτοφανείς.
Στην εποποιία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 οι έλληνες διανοούμενοι συμμετείχαν με ενθουσιασμό προάγοντας την «Μεγάλη Ιδέα» του 21ου αιώνα. Διθύραμβοι γράφτηκαν, πολυσέλιδα ποιήματα τυπώθηκαν, μεταφράσεις από αρχαίους συγγραφείς έγιναν προς δόξα του «μεγάλου, του ωραίου και του αληθινού» Πίθου των Δαναΐδων, στα έγκατα του οποίου ρίχτηκε ένας άγνωστος μέχρι σήμερα αριθμός δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι έλληνες διανοούμενοι κολακευμένοι από το νέο τους ρόλο κολάκευαν με τη σειρά τους τον κοσμάκη, με το αζημίωτο βεβαίως.
Με τούτα και μ’ αυτά, το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής διανόησης εκχώρησε την ελευθερία της έναντι πινακιού φακής. Συμμετείχε ενεργά και δραστήρια στα τεχνάσματα της εξουσίας. Κάθε πολιτικός αρχηγός περιβάλλονταν και περιβάλλεται από πλήθος πνευματικών ανθρώπων. Πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση κυκλοφορούν καταστάσεις με υπογραφές πνευματικών ανθρώπων που υποστηρίζουν το ένα ή το άλλο κόμμα. Στα προεδρεία των κομματικών συνεδρίων σε επιφανή θέση κάθονται πνευματικοί άνθρωποι μέλη των ηγετικών ομάδων αυτών των κομμάτων. Τα παραδείγματα άπειρα και μελαγχολικά. Πολλοί έλληνες διανοούμενοι ως άλλοι χαμαιλέοντες προσαρμόζονταν εύκολα, γρήγορα και απλά στις εκάστοτε αλλαγές της πολιτικής εξουσίας, αντικαθιστώντας την κόκκινη παντιέρα με τη γαλανόλευκη, τον μαρξισμό με το χριστιανισμό, την αντιεξουσιαστική διάθεση με το υπουργιλίκι, έστω και άνευ χαρτοφυλακίου.
Στο μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια, ο περήφανος, αδούλωτος ελληνικός λαός επέμενε να καίει βιβλία που δεν του ήταν αρεστά ή να ζητά την απαγόρευση κινηματογραφικών ταινιών που δεν συμφωνούσαν με τους μύθους που πίστευε σχετικά με την ιστορία, τη θρησκεία ή την πολιτική. Ημιμαθείς ή αγράμματοι ιθαγενείς αναγορεύονταν με τη βοήθεια των Μ.Μ.Ε. σε διαμορφωτές της κοινής γνώμης και σε μεγάλους ιεροεξεταστές των γραμμάτων και των τεχνών. Στη χώρα των Μουσών κυριαρχούσαν οι άμουσοι.
Και μετά; Μετά ήρθε η κρίση. Και άξαφνα ξύπνησαν διάφοροι, σιτιζόμενοι μέχρι προχθές στα πρυτανεία των εξουσιών και αποφάσισαν να μας κουνήσουν το δάχτυλο μπροστά στη μύτη και να μας υποδείξουν τρόπους «αντίστασης» και «αντίδρασης» στο απεχθές «Μνημόνιο» λησμονώντας τα χιλιάδες δικά τους «μνημόνια» με τις εξουσίες. Αυτόκλητοι σωτήρες, υπέργηροι οπλαρχηγοί, αλλά και καλλιτέχνες από τα αζήτητα, εμφανίστηκαν άξαφνα υποσχόμενοι πως θα αναλάβουν τη σωτηρία μας, δίχως καν να μπουν στο κόπο να αναρωτηθούν που ήταν όλα αυτά τα χρόνια, τι έκαναν και τι ΔΕΝ έκαναν. Αποκρύπτουν τεχνηέντως πως και αυτοί είναι μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης τους.
Δίχως την παραμικρή αιδώ και ποντάροντας στη μνήμη χρυσόψαρου που έχει, εν τέλει, αυτός ο λαός, ξεμύτισαν από τα λαγούμια τους και θέλουν να τεθούν (για άλλη μια φορά) επικεφαλείς της απελευθερωτικής προσπάθειας του τόπου. Μα καλά δε κουράστηκαν να το κάνουν τόσα χρόνια και με τόσο θαυμαστά αποτελέσματα; Μήπως θα πρέπει, καλύτερα, να σιωπήσουν, και να αφήσουν τους νέους ανθρώπους να αναδείξουν τους δικούς τους ηγέτες. Αγνοούν επιδεικτικά το γεγονός ότι οι ηγέτες αναδεικνύονται από την ίδια την ιστορία και δεν επιβάλλονται από κλίκες, κομματικές επιτροπές,
Ελάχιστοι έλληνες διανοούμενοι μιλούν και θέτουν το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων. Η μάζα όμως, εθισμένη τόσα χρόνια στην κολακεία, δεν τους ακούει. Δεν την βολεύουν οι αιχμές, η κριτική, η απόρριψη. Έχει συνηθίσει στο τουρκομπαρόκ life style και επιμένει να το υπερασπίζεται θεωρώντας πως έτσι αποδεικνύει την προοδευτικότητα της. Η συντήρηση όμως των μύθων και των αυταπατών δεν είναι δουλειά του πραγματικού διανοούμενου. Κι έτσι, οι ελάχιστοι γενναίοι πορεύονται μέσα σε μια αφόρητη μοναξιά και απομόνωση, απευθυνόμενοι σε ώτα μη ακουόντων και πολλές φορές λοιδωρούμενοι από τις κλίκες των ευπειθών δημοσιογράφων, κριτικών και αυλοκολάκων.
Η κρίση όμως ανέδειξε τη γύμνια και της ελληνικής διανόησης. Οι ελάχιστες θαρραλέες φωνές χάθηκαν μέσα στα ουρλιαχτά του πλήθους που ούρλιαζε αδιακρίτως στις λαϊκές συνάξεις των πλατειών: «άρον άρον σταύρωσον αυτόν». Φωνές σα το Στέλιου Ράμφου ή του Δημήτρη Δημητριάδη, καθώς επίσης και ορισμένων άλλων, παρόλο που διατυπώνουν με ευκρίνεια προτάσεις διεξόδου, χάνονται μέσα στον ορυμαγδό των κραυγών και της χλαπαταγής. Οι ελάχιστοι πνευματικοί άνθρωποι που σε χρόνους ζοφερούς, στα χρόνια της πνευματικής χολέρας, τόλμησαν να μιλήσουν, να αρθρώσουν λόγο, να αντισταθούν στον πολιτισμό της αντιπαροχής και του λουτροκαμπινέ των τελευταίων σαράντα χρόνων δικαιώθηκαν και αναμφίβολα η φωνή τους θα φτάσει, κάποια στιγμή, έστω και εκ των υστέρων, στα αυτιά των υποψιασμένων ανθρώπων της νέας εποχής. Τους υπόλοιπους απλά θα τους εξαφανίσει το σάρωθρο της ιστορίας. Έτσι κι αλλιώς ήταν ασήμαντοι.
(από το "mediasoup")
(από το "mediasoup")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου