του Δημήτρη Καμπουράκη
Τώρα έφτασε η στιγμή του λογαριασμού. Μόλις θέσπισαν τον φόρο «αλληλεγγύης» πείσθηκα ότι είχαν επιτέλους καταλάβει και παραδεχτεί την ανοησία τους. Διότι αν βάλει κανείς σε πίνακα τα ποσά του φόρου αυτού μέχρι εισόδημα 40.000 ευρώ, θα δει ότι αντιστοιχούν ακριβώς σ’ αυτά που χάρισε ο Παπακωνσταντίνου με την περσινή αλλαγή των φορολογικών συντελεστών. Τελικά, μια χαζή πολιτική, μπορεί να καταφέρει το ακατόρθωτο. Να εκληφθεί μια φορο-απαλλαχτική πολιτική ως φορο-μπηχτική και η επανόρθωση της ως Οθωμανικού τύπου "κεφαλικός φόρος". Πίστευα ότι το πράγμα θα έμενε εκεί, αλλά με την κατάθεση του μεσοπρόθεσμου είδα ότι αναγνώρισαν επίσημα πως (από την λανθασμένη εφαρμογή του μέτρου των αποδείξεων) το κράτος έχασε 612 εκατομμύρια ευρώ. Τώρα τα παίρνουν πίσω αναδρομικά με τρόπο βίαιο, άγαρμπο και προσβλητικό. Διότι απλώς δεν έχουν τα λεφτά να τα επιστρέψουν. Το πολιτικό κόστος που εισπράττει η κυβέρνηση είναι τεράστιο και ορθά το εισπράττει. Νισάφι πια με τους βλάκες που ενώ παριστάνουν τους σωτήρες μιας χώρας, δε μπορούν να ξεχωρίσουν δυο γαϊδουριών άχυρα. Yποσημείωση πρώτη: Μη νομίσετε ότι τα βάζω με τον κ. Παπακωνσταντίνου. Με τους ίδιους θα δουλέψει και ο κ. Βενιζέλος. Ο οποίος ξέρει σαφώς λιγότερα οικονομικά απ΄ τον προκάτοχο του...Υποσημείωση δεύτερη: Πριν αρχίσετε τα σχόλια για τα νούμερα που αναφέρω, πάρτε τηλέφωνο τον λογιστή σας. Θα σας τα επιβεβαιώσει αμέσως.
(από το "protagon")
Θα τα γράψω περιληπτικά για να μην συγχιστώ ακόμα περισσότερο με τους ανίκανους που είχαν και έχουν στα χέρια τους την οικονομική μας πολιτική. Όταν πέρυσι ήρθε το περίφημο φορολογικό νομοσχέδιο του κ. Παπακωνσταντίνου που καθιέρωνε τις αποδείξεις για να «χτίζεται» το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ, κάθισα και το διάβασα διεξοδικά. Το έκανα διότι καθιέρωνε και νέους φορολογικούς συντελεστές, τους οποίους παρακολουθώ μετ’ επιτάσεως για διάφορους λόγους. Μια απλή ανάγνωση στους πίνακες των εισοδημάτων και του φόρου που αναλογούσε σ’ αυτά, με οδήγησε σ’ ένα αλλόκοτο συμπέρασμα: Ο κ. Παπακωνσταντίνου μείωνε τους φόρους των φυσικών προσώπων στην κρίσιμη μάζα των φορολογουμένων που κινούνταν από 12.000 μέχρι 40.000 ευρώ, δηλαδή στα εννέα δέκατα του φορολογικού σώματος. Επειδή δεν είμαι ούτε ο Αμπελιώτης, ούτε ο Ντουκάκης, ούτε η Θανοπούλου (που με δίδασκε κάποτε λογιστική στην ΑΣΟΕΕ), θεώρησα απλώς ότι έκανα λάθος. Διότι όταν (στις μειώσεις από τους φορολογικούς συντελεστές) πρόσθεσα και το μπόνους που προέβλεπε το ίδιο νομοσχέδιο για τις αποδείξεις πέραν του χτισμένου αφορολόγητου, τότε έβγαιναν κάτι θηριώδεις μειώσεις που δεν είχαν καμία λογική για την περίοδο που διανύαμε.
Η χώρα ήταν ήδη στο μνημόνιο, το κράτος έκανε σαν τρελό να για να βρει χρήματα, το έλλειμμα ήταν ο μεγάλος εθνικός εχθρός και το γενικό πολιτικό κλίμα ήταν ότι υπάρχει άγρια φοροκαταιγίδα. Έβλεπα ότι ανέβαζαν τους έμμεσους φόρους, αύξαναν τον ΦΠΑ, έκοβαν συντάξεις, δώρα και επιδόματα, οπότε μού ήταν αδιανόητο να φανταστώ ότι την ίδια στιγμή μοίραζαν λεφτά μέσα από την άμεση φορολογία. Δεν έστεκε λογικά. Έλα όμως που οι κωλο-αριθμοί επέμεναν. Άρχισα να τριγυρίζω με διάφορους πίνακες και παραδείγματα και να τα δείχνω σ’ όποιον μπορούσα. Επαγγελματίες λογιστές μου επιβεβαίωναν το ένα ή το άλλο παράδειγμα, αλλά κανένας δε μπορούσε να μου κάνει μια αξιόπιστη εκτίμηση για το σύνολο των αναμενομένων αποτελεσμάτων του φορολογικού νομοσχεδίου. «Βρε παιδιά» έλεγα, «ένας άγαμος με εισόδημα 16.000 ευρώ, ενώ πλήρωνε φόρο 1000 ευρώ τώρα με το νόμο Παπακωνσταντίνου θα πληρώσει 720. Με εισόδημα 22.000 ευρώ, από 2.500 τώρα θα πληρώσει 2.160. Με 26.000 ευρώ, από 3.500 πέφτει στα 3.200. Με 30.000 ευρώ, από 4.500 πάει στα 4.480. Αυτά, μόνο με την αλλαγή των φορολογικών συντελεστών». Όταν πρόσθετα σ’ αυτά και το μπόνους των αποδείξεων, τα νούμερα απογειωνόντουσαν. «Ένας άγαμος με 22.000 ευρώ, προσκομίζοντας αποδείξεις 15.000 ευρώ, θα πάρει πίσω ως μπόνους 1.090 ευρώ. Προσθέτοντας και τα 340 λιγότερα από την αλλαγή συντελεστών, φέτος θα πληρώσει 1.430 ευρώ λιγότερα σε σχέση με πέρισυ. Είναι δυνατόν; Σε καιρό τρόϊκας και ΔΝΤ;»
Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το ίδιο το υπουργείο οικονομικών. Κανένας από τους επιτελείς του δεν έλεγε ότι υπάρχει σοβαρή φορολογική ελάφρυνση στη μεγάλη μάζα των φορολογουμένων, αντιθέτως αποδεχόντουσαν πλήρως τις κατηγορίες για φοροκαταιγίδα και το είχαν ρίξει στην άμυνα. Έλεγαν τα γνωστά «πρέπει όλοι να συνεισφέρουμε για το καλό της πατρίδας» ή «κατανοούμε τις αντιδράσεις, όμως τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.» Υπέθεσα προς στιγμήν ότι θα περίμεναν ισόποσα έσοδα από την φορολογία που θα γεννούσε το κίνημα των αποδείξεων, αλλά ούτε αυτό έστεκε πολιτικά και επικοινωνιακά. Τι τους εμπόδιζε δηλαδή να εξηγήσουν στον κόσμο ότι μείωσαν την άμεση φορολογία στα μικρά και μεσαία εισοδήματα, ζητώντας ακόμα μεγαλύτερη συμβολή όλων στο κόψιμο αποδείξεων; Ακόμα πιο παλαβή ήταν η αντίδραση της κυβέρνησης στις προτάσεις που άρχισε να καταθέτει η ΝΔ από το Ζάππειο-1 για μείωση της φορολογίας. Αντί να της απαντήσουν «μα μειώσαμε τους άμεσους φόρους πέρυσι», φώναζαν ότι υπό τις παρούσες συνθήκες κάθε μείωση φορολογίας θα ήταν καταστροφική στον αγώνα για μείωση του ελλείμματος.
Μιλάμε για θέατρο του παραλόγου. Αναρωτιόμουν το αυτονόητο. Όταν έφτιαχναν το νομοσχέδιο, δεν έβαλαν κάτω δέκα παραδείγματα; Και τον τελευταίο λογιστή επαρχίας να ρωτούσαν, θα τους εξηγούσε αμέσως ότι έτσι δεν θα μαζέψουν, αλλά θα μοιράσουν λεφτά. Για να είμαι ειλικρινής, το είπα μια δυο φορές στην εκπομπή μου, όμως με πήραν άπαντες με τις πέτρες. Μέσα στο γενικό κλίμα οικονομικής τρομοκρατίας, διλημματικού τρόμου, καρατόμησης μισθών και συντάξεων και αύξησης της ανεργίας, έβγαινα εγώ ξαφνικά από τηλεοράσεως κι έλεγα ότι η κυβέρνηση μείωσε την άμεση φορολογία. Κόντεψαν να με λιντσάρουν κι ας έδειχνα τους πίνακες. Ποιός βλέπει πίνακες στην εποχή μας; Ως και κάτι σκληροί ΠΑΣΟΚοι τηλεθεατές, άρχισαν να μού λένε «μην το παρακάνεις βρε Δημήτρη.» Το βούλωσα κι εγώ στον δημόσιο λόγο μου και βρήκα την ησυχία μου. Συνέχισα όμως να το συζητώ κατ’ ιδίαν. Είπα τα νούμερα στον κ. Παπακωνσταντίνου στο διάλειμμα μιας εκπομπής, αλλά αυτός με κοίταξε ως εξωγήινο. Το είπα στους υφυπουργούς οικονομικών, αλλά με διαβεβαίωσαν ότι δεν ήταν έτσι. Το είπα στους γενικούς γραμματείς τους, αλλά χαμογέλασαν λέγοντας ότι τα έχουν μελετήσει εκατό φορές με τους υπηρεσιακούς. Μόνο ο κ. Γεωργακόπουλος μού απάντησε διαφορετικά: «Τα ξέρω εγώ. Τους τα ‘χω πει εκατό φορές, αλλά με γράφουν. Γι’ αυτό τα βροντάω και φεύγω. Να δεις τι έχει να γίνει στο τέλος του χρόνου.» Είχε τόση οργή για τον παραγκωνισμό του, που δεν κατάλαβα αν αναφερόταν στα συγκεκριμένα στοιχεία που του ‘λεγα ή στην εν’ γένει οικονομική πολιτική.
Αφού βαρέθηκα να φωνάζω σε ώτα μη ακουόντων πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων, ρώτησα ορισμένους υπεύθυνους οικονομικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Αυτοί είχαν αρχίσει αμέσως να εφαρμόζουν το νέο νόμο στην παρακράτηση φόρου των εργαζομένων τους. Όλοι τους με διαβεβαίωσαν ότι οι παρακρατήσεις φόρων ήταν πολύ μικρότερες σε σχέση με πέρυσι και ότι τα αποδιδόμενα στην εφορία (κάθε μήνα ή δίμηνο, ανάλογα με την εταιρεία) ποσά, ήταν κατά 20%-25% μικρότερα. Τότε ήταν που αποφάσισα πως δεν υπάρχει ούτε κρυφός άσσος, ούτε μυστική συνταγή, αλλά ότι τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα απ’ όσο μπορούσα να φανταστώ. Το υπουργείο οικονομικών είχε σκοπό να αυξήσει τη φορολογία και να μεγαλώσει τα έσοδα του κράτους, αλλά το έκανε μ’ ένα νομοσχέδιο που τα ...μείωνε δραστικά. Ο κ. Παπακωνσταντίνου νομοθέτησε φοροαπαλλαγές, πιστεύοντας ακραδάντως ότι κάνει φοροεπιδρομή. Γι’ αυτό και ζητούσε συνεχώς κατανόηση από τους φορολογούμενους, γι’ αυτό κατακεραύνωνε τη ΝΔ όταν αυτή πρότεινε μειώσεις φόρων. Επί έναν ολόκληρο χρόνο, στα γραφεία της πλατείας Συντάγματος, στην Καραγιώργη Σερβίας και στο Γενικό Λογιστήριο, μια τερατώδης πυραμίδα υφυπουργών, γενικών γραμματέων, εξειδικευμένων συμβούλων, διευθυντών, προϊσταμένων και υπαλλήλων, μείωνε τους άμεσους φόρους αλλά ...δεν το ήξερε. Πρόκειται για ένα τσούρμο ανίκανων που θα έπρεπε να τους κατρακυλήσουν κλοτσηδόν από τις σκάλες του υπουργείου ως επικίνδυνους. Και ήταν όλοι τους τόσο ευθυνόφοβοι και βλάκες, που ακόμα κι όταν άρχισαν να διαπιστώνουν με αριθμούς που πήγαινε το πράγμα, αρνιόντουσαν να το παραδεχτούν για να μην έχουν την ευθύνη. Στο μεταξύ, ο κ. Παπακωνσταντίνου υπέγραφε αναθεωρημένα και μεσοπρόθεσμα, διαβεβαιώνοντας τους ευρωπαίους ότι θα αυξήσει τα έσοδα του κράτους. Τα οποία έσοδα, όχι μόνο έβαιναν μειούμενα (γιατί άραγε;), αλλά στις εφορίες από κάτω του, μετά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων, άρχισαν να συσσωρεύονται χρέη εκατομμυρίων του κράτους προς τους πολίτες, εξ’ αιτίας των φοροαπαλλαγών που είχε νομοθετήσει η κυβέρνηση χωρίς να το ξέρει. Θα με ρωτήσετε: Και τι σε πειράζει εσένα ρε Καμπουράκη; Αν πράγματι έδωσαν κάποια χρήματα στον κόσμο έστω και κατά λάθος, είναι καλό. Λάθος. Με πειράζει, διότι η μείωση της φορολογίας, αν δεν γίνει με συγκεκριμένη στόχευση δεν έχει κανένα οικονομικό και αναπτυξιακό αποτέλεσμα για όλη την κοινωνία. Και με πειράζει διπλά, διότι ο κ. Παπακωνσταντίνου συμφωνούσε με τους δανειστές στόχους μείωσης του ελλείμματος, τους οποίους υπονόμευε η ίδια η εφαρμοστική πολιτική του. Κι όταν αποτυγχάνει η κάλυψη ενός στόχου, ο επόμενος που τίθεται κουβαλά στην πλάτη του (και στη δική μας) υπερπολλαπλάσιους φόρους, που πέφτουν επί δικαίων και αδίκων. ΄Πως έγινε με μεσοπρόθεσμο.
Η χώρα ήταν ήδη στο μνημόνιο, το κράτος έκανε σαν τρελό να για να βρει χρήματα, το έλλειμμα ήταν ο μεγάλος εθνικός εχθρός και το γενικό πολιτικό κλίμα ήταν ότι υπάρχει άγρια φοροκαταιγίδα. Έβλεπα ότι ανέβαζαν τους έμμεσους φόρους, αύξαναν τον ΦΠΑ, έκοβαν συντάξεις, δώρα και επιδόματα, οπότε μού ήταν αδιανόητο να φανταστώ ότι την ίδια στιγμή μοίραζαν λεφτά μέσα από την άμεση φορολογία. Δεν έστεκε λογικά. Έλα όμως που οι κωλο-αριθμοί επέμεναν. Άρχισα να τριγυρίζω με διάφορους πίνακες και παραδείγματα και να τα δείχνω σ’ όποιον μπορούσα. Επαγγελματίες λογιστές μου επιβεβαίωναν το ένα ή το άλλο παράδειγμα, αλλά κανένας δε μπορούσε να μου κάνει μια αξιόπιστη εκτίμηση για το σύνολο των αναμενομένων αποτελεσμάτων του φορολογικού νομοσχεδίου. «Βρε παιδιά» έλεγα, «ένας άγαμος με εισόδημα 16.000 ευρώ, ενώ πλήρωνε φόρο 1000 ευρώ τώρα με το νόμο Παπακωνσταντίνου θα πληρώσει 720. Με εισόδημα 22.000 ευρώ, από 2.500 τώρα θα πληρώσει 2.160. Με 26.000 ευρώ, από 3.500 πέφτει στα 3.200. Με 30.000 ευρώ, από 4.500 πάει στα 4.480. Αυτά, μόνο με την αλλαγή των φορολογικών συντελεστών». Όταν πρόσθετα σ’ αυτά και το μπόνους των αποδείξεων, τα νούμερα απογειωνόντουσαν. «Ένας άγαμος με 22.000 ευρώ, προσκομίζοντας αποδείξεις 15.000 ευρώ, θα πάρει πίσω ως μπόνους 1.090 ευρώ. Προσθέτοντας και τα 340 λιγότερα από την αλλαγή συντελεστών, φέτος θα πληρώσει 1.430 ευρώ λιγότερα σε σχέση με πέρισυ. Είναι δυνατόν; Σε καιρό τρόϊκας και ΔΝΤ;»
Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το ίδιο το υπουργείο οικονομικών. Κανένας από τους επιτελείς του δεν έλεγε ότι υπάρχει σοβαρή φορολογική ελάφρυνση στη μεγάλη μάζα των φορολογουμένων, αντιθέτως αποδεχόντουσαν πλήρως τις κατηγορίες για φοροκαταιγίδα και το είχαν ρίξει στην άμυνα. Έλεγαν τα γνωστά «πρέπει όλοι να συνεισφέρουμε για το καλό της πατρίδας» ή «κατανοούμε τις αντιδράσεις, όμως τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.» Υπέθεσα προς στιγμήν ότι θα περίμεναν ισόποσα έσοδα από την φορολογία που θα γεννούσε το κίνημα των αποδείξεων, αλλά ούτε αυτό έστεκε πολιτικά και επικοινωνιακά. Τι τους εμπόδιζε δηλαδή να εξηγήσουν στον κόσμο ότι μείωσαν την άμεση φορολογία στα μικρά και μεσαία εισοδήματα, ζητώντας ακόμα μεγαλύτερη συμβολή όλων στο κόψιμο αποδείξεων; Ακόμα πιο παλαβή ήταν η αντίδραση της κυβέρνησης στις προτάσεις που άρχισε να καταθέτει η ΝΔ από το Ζάππειο-1 για μείωση της φορολογίας. Αντί να της απαντήσουν «μα μειώσαμε τους άμεσους φόρους πέρυσι», φώναζαν ότι υπό τις παρούσες συνθήκες κάθε μείωση φορολογίας θα ήταν καταστροφική στον αγώνα για μείωση του ελλείμματος.
Μιλάμε για θέατρο του παραλόγου. Αναρωτιόμουν το αυτονόητο. Όταν έφτιαχναν το νομοσχέδιο, δεν έβαλαν κάτω δέκα παραδείγματα; Και τον τελευταίο λογιστή επαρχίας να ρωτούσαν, θα τους εξηγούσε αμέσως ότι έτσι δεν θα μαζέψουν, αλλά θα μοιράσουν λεφτά. Για να είμαι ειλικρινής, το είπα μια δυο φορές στην εκπομπή μου, όμως με πήραν άπαντες με τις πέτρες. Μέσα στο γενικό κλίμα οικονομικής τρομοκρατίας, διλημματικού τρόμου, καρατόμησης μισθών και συντάξεων και αύξησης της ανεργίας, έβγαινα εγώ ξαφνικά από τηλεοράσεως κι έλεγα ότι η κυβέρνηση μείωσε την άμεση φορολογία. Κόντεψαν να με λιντσάρουν κι ας έδειχνα τους πίνακες. Ποιός βλέπει πίνακες στην εποχή μας; Ως και κάτι σκληροί ΠΑΣΟΚοι τηλεθεατές, άρχισαν να μού λένε «μην το παρακάνεις βρε Δημήτρη.» Το βούλωσα κι εγώ στον δημόσιο λόγο μου και βρήκα την ησυχία μου. Συνέχισα όμως να το συζητώ κατ’ ιδίαν. Είπα τα νούμερα στον κ. Παπακωνσταντίνου στο διάλειμμα μιας εκπομπής, αλλά αυτός με κοίταξε ως εξωγήινο. Το είπα στους υφυπουργούς οικονομικών, αλλά με διαβεβαίωσαν ότι δεν ήταν έτσι. Το είπα στους γενικούς γραμματείς τους, αλλά χαμογέλασαν λέγοντας ότι τα έχουν μελετήσει εκατό φορές με τους υπηρεσιακούς. Μόνο ο κ. Γεωργακόπουλος μού απάντησε διαφορετικά: «Τα ξέρω εγώ. Τους τα ‘χω πει εκατό φορές, αλλά με γράφουν. Γι’ αυτό τα βροντάω και φεύγω. Να δεις τι έχει να γίνει στο τέλος του χρόνου.» Είχε τόση οργή για τον παραγκωνισμό του, που δεν κατάλαβα αν αναφερόταν στα συγκεκριμένα στοιχεία που του ‘λεγα ή στην εν’ γένει οικονομική πολιτική.
Αφού βαρέθηκα να φωνάζω σε ώτα μη ακουόντων πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων, ρώτησα ορισμένους υπεύθυνους οικονομικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Αυτοί είχαν αρχίσει αμέσως να εφαρμόζουν το νέο νόμο στην παρακράτηση φόρου των εργαζομένων τους. Όλοι τους με διαβεβαίωσαν ότι οι παρακρατήσεις φόρων ήταν πολύ μικρότερες σε σχέση με πέρυσι και ότι τα αποδιδόμενα στην εφορία (κάθε μήνα ή δίμηνο, ανάλογα με την εταιρεία) ποσά, ήταν κατά 20%-25% μικρότερα. Τότε ήταν που αποφάσισα πως δεν υπάρχει ούτε κρυφός άσσος, ούτε μυστική συνταγή, αλλά ότι τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα απ’ όσο μπορούσα να φανταστώ. Το υπουργείο οικονομικών είχε σκοπό να αυξήσει τη φορολογία και να μεγαλώσει τα έσοδα του κράτους, αλλά το έκανε μ’ ένα νομοσχέδιο που τα ...μείωνε δραστικά. Ο κ. Παπακωνσταντίνου νομοθέτησε φοροαπαλλαγές, πιστεύοντας ακραδάντως ότι κάνει φοροεπιδρομή. Γι’ αυτό και ζητούσε συνεχώς κατανόηση από τους φορολογούμενους, γι’ αυτό κατακεραύνωνε τη ΝΔ όταν αυτή πρότεινε μειώσεις φόρων. Επί έναν ολόκληρο χρόνο, στα γραφεία της πλατείας Συντάγματος, στην Καραγιώργη Σερβίας και στο Γενικό Λογιστήριο, μια τερατώδης πυραμίδα υφυπουργών, γενικών γραμματέων, εξειδικευμένων συμβούλων, διευθυντών, προϊσταμένων και υπαλλήλων, μείωνε τους άμεσους φόρους αλλά ...δεν το ήξερε. Πρόκειται για ένα τσούρμο ανίκανων που θα έπρεπε να τους κατρακυλήσουν κλοτσηδόν από τις σκάλες του υπουργείου ως επικίνδυνους. Και ήταν όλοι τους τόσο ευθυνόφοβοι και βλάκες, που ακόμα κι όταν άρχισαν να διαπιστώνουν με αριθμούς που πήγαινε το πράγμα, αρνιόντουσαν να το παραδεχτούν για να μην έχουν την ευθύνη. Στο μεταξύ, ο κ. Παπακωνσταντίνου υπέγραφε αναθεωρημένα και μεσοπρόθεσμα, διαβεβαιώνοντας τους ευρωπαίους ότι θα αυξήσει τα έσοδα του κράτους. Τα οποία έσοδα, όχι μόνο έβαιναν μειούμενα (γιατί άραγε;), αλλά στις εφορίες από κάτω του, μετά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων, άρχισαν να συσσωρεύονται χρέη εκατομμυρίων του κράτους προς τους πολίτες, εξ’ αιτίας των φοροαπαλλαγών που είχε νομοθετήσει η κυβέρνηση χωρίς να το ξέρει. Θα με ρωτήσετε: Και τι σε πειράζει εσένα ρε Καμπουράκη; Αν πράγματι έδωσαν κάποια χρήματα στον κόσμο έστω και κατά λάθος, είναι καλό. Λάθος. Με πειράζει, διότι η μείωση της φορολογίας, αν δεν γίνει με συγκεκριμένη στόχευση δεν έχει κανένα οικονομικό και αναπτυξιακό αποτέλεσμα για όλη την κοινωνία. Και με πειράζει διπλά, διότι ο κ. Παπακωνσταντίνου συμφωνούσε με τους δανειστές στόχους μείωσης του ελλείμματος, τους οποίους υπονόμευε η ίδια η εφαρμοστική πολιτική του. Κι όταν αποτυγχάνει η κάλυψη ενός στόχου, ο επόμενος που τίθεται κουβαλά στην πλάτη του (και στη δική μας) υπερπολλαπλάσιους φόρους, που πέφτουν επί δικαίων και αδίκων. ΄Πως έγινε με μεσοπρόθεσμο.
Τώρα έφτασε η στιγμή του λογαριασμού. Μόλις θέσπισαν τον φόρο «αλληλεγγύης» πείσθηκα ότι είχαν επιτέλους καταλάβει και παραδεχτεί την ανοησία τους. Διότι αν βάλει κανείς σε πίνακα τα ποσά του φόρου αυτού μέχρι εισόδημα 40.000 ευρώ, θα δει ότι αντιστοιχούν ακριβώς σ’ αυτά που χάρισε ο Παπακωνσταντίνου με την περσινή αλλαγή των φορολογικών συντελεστών. Τελικά, μια χαζή πολιτική, μπορεί να καταφέρει το ακατόρθωτο. Να εκληφθεί μια φορο-απαλλαχτική πολιτική ως φορο-μπηχτική και η επανόρθωση της ως Οθωμανικού τύπου "κεφαλικός φόρος". Πίστευα ότι το πράγμα θα έμενε εκεί, αλλά με την κατάθεση του μεσοπρόθεσμου είδα ότι αναγνώρισαν επίσημα πως (από την λανθασμένη εφαρμογή του μέτρου των αποδείξεων) το κράτος έχασε 612 εκατομμύρια ευρώ. Τώρα τα παίρνουν πίσω αναδρομικά με τρόπο βίαιο, άγαρμπο και προσβλητικό. Διότι απλώς δεν έχουν τα λεφτά να τα επιστρέψουν. Το πολιτικό κόστος που εισπράττει η κυβέρνηση είναι τεράστιο και ορθά το εισπράττει. Νισάφι πια με τους βλάκες που ενώ παριστάνουν τους σωτήρες μιας χώρας, δε μπορούν να ξεχωρίσουν δυο γαϊδουριών άχυρα. Yποσημείωση πρώτη: Μη νομίσετε ότι τα βάζω με τον κ. Παπακωνσταντίνου. Με τους ίδιους θα δουλέψει και ο κ. Βενιζέλος. Ο οποίος ξέρει σαφώς λιγότερα οικονομικά απ΄ τον προκάτοχο του...Υποσημείωση δεύτερη: Πριν αρχίσετε τα σχόλια για τα νούμερα που αναφέρω, πάρτε τηλέφωνο τον λογιστή σας. Θα σας τα επιβεβαιώσει αμέσως.
(από το "protagon")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου